Τα μάτια μου ανοίγουν αργά, νωχελικά, άγουρο θαρρώ το ξύπνημα ετούτο. Από το μυαλό μου περνούν χιλιάδες σκέψεις, όλες τους μοιάζουν να αναδύονται αργοσάλευτα μέσα από ένα νέφος που σαν παραπέτασμα με εμποδίζει να δω ξεκάθαρα. Το μόνο ευδιάκριτο στην αχλή είναι η καλλίγραμμη σιλουέτα μιας γυναίκας που ακαθόριστη είναι η φυσιογνωμία της. Έχω όμως την αίσθηση πως είναι η Φανή.
Ακόμα και έτσι αισθάνομαι όμορφα που βρίσκεται μέσα στις ονειροπολήσεις μου, ή μήπως δεν είναι αυτό που οραματίζομαι γέννημα του νου μου αλλά μια πραγματικότητα που προηγήθηκε; Άλικο το χρώμα της αθωότητας, ψιθυρίζω χωρίς να ξέρω γιατί, ίσως επειδή η ατμόσφαιρα που ευφάνταστα επινόησα, αναδεύει το λευκό με το πορφυρό, και η σύνθεση αυτή σαν μάγμα εκλύεται από τον ιππόκαμπο του εγκεφάλου μου.
Πεταρίζω τα βλέφαρα για να καθαρίσει η όρασή μου. Μαζί μ’ αυτήν, σιγά σιγά ξεθολώνει και το μυαλό μου. Άγνωστο το δωμάτιο που βρίσκομαι. Ρίχνω διερευνητικές ματιές ολόγυρα, αναζητώ κάτι να με βοηθήσει να καταλάβω που είμαι.
Μα, αν δεν κάνω λάθος αυτό είναι ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Μα και πάλι δε μπορώ να είμαι σίγουρος. Προσπαθώ να θυμηθώ. Μου παίρνει λίγο χρόνο. Τί μου συνέβη άραγε; Όταν ανακτώ την ικανότητα της μνήμης, με πιάνει σύγκρυο. Τραβάω το λευκό σεντόνι που με σκεπάζει πιο ψηλά. Ο Δημητρός με έσπρωξε βίαια, έτσι όπως επιθυμούσα κι εγώ να κάνω σε αυτόν. Πρέπει να χτύπησα σοβαρά με την πτώση μου, αν δεν κάνω λάθος το κεφάλι μου βρήκε σε κάποιο αντικείμενο. Ενστικτωδώς φέρνω την ανοιχτή παλάμη του αριστερού μου χεριού στο πίσω μέρος του κρανίου μου.
Προετοιμάζομαι να νιώσω έναν σουβλερό πόνο και να αγγίξω γάζες που να καλύπτουν το πληγωμένο σημείο. Νιώθω μονάχα μια μικρή ενόχληση, γάζες ούτε για δείγμα! Τι ωραία!
«Ωωω, ξύπνησες νεαρέ; Επιτέλους, υπναρά! Ξέρεις πόσες ώρες κοιμάσαι; Μη σηκώνεσαι όμως, ξάπλωσε σε παρακαλώ!» Από την πόρτα εισβάλει κυριολεκτικά μια μεσόκοπη γυναίκα με σκούρα μαλλιά και ένα πρόσωπο στρόγγυλο σαν ολόγιομο φεγγάρι. Έχει αρκετά παραπανίσια κιλά, αλλά παρά το βάρος της είναι γεμάτη ενέργεια, στο άψε σβήσε έφτασε δίπλα μου. Το χαμόγελο που διαγράφεται στα χείλη της μου δίνει την αίσθηση πως ποτέ δεν το αποχωρίζεται. Οι κινήσεις της νοσηλεύτριας είναι γρήγορες, επιδέξιες. Έρχεται πολύ κοντά μου και σαν μικρό παιδί με καθίζει και πάλι στο μαξιλάρι μου. Με εντυπωσιάζει η άνεση και η σιγουριά της, υπακούω δίχως να φέρω αντίρρηση.
«Μπορείτε να μου πείτε γιατί με κρατάτε στον χώρο αυτό; Αισθάνομαι μια χαρά. Μονάχα λίγο κουρασμένος. Αναρωτιέμαι τί γυρεύω εδώ πέρα;»
«Είχες ένα ατύχημα, παλικάρι μου. Σοβαρό! Ένα χτύπημα στο κεφάλι, αν θυμάσαι; Θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε πολύ χειρότερα, μην ανησυχείς όμως, είσαι πολύ τυχερός. Θαρρώ πως όλα πήγανε καλά για την υγεία σου. Μισό λεπτό να φωνάξω τον γιατρό. Αυτός ξέρει καλύτερα». Είναι φειδωλή και πολύ βιαστική.
Την κοιτάζω να απομακρύνεται την ώρα που προσπαθώ να επεξεργαστώ και να αποκρυσταλλώσω τα λόγια της. Στο νοσοκομείο ε; Απίστευτο! Να βρεθώ εδώ εγώ που ποτέ δεν αντιμετώπιζα πρόβλημα υγείας; Το μνημονικό μου ανατρέχει στη συναισθηματική φόρτιση που βίωσα στη λίμνη Μουτσάλια, στην παρότρυνση της Φανής να μη δώσω το τελειωτικό χτύπημα στον Δημητρό, στον αδερφικό μου φίλο που εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία μου στο πρόσωπό της και άνανδρα μου επιτέθηκε και με έριξε κάτω… για φαντάσου, τελικά κατέρρευσα από το πάθος μου για τη Φανή, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μου συνέθλιψε την καρδιά κι ας δέχτηκα το πλήγμα στο κεφάλι! Αυτή είναι που λύγισε στην πραγματικότητα. Ίσως το μεγαλύτερο κακό να το έκανα τελικά στον εαυτό μου.
Όσο κι αν προσπαθώ να ξεχάσω, δε με αφήνει το θυμικό μου. Ο νους μου, μα πιο πολύ η πληγωμένη μου καρδιά με οδηγούν εκεί, στο περιστατικό που παραλίγο να μου στοιχίσει τη ζωή. Αυτή την εκτίμηση κάνω. Την ώρα που εγώ συλλογίζομαι εκείνες τις στιγμές, εμφανίζεται η νοσηλεύτρια, ακολουθείται από έναν βραχύσωμο άντρα με ένα κομψό μουστάκι και με βλέμμα σπινθηροβόλο. Είναι μεσήλικας αλλά καλά κρατημένος από ότι παρατηρώ.
Μου χαμογελάει. «Καλώς τον!» λέει και εγώ αναρωτιέμαι αν με καλωσορίζει επειδή συναντιόμαστε ή επειδή επέστρεψα από τον άλλο κόσμο. Θα μείνω με την απορία…
«Πώς αισθάνεσαι σήμερα;» με ρωτάει και αμέσως μετά αρχίζει ένα παιχνίδι ερωταπαντήσεων που μου γεννά προβληματισμούς. Νομίζω πως απευθύνεται σε μικρό παιδί. Δοκιμάζει τη μνήμη μου. Απορώ γιατί το κάνει αυτό; Στη σημαντικότερή μου ερώτηση είναι φειδωλός, αποφεύγει με περίτεχνο τρόπο να μου εγγυηθεί αν θα μπορέσω να έχω μια φυσιολογική ζωή στη συνέχεια. Εγώ επιμένω.
Αρκείται να μου απαντήσει πως είναι πολύ νωρίς ακόμα για να εικάζουμε, αλλά είναι αισιόδοξος. Το καλό είναι πως η βλάβη στο κεφάλι μου δεν είναι μεγάλη, το αντίθετο. Το θέμα είναι κυρίως ψυχολογικό! Τί άλλο θα ήταν; σκέφτομαι αποκρύβοντας τα συναισθήματά μου. Αλλά και πάλι, πρέπει να ακολουθήσω κάποιες οδηγίες που καθοριστικές θα είναι για να επανέρθω στην πρότερή μου, όπως λέει ο γιατρός, κατάσταση.
Τι να σου πει ο άνθρωπος; Θεός είναι για να ξέρει τα μελλούμενα; Ύστερα είναι και το άλλο: Ενώ για μένα αποτελεί ένα συνταρακτικό γεγονός, το επεισόδιο που είχα, για τον γιατρό είναι η καθημερινότητά του. Τόσα που έχουν δει τα μάτια του, πως να μιλήσει ξεκάθαρα; Μοιραία οι δύστηνές μου σκέψεις με οδηγούν στο παρελθόν. Στα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου. Όλα τους μαύρα νομίζω πως είναι. Από πουθενά δε βλέπω φως…
Λίγο πριν αποχωρήσουν, με ένα νεύμα μου στη νοσοκόμα, αφήνω να εννοηθεί πως κάτι θέλω να τη ρωτήσω.
Μου χαμογελάει, πράγμα που επιδρά ευεργετικά πάνω μου. «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι, νεαρέ μου;»
Πόσο μελιστάλακτη! Άκου «νεαρέ μου»… πραγματικά ξέρει πως να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται όμορφα. «Μπορείτε να μου πείτε αν κατά το διάστημα της νοσηλείας μου με επισκέφτηκε μια κοπέλα ξανθιά; Έχω την αίσθηση πως κάποια στιγμή την είδα. Μόνο που δεν ξέρω αν την είδα στο ξύπνιο μου ή την ονειρεύτηκα».
Χαμογελάω και εγώ με τη σειρά μου. Μόνο που το δικό μου χαμόγελο είναι γεμάτο αμηχανία.
Σοβαρεύει. Μια σκιά ανησυχίας διαβάζω στο βλέμμα της. Με κοιτάει με συμπάθεια. «Από όσο ξέρω εγώ, καμιά ξανθιά κοπέλα δεν ήρθε να σε δει, παλικάρι μου. Μην ανησυχείς όμως, ακόμα κι αν τη φαντάστηκες και δεν την είδες, δεν έγινε και τίποτα. Προφανώς ήσουν ακόμα επηρεασμένος από τον τραυματισμό που είχες. Συγνώμη, πρέπει να φύγω, ε; Εσύ ξεκουράσου λίγο. Να δεις που όλα θα πάνε καλά!»
Με χτυπάει στην πλάτη με συμπάθεια και με ξαπλώνει όπως και νωρίτερα στο μαξιλάρι μου. Κλείνω τα μάτια… χάνομαι.
Οι ώρες περνούν βασανιστικά αργά, κλείνω ένα εικοσιτετράωρο, όπως υπολογίζω, εδώ μέσα, μπορεί και όχι, στα νοσοκομεία ο χρόνος κυλάει διαφορετικά. Είμαι φυλακισμένος σε ένα μέρος όπου μόνη συντροφιά μου είναι οι τέσσερις καταθλιπτικοί τοίχοι που με περιστοιχίζουν.
Όχι ακριβώς, είναι και ένα όμορφο βάζο με λουλούδια που κάποιος τα τοποθέτησε στο διπλανό κομοδίνο. Προφανώς την ώρα που εγώ κοιμόμουν. Τα άνθη τους τα πολύχρωμα, δίνουν λίγη ζωντάνια στο μίζερο κελί μου. Τα κοιτώ και τα ξανακοιτώ, έχω κολλήσει τα μάτια μου πάνω τους.
Ένα χτύπημα στην πόρτα με κάνει να ξυπνήσω από τον λήθαργο της ανίας στον οποίο έχω περιέλθει. Μισοκοιμισμένος σκέφτομαι να πω, εμπρόοος, όπως απαντάω στο τηλέφωνο, αλλά θυμάμαι τη χλεύη της Φανής όταν με άκουγε και αποφεύγω να μιλήσω.
Κοίτα να δεις… κατά φωνή. Ναι, είναι η Φανή αυτή που μπαίνει στο δωμάτιό μου, με ένα χαμόγελο τόσο μεγάλο, τόσο υπέροχο! Βαδίζει με σίγουρα, σταθερά βήματα προς το μέρος μου. Είναι όπως πάντα εντυπωσιακή. Έρχεται να με δει ντυμένη με χρώματα φωτεινά, πάλι καλά που δε φοράει μαύρα, προφανώς δεν ήρθε για να πενθήσει το τέλος των ψευδαισθήσεών μου… απότοκο της συμπεριφοράς της, κολάσιμη για μένα, στη λίμνη.
Φοράει ένα λευκό μπουφάν, κάθεται τέλεια πάνω της, και ένα γκρι τζιν, σαν νύφη στολίστηκε, λες να έρχεται απευθείας από το δημαρχείο; Να μου αναγγείλει το ευχάριστο γεγονός του γάμου της με τον Δημητρό; Έτοιμος είμαι να σαρκάσω, τελευταία στιγμή συγκρατιέμαι. Τί κάνει εδώ πέρα, άραγε; Δε μπορώ να καταλάβω.
«Καλώς την!» λέω, χρησιμοποιώντας τα ίδια λόγια με τον γιατρό που με εξέτασε, κάποιες ώρες νωρίτερα. Πόσες άραγε;
Οι κινήσεις της εξακολουθούν να είναι αποφασιστικές, γεμάτες ζωτικότητα, εγώ από την άλλη είμαι τόσο νωθρός. «Σώτο μου, αγόρι μου… πόσο πολύ χαίρομαι που είσαι καλά. Δεν ξέρεις πόσο τρόμαξα όταν έχασες τις αισθήσεις σου… πέρασαν τόσες μέρες κι ακόμα δε μπορώ να συνέρθω!»
Ούτε εγώ μπορώ να συνέρθω. Δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Τί μου λέει; Είναι η Φανή; Δεν την αναγνωρίζω. Τόσο εκδηλωτική; Μήπως ονειρεύομαι; Η φωνή της ηχεί σπασμένη και με διακοπές, είναι ολοφάνερη η συγκίνησή της. Μα καλά, πώς;
Εστιάζω στο σημείο που ανέφερε πως πέρασαν τόσες μέρες. Τελικά, πόσες μέρες είμαι εδώ; Ε, ευκαιρία είναι να μάθω τώρα τον ακριβή αριθμό.
«Πόσες μέρες, Φανή; Εγώ δε θυμάμαι, δυστυχώς». Κρατάω τα χείλη κλειστά, αλλά μεγαλώνω τη γραμμή τους όσο μπορώ για να προσδώσουν στο ύφος μου συμπάθεια για το ενδιαφέρον της.
«Δεν είμαι σίγουρη, τέσσερις, πέντε; Αλίμονο… Κατατρόμαξα, Σώτο μου. Αν πάθαινες κάτι, δεν ξέρω πως θα μπορούσα να ζήσω». Από το δεξί της μάτι ξεπηδάει ένα δάκρυ που παίρνει να κυλάει αργά, αργά προς το μάγουλό της.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω με θόρυβο. Την περιεργάζομαι από την κορυφή ως τα νύχια. Ανάμεικτα αισθήματα με κατακλύζουν. Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό από τότε που μπήκε στη ζωή μου και την έκανε ρημαδιό.
«Τί θέλεις, Φανή; Γιατί ήρθες;» Μπαίνω κατευθείαν στην ουσία. «Θέλω να μου μιλήσεις έξω από τα δόντια, χωρίς υπεκφυγές σε παρακαλώ. Όπως καταλαβαίνεις δε με παίρνει άλλο να αποδέχομαι αμφίσημα λόγια». Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα.
Μένει για λίγες στιγμές, που μοιάζουν με αιωνιότητα, αμίλητη. «Ωραία λοιπόν, θα σου μιλήσω όπως ακριβώς μου ζήτησες. Έξω από τα δόντια!» Το γνωστό μειδίαμα ζωγραφίζεται στα χείλη της.
«Σ’ αγαπώ, Σώτο, δε μπορείς ούτε να φανταστείς πόσο πολύ! Ναι, τώρα όλα είναι ξεκάθαρα… από τη στιγμή που σε είδα πεσμένο στο χώμα και με χαμένες τις αισθήσεις, σοκαρισμένη από τον τραυματισμό σου, συνειδητοποίησα πως δε μπορώ άλλο να υποκρίνομαι, θέλω να είμαι μαζί σου, μόνο μαζί σου! Όποιο τίμημα κι αν χρειαστεί να πληρώσω γι’ αυτό! Νομίζω πως εσύ το γνώριζες πάντα. Ίσως εκεί να αποδίδεται και η επιμονή σου να με κάνεις δική σου. Με ξέρεις καλύτερα από τον καθέναν, όπως και εγώ εσένα.
»Αλίμονο, εθελοτυφλούσα, αν και το ήξερα κι εγώ πως είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, απέφευγα με κάθε τρόπο τη δέσμευση. Ήξερα καλά πως ο μόνος που θα μπορούσε να κατακτήσει την καρδιά μου ήσουν εσύ… κι όμως, προσπαθούσα να σε απομακρύνω από κοντά μου με κάθε τρόπο. Ξέρεις γιατί; Φοβόμουν, Σώτο. Ναι φοβόμουν, αλλά και θύμωνα πολύ! Πάρα πολύ!»
Έχω σαστίσει μ΄ αυτά που ακούω.
«Να λοιπόν γιατί σου φερόμουν τόσο άσχημα, φοβόμουν! Και ξέρεις γιατί; Γιατί πίστευα πως δε μου άξιζε το υπέρτατο δώρο της αγάπης. Γνωρίζεις πως δεν είμαι και το καλύτερο παιδί, έχω πολλά ελαττώματα. Η στάση που κρατούσα απέναντί σου ήταν ένα είδος αυτοτιμωρίας για μένα. Πίστεψε με! Υπάρχει και κάτι άλλο. Η συμπεριφορά μου εκτός από αυτοτιμωρία ήταν και αυτοάμυνα. Αλλά αυτό μικρή σημασία έχει τώρα πια.
Έλα όπως που είμαι και εγώ άνθρωπος… έχω και ευαισθησίες, Σώτο, ναι! Τις έκρυβα, ειδικά από σένα, αλλά ακόμα, ακόμα και από μένα. Δεν είχα την τόλμη να τις αποκαλύψω, να τις αφήσω να ξετρυπώσουν από εκεί που τις είχα θαμμένες. Κάπου στο πίσω μέρος της καρδιάς μου. Εκεί όπου τις κλείδωσα για να μη βλέπω πόσο πολύ σε θέλω, σε ποθώ!
Όμως… όμως όταν αντιλήφθηκα πως σε χάνω, όλα άλλαξαν μέσα μου. Τότε, τη στιγμή που όλα κατέρρεαν, κατάλαβα πως μαζί με σένα πήγαινα και εγώ να χαθώ».
Ένας λυγμός ξεφεύγει από τα στεγανά της απάθειας που είχαν στηθεί μέσα της χρόνια ολόκληρα και αναδύεται από το στόμα της που πρώτη φορά, ίσως, δε στάζει χολή και αλαζονεία. «Συγχώρησέ με για το κακό που σου έκανα. Σε παρακαλώ… σε εκλιπαρώ… Δώσε μου μια δεύτερη ευκαιρία. Ναι αγόρι μου, είμαι στα αλήθεια έτοιμη να τα παρατήσω όλα και να σε ακολουθήσω παντού. Όπου θέλεις εσύ, όπως μου ζήτησες στον Γράμμο».
Ξεροκαταπίνει γεμάτη φόρτιση συναισθηματική και συνεχίζει: «Ποτέ… ποτέ δε θα με αγαπήσει άλλος όπως εσύ. Κανείς δε θα κάνει ό,τι έκανες εσύ για μένα. Είδα με τα μάτια μου πόσο πολύ με αγαπάς… Τώρα είναι η σειρά μου να ανταποδώσω, να μάθεις και εσύ πόσο πολύ σ’ αγαπώ εγώ! Είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλο».
Σκύβει προς το μέρος μου και τα χείλη της αγγίζουν τα δικά μου. Όσο κι αν το θέλω δεν ανταποκρίνομαι στο κάλεσμά της, όποιο και αν είναι αυτό. Η καρδιά μου η αδύναμη βροντοκοπάει μέσα στο στήθος μου. Πόσες φορές την πλήγωσε τη φουκαριάρα; Με κοιτάει απορημένα.
«Μου λες μ΄ αγαπάς, πως είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο… αν ισχύει αυτό, τότε γιατί δεν το έβλεπες τόσα χρόνια, Φανή; Αλήθεια τώρα το συνειδητοποίησες; Δεν έβλεπες πως αρρώσταινα κάθε που με απαρνιόσουν; Πώς μπορούσες να ψαλιδίζεις τα όνειρά μου; Δεν γνώριζες πως πετούσα από χαρά κάθε φορά που ερχόσουν κοντά μου και μου έδινες ελπίδες;»
Η φωνή μου έχει βραχνιάσει από τη συγκίνηση, κάπου κάπου πνίγεται πίσω από τον πόνο. Έχω ακόμα το κουράγιο να μιλάω.
«Ψέματα! Όλα ψέματα! Έπαιζες μαζί μου. Παιχνιδάκι στα χέρια σου ήμουν. Και εσύ τόσο άκαρδη που ούτε στιγμή δε λογάριασες τα αισθήματα που έτρεφα για σένα. Ναι, έχεις δίκιο, ποτέ κανείς δε θα σε αγαπήσει όπως εγώ. Κανείς δε θα μπορούσε να σκοτώσει και δε θα σκοτωθεί για να κερδίσει την αγάπη σου. Μόνο εγώ!»
Από τα μάτια μου ξεχύνονται δάκρυα. Με έκπληξη και τρόμο βλέπω το ίδιο να συμβαίνει με τα δικά της. Γιατί;
«Με πρόδωσες, Φανή! Με πρόδωσες περισσότερες από μία φορές. Και εγώ ο ανόητος πάντα σε συγχωρούσα και ξεσπούσα στους άλλους την οργή μου. Ενώ η μόνη που έφταιγε ήσουν εσύ, μόνο εσύ! Και εγώ που έμενα προσκολλημένος πάνω σου».
Έχει μείνει άναυδη. Δεν περίμενε από μέρους μου τέτοιο ξέσπασμα. Αιφνιδιασμένη ολοφάνερα προσπαθεί να μου εξηγήσει. «Ήμουν μπερδεμένη, το έβλεπες… μη μου το αρνείσαι. Δε θέλω άλλοθι, θέλω δικαιοσύνη. Μη με κατακρίνεις και κυρίως μη με καταδικάζεις! Άσε με Σώτο να σου αποδείξω πόσο πολύ σε αγαπώ. Σε παρακαλώ, άσε με…» Έχει γίνει κάτωχρη. Η εικόνα της πραγματικά με θλίβει. Τη λυπάμαι! Μου παρουσιάζει μια διαφορετική πτυχή του χαρακτήρα της, πολύ πιο ανθρώπινη.
Δεν έχω αμφιβολίες τώρα πια, την πιστεύω. Είναι ειλικρινής. Όχι, δεν προσπαθεί να με παραπλανήσει, είμαι τόσο σίγουρος. Ποτέ στο παρελθόν δεν μου έδειξε αυτό της το πρόσωπο. Ρουθουνίζω και ταυτόχρονα σκουπίζω τα δάκρυά μου με την αναστροφή του χεριού μου. Ένας ακόμα λυγμός βγαίνει μέσα από το στήθος της, σχεδόν ταυτόχρονα ένα νυγμός στα αριστερά του θώρακά μου με συνεφέρνει, ώρα είναι να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
«Ξέρεις τι πιστεύω, Φανή; Πως δεν υποκρίνεσαι! Όχι, όχι! Ξέρεις, όμως, ποιο είναι το θέμα; Η καρδιά μου θρυμματίστηκε. Όταν μου φώναξες πως αγαπάς τον Δημητρό, σκότωσες ό,τι καλό είχα μέσα μου. Πρέπει να φύγεις όχι γιατί δε μ΄ αγαπάς, αλλά γιατί εγώ δε μπορώ τώρα πια να σε αγαπήσω όπως πριν. Όχι μονάχα εσένα! Κανέναν! Δεν απέμεινε τίποτα μέσα μου… τίποτα όμορφο που να μπορώ να σου το χαρίσω με όλη μου την ψυχή. Όπως τόσα χρόνια ήθελα να κάνω. Λυπάμαι, με τελείωσες!»
Θεέ μου, πώς μπορώ να της μιλάω έτσι; Για μια ακόμα φορά αυτοκαταστροφικός. Θύμα και θύτης ξανά ο ίδιος μου ο εαυτός. Τα χείλη μου ανοίγουν και μετά αργά αργά σφαλίζουν, τα δόντια μου μονάχα ακούω να κροταλίζουν. Επανέρχεται εκείνο το τρέμουλο στο δεξί μου χέρι. Ένας κόμπος στον λαιμό και ένα σφίξιμο στο στήθος είναι τα σημάδια, τα προειδοποιητικά μηνύματα καλύτερα, που μου στέλνει ο οργανισμός μου πως κάτι δεν πάει καλά.
Ένας λυγμός βγαίνει και από τα δικά μου κατάβαθα αυτού που οι άνθρωποι λένε ψυχή, με βοηθάει να βρω το κουράγιο και να συνεχίσω. «Τι κρίμα που άργησες τόσο πολύ να το καταλάβεις… δηλαδή έπρεπε να φτάσω στο έσχατο σημείο, να τεθεί σε θανάσιμο κίνδυνο η υγεία μου, για να αποφασίσεις και να μου δείξεις πως μ΄ αγαπάς;» Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει, πώς να αντέξουν τα καημένα;
Ήταν βλέπεις οι φανοστάτες της αδιαφορίας της και τώρα οι πληγές που τόσα χρόνια πυορροούσαν από την ασπλαχνία της, αποβάλουν όσα σηψαιμικά υπολείμματα απέμειναν να με κάνουν να υποφέρω.
«Ξέρεις, αν άκουγα αυτά τα λόγια από το στόμα σου λίγες μέρες πριν, θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Με διαφορά μάλιστα! Τίποτα άλλο δε ζητούσα ποτέ μου, μόνο την αγάπη σου. Όχι, όχι έτσι όπως εγώ σε αγάπησα. Αυτό είναι ανέφικτο. Μόνο λίγη προσοχή να μου έδειχνες, να με νοιαζόσουν και όταν μου έλεγες σ΄ αγαπώ να το διάβαζα στα χείλη σου μα πιο πολύ στην καρδιά σου. Όπως κάνεις τώρα…
»Μόνο που άργησες πολύ Φανή, πολύ! Τώρα όλα είναι αλλιώς. Ίσως γιατί προτού χρησιμοποιήσεις μια ωραία λέξη, πρέπει να της κάνεις προηγουμένως χώρο για να ταιριάξει μέσα στην ψυχή σου. Εσύ ποτέ δε διέθεσες χώρο για τους άλλους, μόνο για τον εαυτό σου είχες να δώσεις, για τους άλλους, για μένα, τίποτα! Απολύτως τίποτα».
Τέτοια καταπόνηση ποτέ δεν αισθάνθηκα. Μου φαίνεται πως το ταβάνι αρχίζει να γυρίζει… τα βλέφαρά μου, κατακουρασμένα, πάνε να κλείσουν. Προλαβαίνω μόνο να κοιτάξω την όψη της, είναι καταρρακωμένη, κυριολεκτικά συντετριμμένη.
Έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό, να με κοιτάζει και να μην πιστεύει στ’ αυτιά της. Δεν ξέρει τι να πει. Τη συναισθάνομαι, νιώθω και ’γω να λυγίζω έτσι που τη βλέπω σιωπηλή, καταστεναχωρημένη. Μου είναι γνωστό αυτό το στάδιο, το έχω βιώσει μαζί της πολλές φορές. Όμως… όμως… άδειασε το μέσα μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βρίσκω το θάρρος να συνεχίσω.
«Πήγαινε, Φανή… πήγαινε στον Δημητρό. Μην τον προδώσεις πάλι, σε αγαπάει. Σε αγαπάει πολύ, ίσως όχι όσο εγώ, αλλά κοντά του δε θα σου λείψει τίποτα. Θα έχεις αυτό που επιζητούσες, ασφάλεια». Αυτό το τελευταίο το γνωρίζω πως έμοιαζε με μπηχτή για τα λόγια που μου είπε στον Γράμμο, αλλά δεν ήταν.
Πιστεύω πως είναι το καλύτερο γι’ αυτήν. Όχι, δε μπορώ να παίξω με τα αισθήματά της, ποτέ δε θα μπορέσω. Ακόμα την αγαπώ. Ποτέ δε θα πάψω. Μόνο που πρέπει να φύγει. Είναι το καλύτερο για μένα, ενδεχομένως και για κείνη.
Άξαφνα ξεσπάει σε αναφιλητά. Δεν την αναγνωρίζω. «Μη με διώχνεις, Σώτο, μηηη! Συγχώρησέ με για το κακό που σου ’κανα, άσε με να σου δείξω μια άλλη Φανή. Αυτή που πραγματικά είμαι».
Και να ήθελα να μιλήσω δε θα ήταν δυνατό. Τα λόγια μου πνίγονται στην οδύνη. Στον πόνο του αποχωρισμού που έχω πάρει απόφαση πως είναι μονόδρομος για μας. Κουνάω μονάχα το κεφάλι δεξιά αριστερά.
Ξεθώριασε η κοιλάδα που με αναστάτωνε όμορφα και στις κόγχες της τώρα απέμεινε ο οδυρμός. Κουνάει και κείνη το κεφάλι πάνω κάτω, φαίνεται πως μόλις το πήρε και αυτή απόφαση.
Έρχεται κοντά μου, ναι, κατάλαβε πως οι δρόμοι μας που ποτέ δεν ανταμώσανε, αλλά πολύ συχνά ήταν παράλληλοι, ήρθε η ώρα να χωρίσουν. Με αγκαλιάζει και το καυτό της μέτωπο ακουμπάει στο δικό μου. Κοίτα να δεις… ποτέ δεν αισθάνθηκα πιο κοντά της. Δε μας ενώσανε οι χυμοί του έρωτα και το καταφέρανε, δυο συντετριμμένους ανθρώπους, τα δάκρυά μας που κυλάνε μαζί σαν νεροσυρμές στα μάγουλά μας.
«Θα φύγω… το βλέπω κι εγώ τώρα πως δε μπορούμε να είμαστε μαζί. Πριν βγω για πάντα από τη ζωή σου, θέλω μονάχα να σου πω κάποια πράγματα, ίσως μπορέσεις επιτέλους να με νιώσεις.
Με αποκαλείς εγωίστρια, πως ενδιαφέρομαι μονάχα για τον εαυτό μου. Μήπως, όμως, έχεις και εσύ συμβάλλει σ’ αυτό; Αναρωτήθηκες ποτέ, αν ο τρόπος που με πλησίαζες δεν ήταν ο ενδεδειγμένος; Εγώ ξέρεις τί καταλάβαινα; Πως με επιθυμούσες μονάχα για την εμφάνισή μου, ποτέ για την προσωπικότητά μου. Δε μου φερόσουν σαν μια κοπέλα που αγαπάς, αλλά σαν ένα αντικείμενο του πόθου που θα ικανοποιούσε τις σεξουαλικές σου ορέξεις. Αυτό αντιλαμβανόμουν.
Ακόμα και τη μέρα που κάναμε έρωτα, σαν αγρίμι έπεσες πάνω μου να με κατασπαράξεις. Με θεωρούσες τρόπαιο, ένα στοίχημα! Δε με έβλεπες σαν μια κοπέλα που επιζητούσε να αγαπηθεί. Με ξένισε η ορμή σου. Εγώ επιθυμούσα κάτι διαφορετικό. Αλλά εσύ, δυστυχώς, με έχεις συνδυάσει με κάτι άλλο. Κάτι που σου ξυπνούσε άγρια ένστικτα!
Γι’ αυτό σου μίλησα με τον τρόπο που σου μίλησα. Ήμουν απογοητευμένη. Με πείραξε πάρα πολύ η αλαζονεία σου. Να γιατί στην ειρωνική σου παρατήρηση απάντησα πως η καρδιά μου παραμένει αδήωτη. Γιατί η συμπεριφορά σου ήταν απαράδεκτη. Αυτό βέβαια ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα λάθη μου. Σε πλήγωσα! Όπως έκανες και εσύ. Δε μου βγήκε σε καλό.
Την Ελπίδα την έβλεπες με άλλο μάτι. Ήσουν προστατευτικός, τρυφερός… τρελαινόμουν όταν σε έβλεπα να την έχεις μη στάξει και μη βρέξει. Θύμωνα και πικραινόμουν. Ναι Σώτο, ήταν και αυτός ένας λόγος που σε απέφευγα, που ήμουν επιφυλακτική, με απωθούσε η ιδέα να με θέλεις μόνο για τα φυσιογνωμικά μου χαρακτηριστικά, για τα σωματικά μου κάλλη.
Ξέρω πως αυτά, στο πέρασμα του χρόνου, σβήνουν. Εγώ ήθελα να με θέλεις για πάντα, όχι μέχρι να χαθεί η ομορφιά μου. Δε μου έδειχνες πως με θέλεις αληθινά. Μόνο το έλεγες…
Ξέρεις και κάτι ακόμα; Μου λες πως άδειασες μέσα σου από κάθε καλό συναίσθημα, επειδή πάνω στον Γράμμου σου είπα πως αγαπώ τον Δημητρό για να μην τον σκοτώσεις! Δε σκέφτηκες, ανόητε, πως αυτή ήταν η μόνη επιλογή που είχα για να σε εμποδίσω; Πώς αλλιώς θα σε έπειθα να μην τον χτυπήσεις;
Και ναι, αναγκάστηκα να σου πω ψέματα, ήταν βλέπεις ο μόνος τρόπος για να μη σε χάσω. Αν σου έλεγα πως σ΄ αγαπώ, επειδή σε ξέρω πολύ καλά, θα πίστευες το αντίθετο, ουσιαστικά θα σε ωθούσα να το κάνεις. Δυστυχώς έτσι προχωρούσε πάντα η σχέση μας… άλλα λέγαμε και άλλα εννοούσαμε.
Όσο για τις συμβουλές σου, κράτα τες για τον εαυτό σου. Ποτέ δεν αγάπησα τον Δημητρό, αυτόν, ναι, τον χρησιμοποίησα, όπως έκανα νωρίτερα με τον Άρη και αργότερα με τον Χρόνη. Τους χρησιμοποιούσα όπως ακριβώς έκανες και εσύ με την Ελπίδα, για να σε κάνω να ζηλέψεις. Από σένα το έμαθα αυτό.
Εσύ έκανες την καρδιά μου να σπαράζει κάθε που τη χαϊδολογούσες και στα κρυφά, υποτίθεται, τη φιλούσες. Μην πω τι άλλο έκανες… Με πλήγωνες και ανταπέδιδα, η ανόητη. Και κάτι τελευταίο: Όχι, δε θα παντρευτώ έναν άνθρωπο που δεν αγαπώ. Και τον Δημητρό δεν τον αγαπώ. Δεν τον αγάπησα ποτέ! Άλλος μου έκλεψε την καρδιά.
Ακόμα και εκεί, στη Μουτσάλια, ό,τι σχεδίαζα απέβλεπε να σε φέρει κοντά μου και όχι να σε διώξει. Αρραβώνα σκόπευα να εξαγγείλω, όχι γάμο, γαμώτο. Για να σου δώσω χρόνο να πάρεις τις πρωτοβουλίες να με κάνεις δική σου. Με τον σωστό τρόπο αυτή τη φορά. Με αγάπη, όχι με πάθος που αργά ή γρήγορα χάνεται.
Κάτι ακόμα, τελευταίο: Ούτε εγώ σε πίστευα όταν μου έλεγες πως μ΄ αγαπάς, στον Γράμμο. Πώς να σε πιστέψω που με παρατούσες σύξυλη για να πας να ξεπλύνεις το παντελόνι της Ελπίδας, πες μου πώς;» Πνίγεται στους λυγμούς.
Με φωνή που μοιάζει απόκοσμη από την ένταση, μου λέει: «Δεν πρόδωσα εγώ, Σώτο! Δεν πρόδωσα! Αντίο, δε θα σε ξεχάσω ποτέ».
Δε μου δίνει το περιθώριο να αντιδράσω, φεύγει τρέχοντας και με λυγμούς, εγώ έχω μαρμαρώσει στη θέση μου. Είμαι σοκαρισμένος.
Και κάπως έτσι, κρατώντας τις αναμνήσεις, τους εγωισμούς, τις λάθος ερμηνείες και επιλογές, αποχαιρετίζονται δυο δυστυχισμένοι άνθρωποι. Δυο άνθρωποι που έχασαν την ευκαιρία.
Φεύγει, θωρώ την κοψιά της με βαθιά προσήλωση για να την αποτυπώσω στη μνήμη μου. Ξέρω πως ποτέ δε θα την ξεχάσω. Με έχει σημαδέψει για πάντα. Μήπως κάτι αντίστοιχο δεν είχε συμβεί παλιότερα με την Ελπίδα; Κοίτα να δεις… η ιστορία επαναλαμβάνεται με εμένα πρωταγωνιστή μιας ακόμα τραγωδίας. Είμαι ράκος.
Σκοτεινιάζει η ψυχή μου η συλημένη από της Φανής το μαράζι και μαζί της, άγνωστο πώς; με έκπληξη διαπιστώνω πως πέφτει σκοτάδι και έξω στον υπαίθριο χώρο του νοσοκομείου. Γεμάτος περιέργεια τραβώ στην άκρη την κουρτίνα από το παράθυρο που βρίσκεται δίπλα μου και αυτό που βλέπω στο καθρέφτισμα του τζαμιού με καθηλώνει στη θέση μου.
Είναι το είδωλο του Αναξαγόρα που για μια ακόμα φορά μου παρουσιάζεται, και, σαν κατοπτρισμός του σκιερού μου εαυτού, περιέργως, μου χαμογελά και επιδοκιμαστικά θαρρώ, το αναγνωρίζω στο ύφος του, μου αφήνει να καταλάβω πως έπραξα σωστά που ζήτησα από τη Φανή να φύγει.
Δεν αποτραβάω το βλέμμα μου, είμαι αποφασισμένος να ξεκαθαρίσω την κατάσταση, μήπως και μπει μια τάξη στο διασαλευμένο κατά πως φαίνεται μυαλό μου. Θέλω να δω αν θα παραμείνει η εικόνα του για όση ώρα τον κοιτάζω και δε θα χαθεί έτσι στα ξαφνικά από τα μάτια μου.
Είμαι πεπεισμένος τώρα πια πως πίσω από το ομοίωμα του σεβάσμιου, τον καιρό που ζούσε, αυτού ανθρώπου, κρύβεται το δικό μου καταχθόνιο προσωπείο. Και ενώ εξακολουθώ να κοιτιέμαι ασκαρδαμυκτί με τον Αναξαγόρα, να μη μου χαθεί όπως συνηθίζει, κάποιο εκτυφλωτικό αντιφέγγισμα, κάτω στο δρόμο, μου αποσπά την προσοχή.
Αυτό ήταν, όταν επαναφέρω τα μάτια μου στο μυστηριακό είδωλο που καιρό τώρα ταλανίζει τις σκέψεις μου και με κάνει να ακροβατώ μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, έχει εξαφανισθεί. Αλίμονο θα μείνω πάλι με την απορία. Τουλάχιστον σήμερα, σε αντίθεση με τις άλλες φορές, φαίνεται να επικροτεί την επιλογή μου. Παρόλα αυτά μόνο ευχάριστα δεν αισθάνομαι.
Και τώρα τί; Αναρωτιέμαι κοιτώντας και πάλι το περιβόητο βάζο. Αφήνομαι σε σκέψεις που γεννούν μεμψιμοιρία και αμέσως μετά μελαγχολία που και αυτή με οδηγεί στα όρια του παραλογισμού. Μήπως έχω καταφέρει να αποδράσω και ποτέ από αυτόν;
Όλα μου φταίνε. Ανατρέχω στα γεγονότα παίρνοντάς τα από την αρχή. Μου μπαίνουν υποψίες καθώς ξεδιπλώνω νοερά την πορεία μου στο χρόνο. Με βοηθό την καλή μου ακόμα μνήμη, προχωρώ σε μια αναδρομή όλων των σημαντικών περιστατικών που με έφεραν ως εδώ. Αρχίζω να αμφιβάλλω για τον εσωτερικό μου κόσμο, για την ύπαρξη μου την ίδια. Ίσως να με βοηθούσε ένα ποτηράκι ουίσκι να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, αλλά πού να το βρω τώρα;
Αλκοόλ, ε; Από τότε που ανακατεύτηκε στο αίμα μου, αναδεύτηκαν φαντάσματα και διάφορα αποκυήματα της φαντασίας μου. Κι αν απόδιωχνα τις ερινύες πίνοντας, με έπαιρναν από πίσω και με ακολουθούσαν κατά πόδας τα φαντάσματα.
Κι αν τελικά τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως εγώ τα φαντάζομαι; Αν είμαι σαλεμένος και όλα τα αφηγήματα που έχω χτίσει για να πορευτώ στη ζωή, η ίδια η ιστορία μου, αυτή που βιώνω με τόσες δυσκολίες και που τόσο με ταλανίζει, είναι απλά γέννημα του αρρωστημένου μου νου; Ένα ανοσιούργημα στον χρόνο που αδυνατώ να αντιληφθώ; Μα ναι, δε γίνεται να είναι διαφορετικά.
Γιατί προσκολλήθηκα σε μια γυναίκα που πάντοτε μου γυρνούσε την πλάτη; Που έφτασα στο σημείο να σκοτώσω άνθρωπο για χάρη της; Να σκοτώσω; Θεέ μου! Τί ψυχή θα παραδώσω; Προσπαθώ να θυμηθώ τη στιγμή που με συριστική φωνή παρότρυνα τον Άρη να πηδήξει από το μπαλκόνι της τρισκατάρατης εκείνης οικοδομής.
Ποτέ δεν ξεκαθάρισα στο μυαλό μου αν έπεσε μονάχος του ή αν σε μια στιγμή παράνοιας, τον κλώτσησα εγώ από πίσω για να βουτήξει στο κενό, την ώρα που μόνο η Φανή έβλεπε. Η Φανή που έγινε συνένοχος και συμμέτοχος σ΄ αυτό το μύχιο, το τρομερό μυστικό, με τη φωνή της, με την καθοδήγησή της. Αλίμονο, είτε έτσι είτε αλλιώς εγώ προκάλεσα τον θάνατό του.
Για ποια Φανή μιλάω; Γι’ αυτήν που πάντα με πρόδιδε; Που σαν το πήρα απόφαση πως δε χωράει στον δικό μου μικρόκοσμο, ικετευτικά μου ζητούσε να τη συγχωρήσω; Όχι, δε μπορεί να είναι αληθινό όλο αυτό που ζω; Κάποιος παίζει παιχνίδια μαζί μου.
Κι ύστερα μπαίνει στη ζωή μου η Ελπίδα! Σαν πικραλίδα που τη βλέπεις και καμία σημασία δεν της δίνεις, τουλάχιστον στην αρχή, και ξαφνικά γίνεται ο άνθρωπος που μου έχει σταθεί πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο. Και τί της επέστρεψα; Απογοήτευση και προδοσία. Είναι δυνατόν να είμαι τόσο ποταπός; Τόσο λίγος;
Μήπως η εμφάνισή της είναι το αυτό-μαστίγωμα που επέβαλλα στον εαυτό μου; Να τον τιμωρήσω για έναν ακόμα λόγο; Μα είναι προφανές! Να πως εξηγείται η αποχώρισή της από την Καστοριά. Πλάστηκε από τον βδελυρό μου νου μόνο και μόνο για να υποφέρω. Θα μου πεις, έτσι γίνεται με τις πικραλίδες. Διαλύονται και με μια εκπνοή σου. Τόσο αδύναμες…
Ο Αναξαγόρας πάλι; Που μου εμφανίζεται στις αντανακλάσεις και τους κατοπτρισμούς των γυάλινων επιφανειών, που χάνεται πίσω από τις σκιές τις αμφιβολίας, που με κοιτάζει με ύφος βλοσυρό και που οι συμβουλές του θαρρείς και βγαίνουν από τα βάθη της ψυχής μου;
Όχι, δε μπορεί να υπάρχει αυτός ο άνθρωπος, μπορεί να μην υπήρξε και ποτέ, μοιάζει περισσότερο σαν την ενσάρκωση της συνείδησής μου. Είναι η απεικόνιση της κρυμμένης μου τιμιότητας, η προσωπίδα που μου γνέφει την ηθική μου κατάπτωση.
Κι εγώ; Εγώ ο αχρείος, πώς μπορώ να κάνω τόσο τραγικά λάθη; Πώς μπορώ να λατρεύω μια γυναίκα που με αγνοεί και να αγνοώ μια γυναίκα που με λατρεύει; Ναι, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι απρόβλεπτες, όσο οξύμωρο και αν φαίνεται μπορεί ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που διαπνέονται από ετερόκλητα συναισθήματα, να προκληθεί εξάρτηση στο ένα μέλος αυτής της ετεροβαρούς σύνδεσης, ακόμα κι αν αποκομίζει αδιαφορία από το άλλο, αλλά σε τόσο βαθμό πια;
Η Ελπίδα ήταν για μένα ό,τι εγώ για τη Φανή. Το στήριγμα, η προσωποποίηση της αφοσίωσης, ήταν ακόμη η αγνότητα, το ίδιο το όνομά της, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Αν είμαι αυτός που εικάζω, ένας άνθρωπος που την αγάπησε πολύ, πώς μπόρεσα να την προδώσω τόσο εύκολα; Και τώρα; Τώρα που μου αποκάλυψε τη συνταρακτική αλήθεια η Φανή, γιατί την άφησα να φύγει;
Κι ο έρωτας; Και με τις δυο, την πρώτη τουλάχιστον φορά που έκανα σεξ, με τη Φανή τη μία και μοναδική, ήμουν μεθυσμένος! Είναι δυνατόν; Λες όλα αυτά να μη συνέβησαν ποτέ; Να μην απόλαυσα την αγνότητα της σωματικής επαφής, μήτε και το πάθος των από χρόνια διψασμένων για συνεύρεση, κορμιών;
Λες να είμαι κάποιος άλλος; Ένας τύπος που ίσως μετά από ένα ατύχημα, σαν αυτό στον Γράμμο, έπεσα σε κόμμα και όλα αυτά που νομίζω πως ζω δεν είναι παρά οράματα; Φαντασιοπληξίες ή ονειροπολήσεις;
Πάει, έχω αποτρελαθεί!
Η απρόσμενη, όχι και τόσο εδώ που τα λέμε, είσοδος της συμπαθέστατης νοσηλεύτριας με βγάζει από το παραλήρημά μου. Χαμογελαστή καταφτάνει κοντά μου. «Σου έχω ευχάριστα νέα, λεβέντη μου». Φωνάζει! «Αλλά θα σου τα πω στο αυτί για να μη μας ακούσει κανείς». Σκύβει και μου λέει χαμηλόφωνα, εμφανώς χαρούμενη:
«Ξανθιά μπορεί να μην ερχόταν να σε δει, αλλά εκείνη η μελαχρινή η κούκλα, ξεροστάλιαζε μέρα νύχτα έξω στα στασίδια, και κάθε τόσο ρωτούσε για την κατάσταση της υγείας σου. Και όσο της λέγαμε πως δεν έχουμε νεότερα, τα μάτια της βούρκωναν. Σήμερα, όμως, πριν λίγο που ξαναήρθε και που της μήνυσα πως βρήκες επιτέλους τον εαυτό σου, είδα φλόγες να βγάζουνε ευτυχίας. Αλλά να μη στα πολυλογώ. Είναι έξω και κάθεται κυριολεκτικά σε αναμμένα κάρβουνα, ντρέπεται να μπει, να τη φωνάξω δυο λεπτά να μιλήσετε, ε;»
Δεν περιμένει την απάντησή μου, κατευθύνεται προς την πόρτα.
Φτάνοντας στη μέση του δωματίου, σταματάει, επιστρέφει και μου ψιθυρίζει ξανά. «Είναι μια κούκλα! Σωστό λουλούδι! Σαν αυτά που έβλεπες όλη την ώρα, στο βάζο. Α, και το ανθοδοχείο δικό της είναι. Για να σου φέρει τύχη, για να ανθίσει στην καρδιά σου η ελπίδα, μου είπε σαν μου το έδωσε στα χέρια».
Είμαι συγκλονισμένος. Από τη συγκίνηση δε μου βγαίνει φωνή. Συγκαταβατικά κουνώ το κεφάλι. Ίσα που καταφέρνω να ψελλίσω. «Πείτε της σας παρακαλώ να περάσει».
Χαμογελάει. Φτάνει μέχρι την πόρτα τη μισάνοιχτη, κοιτάει έξω και με ένα νεύμα της κάνει νόημα να έρθει.
«Είναι αυτή που περίμενες νεαρέ μου;»
Κουνάω καταφατικά το κεφάλι. Ναι είναι αυτή που περίμενα… αυτή που πάντα περίμενα. Χρόνια ολόκληρα μη σου πω.
Στέκεται μπροστά από την πόρτα, με κοιτάζει με μάτια βουρκωμένα. Λαμπυρίζουν αγάπη! Τρέμω σύγκορμος. Λαλιά δε μου έχει μείνει να την προϋπαντήσω. Μόνο να τη θωρώ και να τη θαυμάζω μπορώ.
Έρχεται προς το μέρος μου με ασταθή βηματισμό, τρεκλίζει θαρρώ! Κοίτα να δεις… και εγώ που νόμιζα πως χάνεις το βήμα σου μόνο από το αλκοόλ. Φαίνεται το ίδιο αποτέλεσμα έχει στην ισορροπία του σώματος και η μέθη του έρωτα. Δε σε κρατάνε τα πόδια σου. Πέφτει πάνω μου και με γεμίζει φιλιά. Δεν της λέω τίποτα, ούτε και αυτή. Ακούγονται μονάχα τα αναφιλητά χαράς της και μερικοί αναστεναγμοί ανακούφισης, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πόνου και δυστυχίας. Τα μάτια μου γυαλίζουν, έχουν πλημμυρίσει αισιοδοξία.
«Έξι μέρες! Έξι μαρτυρικές μέρες που μου φάνηκαν μια αιωνιότητα, Σώτο. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα όταν μου είπαν πως η βλάβη που σου προκάλεσε το χτύπημα δεν ήταν σοβαρή, όπως έδειξε η αξονική τομογραφία. Δε μπορείς να φανταστείς και πόσο τρόμαξα όταν μου είπαν πως από το χτύπημα είχες απώλεια μνήμης. Πως επαναλάμβανες συνεχώς τα ίδια πράγματα, ξανά και ξανά χωρίς να συνειδητοποιείς τι κάνεις».
Μένω έκπληκτος. Έτσι εξηγείται γιατί και η νοσηλεύτρια και ο γιατρός με ρωτούσαν διαρκώς συγκεκριμένα πράγματα. Μου φαινότανε αστείο που μου φερόντουσαν σαν μικρό παιδί, κι όμως, με δοκιμάζανε. Θέλανε να διαπιστώσουν αν επανήρθα, αν ανέκτησα πλήρως τη μνήμη μου.
Σκυθρωπιάζω γιατί περνάει από το μυαλό μου η εικόνα της συμπαθούς νοσοκόμας, σαν την ρώτησα αν με είχε επισκεφτεί μια ξανθιά κοπέλα… συνοφρυώθηκε στη στιγμή. Ίσως πίστεψε πως η αμνησία συνέχιζε να επηρεάζει τη νόηση μου. Προφανώς αυτή την ερώτηση της έκανα συνέχεια.
Θεέ μου, ακόμα και το υποσυνείδητό μου είχε διαβρωθεί από τη Φανή. Είμαι εμποτισμένος από την ύπαρξή της. Ανοιγοκλείνω τα μάτια για να αποδιώξω κάθε άλλη έγνοια. Μένω προσηλωμένος στην Ελπίδα.
Επιτέλους Ελπίδα, στο πλάι μου, στην αγκαλιά μου, στη ζωή μου.
Φοράει ένα μαύρο τζιν παντελόνι και μια μπλούζα σε μια γλυκιά βαθυκόκκινη απόχρωση. Άλικο το χρώμα της αθωότητας. Ασυναίσθητα κάνω συνειρμούς. Ίσως γι’ αυτό ερχόταν στο νου μου συνεχώς η συγκεκριμένη πρόταση, ήταν η νοσταλγία που με κατηύθυνε. Αυτό το σενάριο το προτιμώ πολύ περισσότερο, θέλω να είμαι με την Ελπίδα, όχι με τη Φανή!
Έχει ξαπλώσει δίπλα μου, το κεφάλι της ακουμπάει στον ώμο μου, θεέ μου, είναι εδώ μαζί μου… κοίτα να δεις, είμαι ο πιο τυχερός και ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Είμαι καλά, πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι καλά. Η Ελπίδα δεν ήθελε με τίποτα να μου λύσει την απορία, πώς στο καλό βρέθηκε στο διάβα μου την κατάλληλη στιγμή, ένα βήμα πριν από την καταστροφή μου;
Επέμεινα πολύ για να μου μιλήσει, παρόλο που το απέφευγε με κάθε τρόπο, κάποτε μου άνοιξε την καρδιά της και με βοήθησε με τη διήγησή της να κατανοήσω το μέγεθος του προβλήματός μου, αλλά και πόσο πολύ μ’ αγαπούσε, ακόμα και τον καιρό που ήτανε μακριά μου.
Μου είπε, με φωνή σπασμένη από τη φόρτιση, πως αποφάσισε να παρατήσει τη δουλειά της στη Θεσσαλονίκη και να έρθει κοντά μου, σαν έμαθε από κοινούς γνωστούς μας πως είχα πάρει τον κατήφορο, πως βρισκόμουν ένα βήμα πριν από τον αλκοολισμό, πως το γραφείο μου, ειδικά τον τελευταίο καιρό, παρέμενε για μέρες κλειστό, πως συχνά μιλούσα μόνος μου και καμιά φορά η συμπεριφορά μου, όπως της είπανε, δε ταίριαζε με λογικού ανθρώπου.
Μου εξομολογήθηκε ακόμα πως πριν τη συνάντησή μας έξω από το εμπορικό, με είχε παρακολουθήσει μερικές φορές αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να μου μιλήσει. Όπως τότε, στο Ντουλτσό, που μόνο τυχαία δε βρέθηκε μπροστά μου όταν γλίστρησα και ξύπνησα στο παγκάκι. Αυτή ήταν που με μετέφερε εκεί, υποβασταζόμενο.
Μου μιλούσε διαρκώς αλλά εγώ από το μεθύσι έλεγα ασυναρτησίες. Θέλησε να με βάλει μέσα στο αμάξι μου και να με πάει σπίτι μου, όμως ήμουν ανένδοτος. Φώναζα να με αφήσει ήσυχο και να σηκωθεί να φύγει. Φάντασμα την έλεγα που στοιχειώνει τα όνειρά μου. Μου είπε πως την άγγιζα για να δω αν είναι αληθινή και ακόμα κι όταν ένιωθα τη σάρκα της στα χέρια μου δεν το πίστευα.
Ψέματα! Ούρλιαζα, είναι ψέματα! Δεν υπάρχεις! Αναγκάστηκε να με ακουμπήσει στο παγκάκι. Εκεί με πήρε ο ύμνος. Ξημέρωσε δίπλα μου κι όταν κάποτε κατάλαβε ότι άρχισα να κουνιέμαι και να συνέρχομαι από το μεθύσι, απομακρύνθηκε αθόρυβα από κοντά μου. Κρυμμένη πίσω από μια γωνιά με είδε να επιβιβάζομαι στο αυτοκίνητό μου και να φεύγω.
Το ίδιο συνέβη και στη Μητροπόλεως, λίγες μέρες αργότερα. Με είδε που μπήκα στο ζαχαροπλαστείο και με κρυφοκοίταζε από την παλιά κατοικία απέναντι από τον κινηματογράφο Ολύμπιο. Το σπίτι ανήκε σε έναν κατάκοιτο συγγενή της που της έδωσε κλειδιά για να του ρίχνει κάπου κάπου καμιά ματιά. Παραφυλούσε τα βήματά μου, διψούσε να με βλέπει, στη βιάση της αποκάλυψε τη θέση της και μου έδωσε το έναυσμα να βγω να την αναζητήσω.
Εγώ ο ανόητος υποψιαζόμουν πως είναι αυτή αλλά δεν είχα το σθένος να το πιστέψω. Ήμουν αδύναμος. Ήμουν και χαμένος στον κόσμο μου. Παρόλα αυτά πήρα απόφαση να ελέγξω για να δω αν ήταν ιδέα μου ή υπαρκτό το πρόσωπο που εντόπισα στη βεράντα. Ξέφυγε βγαίνοντας από την πίσω πόρτα της οικίας -δεν το ήξερα ότι είχε και άλλη έξοδο- και μετά με πήρε στο κατόπι.
Τρόμαξε όταν με είδε ανάμεσα στους παρίες, θρήνησε μέσα της τη χαμένη μου ψυχή. Στην αγωνία της πάνω ξεμύτισε πίσω από το δέντρο και τότε ήτανε που μπόρεσα να την ξαναδώ. Έτρεξα ξοπίσω της αλλά πρόλαβε να κρυφτεί.
Μόνο όταν με είδε, στην παραζάλη της μέθης και εκείνου του τσιγάρου που μου προκαλούσε έντονο ίλιγγο, να πέφτω λιπόθυμος, δεν άντεξε, μου φανερώθηκε και πάλι, με σήκωσε για μια ακόμα φορά και με έβαλε στο αυτοκίνητό μου. Με έφερε στο σπίτι μου και μετά, λίγο πριν τα χαράματα, σίγουρη πως είμαι καλά, έφυγε.
Κοίτα να δεις… κι εγώ ακόμα δε θυμάμαι τίποτα. Πικραλίδα να σου πετύχει.
Όταν ολοκλήρωσε την αφήγησή της, θυμάμαι δάκρυα ξεχύθηκαν από τα μάτια μου. Προσπάθησα να τα κρατήσω αλλά τα σκούπισε με τα χείλη της. Θεέ μου, τόση λατρεία… μου γεννήθηκαν πρωτόγνωρα συναισθήματα. Αργότερα αντιλήφθηκα πως έτσι νιώθουν οι άνθρωποι που αγαπάνε με όλη τους την ψυχή.
Έχουν περάσει έξι μήνες από τότε, το πλήγμα που δέχτηκα ξεχάστηκε, οι γιατροί επαληθεύτηκαν όταν με διαβεβαίωναν πως η ζωή μου θα συνεχίσει να είναι φυσιολογική και δε χρειάζεται να κάνω κάτι διαφορετικό από όσα συνήθιζα. Εγώ, όμως, επέλεξα να τα αλλάξω όλα. Έχω κόψει μαχαίρι το πιοτό, τα φαντάσματα έπαψαν να με κυνηγούν, ο Αναξαγόρας αναπαύεται εν ειρήνη στη λήθη της περασμένης και τόσο μακρινής, έτσι μου φαίνεται, ζωής μου.
Ο Δημητρός δε μου το συχώρησε ποτέ που πλάγιασα με τη Φανή. Μια φορά που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, σε κεντρικό σημείο της πόλης, κοντοστάθηκε και με κοίταξε με μάτια άδεια από αισθήματα.
Τον κατανοώ, τον πρόδωσα και προδόθηκα πρωτύτερα εγώ από αυτόν. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε. Ξέρω πως, περνώντας ο καιρός, θα πάψει να με μισεί. Το συναίσθημα όμως που θα τον συντροφεύει δε θα είναι το καλύτερο, αδιαφορία θα λέγεται και ίσως είναι χειρότερο από όλα.
Η Φανή το είπε και το έκανε: Χώρισε με τον Δημητρό και τώρα είναι ελεύθερη να με δεσμεύει με τύψεις. Είναι ακόμα θυμωμένη. Με αποφεύγει! Το ίδιο και εγώ. Τώρα ξέρω γιατί μου έκλεψε την καρδιά. Δεν ήταν το αντίθετό μου, το ετερώνυμο που με έλκυε. Ήταν που έβλεπα σ΄ αυτήν, αδιόρατα, τον ίδιο μου τον εαυτό.
Είναι το ίδιο αυτοκαταστροφική, το ίδιο ευάλωτη, με τις αδυναμίες της, τα ελαττώματά της… κι ενώ το διέβλεπα αδυνατούσα να το εμπεδώσω. Να τη λυτρώσω και να λυτρωθώ. Τρεις φορές συναντηθήκαμε στη μικρή μας πόλη, τυχαία, κι ούτε βλέμμα δεν ανταλλάξαμε. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Ακόμα αισθάνομαι ανασφάλεια όταν τη συναντώ, ανησυχώ μήπως αποτολμήσει να με προκαλέσει, να δει αν μπορεί ακόμα να με έχει του χεριού της. Πολύ φοβάμαι πως θα δυσκολευτώ να αντισταθώ και να μην υποκύψω στον πειρασμό.
Μπααα, αυτή τη φορά, σήμερα, είμαι βέβαιος και αύριο αλλά και στο μέλλον, οι αντοχές μου θα αποδειχτούν πανίσχυρες. Δεν κάνει για μένα αυτή η κοπέλα, ούτε εγώ για κείνην. Οι δυο μαζί δημιουργούμε έναν τρομακτικό συνδυασμό.
Μια θρυαλλίδα που ικανή είναι από στιγμή σε στιγμή να πυροδοτήσει την έκρηξη και να φέρει την καταστροφή. Όχι, δε θα την αφήσω να γκρεμίσει ό,τι πιο όμορφο είχα ποτέ.
Κι όμως, ποτέ δε θα πάψω να αναρωτιέμαι γιατί ήρθε εκείνο το βράδυ στο σπίτι μου και, επιτακτικά θαρρείς, διεκδίκησε από μένα σαρκική επαφή; Ποιο ήταν το κίνητρό της και που αποσκοπούσε; Με ποθούσε ή έπαιζε με τα αισθήματά μου; Δε θα μάθω ποτέ!
Δε θα μάθω ποτέ ή μήπως, όταν κάποτε ωριμάσουν οι συνθήκες, μου εκμυστηρευτεί τις προθέσεις της; Ναι, είναι μια θρυαλλίδα ικανή να προκαλέσει ανάφλεξη και καταστροφή, αλλά και πόσο γλυκό, αλησμόνητο ήταν το πολυπόθητο εκείνο αντάμωμα των κορμιών μας…
Συγκατοικώ με την Ελπίδα, σκεφτόμαστε να το προχωρήσουμε, να παντρευτούμε, υπάρχει απίστευτη χημεία μεταξύ μας. Δεν το κρύβω, είμαι ευτυχισμένος. Άγνωστο το συναίσθημα αυτό για μένα και τώρα που το βιώνω το απολαμβάνω σαν τρελός. Δεν το περίμενα, ίσως και να μην το αξίζω… αλλά και πάλι όλοι δικαιούμαστε μια δεύτερη ευκαιρία, μια καινούργια αρχή.
Είμαι τυχερός, το ξέρω. Βρέθηκε στο δρόμο μου ένας καταπληκτικός άνθρωπος, μια κοπέλα που μου χάρισε ένα νέο ξεκίνημα, πιο ελπιδοφόρο. Ναι, όλα τα οφείλω στην Ελπίδα!
Ένα κορίτσι που μου φαινόταν τόσο αδύναμο κάποτε, ένα κορίτσι που μπήκε στη ζωή μου από του διαόλου, της Φανής δηλαδή, τα σκορπίσματα και της καρδιάς τα σπινθηρίσματα, και δειλά-δειλά, σαν μια φοβισμένη πικραλίδα, κατάφερε να της δώσει νόημα και να σπείρει μέσα μου αυτό που οι άνθρωποι περισσότερο από κάθε τι άλλο επιζητούμε… αγάπη!
Ξυπνώ τη νύχτα κάθυγρος, κάθε νύχτα! Το τρέμουλο στο χέρι μου επανήρθε. Γιατί άραγε; Τη βλέπω να μου χαμογελάει ή και να οδύρεται, κλαίγοντας να μου λέει πως εγώ είμαι αυτός που πρόδωσε και όχι εκείνη. Μου απλώνει το χέρι και έτοιμος είμαι να σηκώσω και εγώ το δικό μου και να το πιάσω.
Και καθώς νιώθω να λυγίζω από τον πόνο, από τη θλίψη, κοιτώ στο διπλανό μαξιλάρι την Ελπίδα και αγαλλιάζω, γιατί ξέρω πως είναι δίπλα μου αυτή που με γαληνεύει, που κατευνάζει τον φουρτουνιασμένο μου χαρακτήρα, αλλά και πάλι δεν καταφέρνω να αποβάλλω τις ανησυχίες που με περιζώνουν.
Γνωρίζω καλά πως είμαι θύελλα και όχι νηνεμία, για πόσο ακόμα θα μπορεί να ημερεύει το μέσα μου; Μα πως είμαστε έτσι οι άνθρωποι;
Τη μια στιγμή στέκουμε καμαρωτοί, καμαρωτοί μέσα στης ευτυχίας τα χλοερά λιβάδια και μετά, εκεί που λες πως όλα πάνε καλά, με ένα φύσημα από εκεί που δε μπορείς να φανταστείς, εκεί που δεν ξέρεις από που θα ’ρθει ή θα φανεί -σαν τη Φανή ένα πράγμα- σκορπίζουμε ό,τι όμορφο στους πέντε ανέμους. Όμοιοι είμαστε τελικά με ΠΙΚΡΑΛΙΔΕΣ!
Τέλος