Όταν το δάκρυ θα γίνει ένα με την βροχή. (7ο μέρος)

Όταν το δάκρυ θα γίνει ένα με την βροχή. (7ο μέρος)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

Ξημέρωνε Κυριακή. Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα από το προηγούμενο βράδυ. Τα βλέφαρά του βάραιναν από τη νύστα, τα μάτια του κατακόκκινα από το πολύ ποτό και τον πολύ καπνό. Στο θολωμένο του μυαλό, στριφογύριζε η πρόταση που του έκαναν το προηγούμενο βράδυ οι δυο τύποι, που είχε γνωρίσει. Έπρεπε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες να απαντήσει. Τα λεφτά ήταν πολύ καλά αλλά και το ρίσκο μεγάλο. Το παιδικό του όνειρο για δικηγόρος το είχε ήδη διαγράψει από το μυαλό του. Στο εργοστάσιο, δεν είχε σκοπό να φάει τα χρόνια του, δεν είχε μέλλον εκεί, άρα κάτι έπρεπε να κάνει στη ζωή του να βγάλει χρήματα. Το είχε ρίξει στο ποτό. Μα δεν ήταν λύση κι αυτή! Δεν έπνιγε το πόνο του μέσα στο κρασί και στο ουίσκι, ούτε κατάπινε με αυτό το τρόπο τα φαρμάκια του.
Ο Πέτρος, όταν γύρισε από τις διακοπές άλλαξε. Μελαγχόλησε και δεν ήθελε να βλέπει κανέναν από τους φίλους του, χωρίς να ξέρει και ο ίδιος το λόγο. Ήθελε να αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή του. Άρχισε να βγαίνει μόνος τα βράδια. Περπατούσε ώρες μονάχος με μοναδική παρέα ένα τσιγάρο αναμμένο. Συνήθως καθόταν σε ένα μικρό παρκάκι να ξεκουραστεί και να σκεφτεί. Άναβε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, αλλά ο καπνός δεν βοηθούσε. Ένα τέτοιο βράδυ τον πλησίασαν από το πουθενά οι δυο τύποι. Πέρασαν από μπροστά του και κάθισαν στο ίδιο παγκάκι. Ο ένας έβγαλε από το πακέτο του ένα τσιγάρο και του πρόσφερε και έτσι άρχισε η κουβέντα. Ο Πέτρος, τους συμπάθησε. Αν και γεροδεμένοι με άγρια χαρακτηριστικά, εκείνος έβλεπε στα μάτια τους κάτι καλό και αγνό. Τώρα θα μου πεις πώς μπορούσε να το καταλάβει αυτό μέσα σε μισή ώρα που μιλήσανε, αλλά πολλές φορές τα μάτια λένε την αλήθεια και όχι το σώμα του ανθρώπου ούτε το παρουσιαστικό του, είχε σκεφτεί. Όπως και να είχε όμως ο Πέτρος, ένιωσε ότι βρήκε μια καινούργια παρέα, καινούργιους φίλους που αυτή τη στιγμή τους χρειαζότανε και ας ήταν επιπόλαιη κίνηση αυτή που πήγαινε να κάνει. Τον είχαν ρωτήσει αν δούλευε κι όταν τους απάντησε πως ήταν άνεργος του πρότειναν δουλειά. Τους ρώτησε τι δουλειά θα ήταν αυτή; Του απάντησαν πως θα τον έβαζαν πορτιέρη σ’ ένα μπαρ! Απέφυγε να τους απαντήσει αμέσως! Στην ουσία όμως, δεν τον ένοιαξε. Θα έβγαζε λεφτά. Εξάλλου δεν θα έκανε κάτι κακό και παράνομο, θα δούλευε. Λίγες μέρες αργότερα, τους ξανασυνάντησε και του πρότειναν να πάει μαζί τους για ένα ποτό στο μπαρ που δουλεύουν. Φυσικά και πήγε. Να δει και το μαγαζί που θα δούλευε και ο ίδιος αν τελικά έλεγε το ναι.
Του άρεσε του Πέτρου αυτού του είδους η διασκέδαση, ποτό, ξενύχτι, με όμορφες καλλίγραμμες κοπέλες κι άρχισε να πηγαίνει συχνά. Με τον καιρό, παραμέλησε τα μαθήματά του, μέχρι που έπαψε να τον ενδιαφέρει παντελώς το σχολείο. Άρχισε να χάνεται από τους κολλητούς του φίλους και κυρίως από τον Πάνο! Γενικά άρχισε να χάνει την ισορροπία του. Τώρα πια τον καθοδηγούσε η καινούργια του παρέα που αποτελούνταν από τρείς άντρες μεγαλύτερους από εκείνον, γύρω στα εικοσιπέντε με τριάντα.
«Φαίνεσαι καλό παιδί και έμπιστο Πέτρο. Και δυνατός», είπε ο μεγαλόσωμος άντρας με τα μακριά μαύρα μαλλιά. «Μπορείς να δουλέψεις εδώ στο μαγαζί και να βγάλεις πολλά λεφτά αν το θελήσεις αρκεί να κρατάς το στόμα σου κλειστό», του είπε και τον κοίταξε με νόημα.
Οι άλλοι δυο άντρες, έστεκαν ακίνητοι δίπλα του. Φαίνονταν αρκετά γυμνασμένοι και σίγουρα έδειχναν, να είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν με πολεμικές τέχνες. Ο Πέτρος, πέρα από το σχολείο που έκανε λίγη γυμναστική δεν είχε ασχοληθεί ποτέ και το σώμα του δεν είχε καμία σχέση με το δικό τους. Δίπλα τους έμοιαζε σαν μικρό παιδάκι. Με δισταγμό ρώτησε:
«Τι δουλειά θα μπορούσα να προσφέρω εγώ σε εσάς;» γύρισε και κοίταξε τους άντρες δίπλα του με θαυμασμό. «Ούτε καν τη σωματική διάπλαση δεν έχω», είπε, και τους έδειξε με το χέρι.
Ο μελαχρινός άντρας, χάιδεψε το μούσι του σκεφτικός και χαμογέλασε.
«Μου κάνεις! Μυαλό πρέπει να διαθέτεις, όχι σώμα κι εσύ το έχεις. Σκέψου το και αύριο απαντάς. Πρόσεξε όμως, αντρίκια πράγματα. Ότι πούμε μεταξύ μας. Είμαι πολύ καλός με τους καλούς και ο χειρότερος με όποιον με πειράξει». Με αυτά τα λόγια χαιρέτησε κι έφυγε.
Ο Πέτρος κοίταξε την αντρική φιγούρα που έβγαινε από το μπαρ μέσα από τους καπνούς και τα χαμηλά φώτα. Παρήγγειλε άλλο ένα ουίσκι μήπως τον βοηθήσει να χαλαρώσει αλλά αντιθέτως σκέψεις περίεργες τριγύριζαν στο μυαλό του. Στήριξε στο χέρι του το κεφάλι του και έπινε το ποτό του όταν τον πλησίασε ο ένας από τους δυο άντρες.
«Μπορείς να μου πεις ότι απορίες έχεις. Θα σου τις λύσω. Αν πεις το ναι αύριο στον αρχηγό, θα συνεργαστούμε, άρα θα πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη. Να ξέρεις ότι ποτέ δεν θα είσαι μόνος σου. Πάντα θα είσαι μαζί μου». Τα κατάμαυρα μάτια του τον κοίταξαν επίμονα. Το μελαμψό του πρόσωπο θύμιζε τσιγγάνο, το βλέμμα του ήταν σκληρό, άγριο! Τα μακριά μαλλιά του έπεφταν στους ώμους κι είχαν το χρώμα του εβένου. Κάποιες βαθιές ουλές φαίνονταν στο αριστερό του μάγουλο που πρέπει να έφταναν μέχρι το λαιμό από ότι μπορούσε κανείς να δει.
«Ο αρχηγός;» ρώτησε με απορία ο Πέτρος. «Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Ποιός έβαλε τον φιλαράκο σας να με προσεγγίσει και για ποιο λόγο; Τι σχέση μπορώ να έχω εγώ με εσάς και τι υπηρεσίες μπορώ να σας προσφέρω;» Στην πρώτη πρόταση είδε τα μάτια του άντρα να τον αγριοκοιτάνε και αμέσως τη διόρθωσε: «Θέλω να πω… πως δεν έχω καμία σχέση με τη νύχτα και…..»
«Άκου φιλαράκο. Αυτά που με ρωτάς δεν τα ξέρω, εγώ είπα να σου λύσω τις απορίες για το θέμα της δουλειάς και εσύ αρχίζεις τα δικά σου. Δεν είσαι μωρό να παρασυρθείς ούτε σε πήρε κανείς από το χέρι και σ’ έφερε εδώ. Ήθελες και ήρθες. Μιλάω σωστά;» τον ξανακοίταξε κατάματα.
«Σωστά», απάντησε σκεφτικός.
«Απλά πράγματα. Θα κάθεσαι να πίνεις το ποτάκι σου, θα πιάνεις ψιλή κουβεντούλα με το κόσμο και θα προσέχεις τι γίνεται εκεί πίσω από το δεύτερη πόρτα. Εννοώ μη περάσει κανένας περίεργος τύπος».
»Τους πελάτες τους γνωρίζεις, το μαγαζί είναι μικρό και ο κόσμος συγκεκριμένος που έρχεται κάθε βράδυ. Κάτι τύπους περίεργους θα τους καταλαβαίνεις και από τη φάτσα. Θα μάθεις με το καιρό τη δουλειά. Τα λεφτά είναι πολύ καλά, αλλά αυτά θα τα πεις με τον αρχηγό. Τα βλέπεις δύσκολα;»
«Υπάρχει κάτι πίσω από τη δεύτερη πόρτα; Μα φαίνεται κλειστή», παρατήρησε με απορία. «Και πληρώνει ο αρχηγός τόσα λεφτά μόνο για πίνω και να μιλάω με πελάτες;»
«Πολλά ρωτάς», απάντησε με ειρωνικό χαμόγελο και σηκώθηκε». Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από την απάντησή σου αύριο».
Ίσως έφταιγε το αλκοόλ, ο χαμηλός φωτισμός, η δυνατή μουσική, ότι και να ήταν στο θολωμένο του μυαλό, όλα είχαν γίνει ένα κουβάρι. Καληνύχτισε τον άντρα που δεν ήξερε ούτε το όνομά του κι έφυγε.

Διαβάστε επίσης  Όταν το δάκρυ θα γίνει ένα με την βροχή (8ο μέρος)

Μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο το διήγημα εδώ

Advertisements
Ad 14

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Meta

Meta: Στα Όρια της Λογοκρισίας και της Ελευθερίας

Αλλαγή σελίδας για τη Meta Η Meta, μητρική εταιρεία του

Επιλόχειος κατάθλιψη και εξέταση αίματος

Μπορεί η επιλόχειος κατάθλιψη να προβλεφθεί από μία εξέταση αίματος;