Στα φρυγμένα μονοπάτια του χωριού, στους κακοτράχαλους αγροτικούς δρόμους, λιάζονται φίδια στις χωμάτινες κοιλότητες που σημαδεύτηκαν και βάθυναν από τα πατήματα τροχοφόρων οχημάτων, και κάπου κάπου, εκεί, στις άκρες των ατραπών, αλλάζουν το δέρμα τους και διαπνέονται από την επιθυμία να αναζωογονηθούν ̶ γιατί όχι και να αναγεννηθούν. Τι ωραία που απεκδύονται με φυσικό τρόπο η φθορά και το σαθρό…
Αρουραίοι κρύβονται στους αγρούς φοβούμενοι την μήνη των ερπετών ή καλύτερα την ακόρεστη πείνα τους για λουκούλλεια γεύματα με μενού τα ίδια τα, ανεπιθύμητα για τους αγρότες, ζωντανά. Μια αλεπού περιφέρεται άσκοπα στο χωράφι μας, εκείνο με τη μεγάλη καρυδιά στην άκρη και το μικρό χαντάκι που οριοθετεί τα σύνορα με τον δύστροπο γείτονά μας. Βγήκε για κυνήγι και στο σεργιάνι της σκορπίζει τρόμο στους δύσμοιρους υποψήφιους στόχους της. Όλα τα πλάσματα σε τούτη την πλάση έχουν τη νέμεσή τους. Έχω και γω τη δική μου.
Κάπου εκεί, καταμεσής της ατίθασης φύσης, συναντώ τον εαυτό μου να περιπλανιέται ακανόνιστα και με ύφος απλανές, στα κυματοειδή γεννήματα της γης. Ακροπατώ σε έδαφος που σπαρταράει από αδημονία να με αρπάξει και να με αφομοιώσει στο παρακμασμένο του μέστωμα.
Πώς να λησμονήσω τον Αναξαγόρα που έλεγε με στόμφο κοιτώντας τον εαυτό του σε μιας τζαμαρίας την αντανάκλαση «Γίνηκα παραγινωμένος καρπός, ζαρωμένος και σπίλος για την όμορφη ετούτη πλάση»;
Και, σαν τα λόγια του σφάλιζε στα χείλη, ξάνοιγε τα χέρια και σαν άνεμος περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό του, και μου ’δινε να καταλάβω πως ξεχύνονταν νοερά και ευαρεστημένα, έτσι για να ξεγελάσει λιγάκι του νου τις βαριές έγνοιες, στις όμορφες γειτονιές του κόσμου.
Αλωνιστικές μηχανές ακούγονται υπόκωφα, ο αχός έρχεται από μακριά καθώς οι θηρευτές σαρώνουν τα σπαρτά και απομυζούν τους καρπούς με το ταραχώδες πέρασμά τους. Οι χρυσαφένιοι στοχαστές λυγάνε στου αγεριού το φύσημα και τα στάρια λικνίζονται και επιδέξια ακουμπάνε στη γη, που ανυπομονεί να ξεφορτωθεί το περίσσιο βάρος και να ανανεωθεί σαν θεριστεί ο γινωμένος καρπός͘ στα δικά μου ασταθή βήματα, σε χωράφι δουλεμένο από χέρι και από μόχθο ανθρώπινο.
Αμέτρητοι μικροσκοπικοί κλέφτες, με ένδυμα τη γυμνή τους φύση, άοκνοι, μαυροφορεμένοι κουβαλητές, μεταφέρουν τρόφιμα σε αποθηκευτικούς χώρους βαθιά μέσα στο χώμα. Τα πόδια μου μυρμηγκιάζουν και εμένα, και ας μην έχω καμιά σχέση με τα συμπαθή έντομα, φιδοσέρνομαι βλέπεις στις καυτές πέτρες, τις φυτεμένες σε στενωπούς δυσκολοδιάβατους, πατώντας με πονεμένα πέλματα, γυμνά στις φτέρνες και πληγιασμένα.
Βουίζει η πλάση με τα γεννήματά της, και ο συρφετός μου φέρνει θυμήσεις από αλλοτινές εποχές. Νοσταλγώ το παρελθόν, μα κι εκείνο όταν το ζούσα πάντα είχα έναν κρυφό πόνο, έναν σύντροφο παντοτινό. Ξεροκαταπίνω και γλύφω τα στεγνά μου χείλη, τα σκασμένα από το αγέρι και από την απελπισία που χρόνους πολλούς με περιζώνει.
Το μάτι μου ακολουθεί τη γραμμή του ορίζοντα, ανταμώνει η ώχρα των σπαρτών με το γλαυκό του ουρανού και από το αντάμωμά τους γεννιούνται καταπράσινες συστοιχίες δέντρων͘ και εκεί, ανάμεσά τους, γνωρίζω πως κελαρυστός περνάει ένας από τους παραπόταμους του Αλιάκμονα.
Αχ, να γινότανε ν’ άπλωνα τη χούφτα μου και από τη δροσιά του λίγη ελπίδα να έπαιρνα κι εγώ. Δροσοσταλίδες κυλούν από τα φύλλα νωρίς την αμφιλύκη, μόνο που εγώ δεν είμαι εκεί να ξεδιψάσω λίγο και μόνο στη θέα τους.
Ο ήλιος υποδαυλίζει το δέρμα μου και πυρώνει το χρώμα του λίγο πριν μαυρίσει και γίνει όμοιο με της ψυχής μου τα αποκαΐδια. Η ανάσα βγαίνει βαριά από τα πνευμόνια μου. Ικανός είμαι να ακούω τους παλμούς της καρδιάς μου να βροντοχτυπάνε στον θώρακα για να σπάσουν το φράγμα που τους φυλακίζει μέσα σε τοίχους αδιαπέραστους.
Τρεκλίζω, είμαι ανήμπορος να συνεχίσω. Κοντοστέκομαι, σκύβω, και οι παλάμες μου βρίσκουν στήριγμα στα τρεμάμενα γόνατά μου. Πτυχώσεις βαθιές, από νεροσυρμές παλιές, χαράζουν τα πατήματα που παίρνω, και η πρόσβαση γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Το πέρασμα, άνυδρο και σκαλισμένο από πολυποίκιλες κακουχίες.
Δεν είναι το σώμα που έχει καταπονηθεί και με εμποδίζει να διαβώ το μονοπάτι, είναι που λιποψύχησα από του χρόνου τις ανίατες πληγές, από τις χρυσαφένιες συρραφές που κάνουν τη ζωή μου μάταιη. Γιατί άλλος χαίρεται τα χρυσοποίκιλτα χαρίσματα του κόσμου, τα μεταμορφωμένα σε μούσες κατάξανθες και θεϊκές, μα με άσπλαχνη καρδιά. Αλίμονο, σε μένα η μοίρα έφερε το ανήλιο και σκιώδες… πότε θα φανεί, επιτέλους, μια μέρα λιόχαρη;
Δεν αντέχω άλλο. Πέφτω στο χώμα που με προσμονή με περιμένει, πρόθυμο να ανοίξει και να με καταπιεί. Έτοιμος είμαι να κλείσω τα μάτια. Εικόνες περνούν μπρος από τους καστανούς, φθινοπωρινούς και αποσαθρωμένους μου οπτικούς φακούς͘, συφοριασμένες. Θέλω να αφεθώ, να εγκαταλείψω, είμαι χαμένος σε αυτοκαταστροφικές σκέψεις και αιτία είναι ένας ροδοκόκκινος, πελιδνός στο χρώμα, ολετήρας.
Τα ματόκλαδά μου τρεμοσβήνουν σαν του κεριού τα αχνά και τρεμάμενα φεγγίσματα, αλλά προλαβαίνω να δω τις προσπάθειες ενός αρουραίου να γλυτώσει από το στόμα ενός φιδιού που τον γράπωσε, μια πέτρα που λειάνθηκε από του ήλιου τα καμώματα, ένας καρπός που είναι ώρα να παραδοθεί βορά στη μοίρα του. Ξεφυσάω πιότερο δυνατά και από του ανέμου τα σκιρτήματα.
Είμαι ένα βιβλίο παλαιό, από εκείνα με τα κιτρινισμένα φύλλα, τα φτιαγμένα από λεπτά ελάσματα που είναι έτοιμα να διαλυθούν στο χέρι. Έχω εξώφυλλο χοντρό, περίτεχνα φτιαγμένο, με έξοχο χρύσωμα, καμωμένο με τη μέθοδο της θερμοτυπίας. Φλογίζομαι έτσι όπως εντυπωμένο είναι απάνω μου, μέσα μου, σε όλο μου το είναι, το όνομά της. Με κυριεύει ο βιβλιοδέτης της ζωής μου, η Φανή.
Κρεμάω τα χέρια και πέφτω ανάσκελα, ανίκανος να ελέγξω το σώμα και το πνεύμα. Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε. Ακούω στην αρχή τιτιβίσματα πουλιών και, αμέσως μετά, ένα φτερούγισμα κάπου εκεί κοντά.
Ανοίγω τα βλέφαρα με ένα πετάρισμα και αντικρίζω τη θωριά της. Σαν μια νεράιδα που ήρθε να με επισκεφτεί στα τελευταία μου, η δική μου συλφίδα που αγνόησε την κέλτικη μυθολογία και εμφανίστηκε στον μικρόκοσμό μου για να με βασανίζει με την αέρινη κοψιά της.
Στο όραμά μου, λίγο πριν αποχαιρετήσω τον μάταιο τούτο κόσμο, μου χαμογελάει. Το πρόσωπό της φωτεινό, βλέπω το άλως του ήλιου στα χρυσαφένια της μαλλιά. Απρόσμενα το χέρι της συναντάει το δικό μου και με τραβάει ελαφρά, παροτρύνοντάς με να σηκωθώ.
Έλα… έλα κοντά μου. Ένα πετάρισμα των ματιών και συνέρχομαι. Κρατάω το είδωλό της μπρος μου και δεν το αφήνω να μου ξεγλιστρήσει.
Ταράζομαι, ξυπνάω από το παραλήρημά μου και πηγαίνω στο μπάνιο συνοφρυωμένος. Για μια ακόμα φορά είμαι κατακλυσμένος από τη Φανή. Τη Φανή, που με καταδιώκει στο ξύπνιο μου μα και στο ονειροπόλημά μου τώρα πια. Νίβω με μανία το πρόσωπό μου. «Κοίτα μούτρα!» μονολογώ απογοητευμένος καθώς τρίχες λευκές και αξύριστες μολύνουν το παρουσιαστικό μου με τα σημάδια της γήρανσης.
Περνάω τα χέρια μου στους κροτάφους και μουσκεύω τα μαλλιά μου στα πλαϊνά σημεία του κατάφυτου κρανίου μου. Είναι και αυτά χιονονιφάδες σε μαύρο λοφίο. Δεν υπάρχει διάθεση για δουλειά. Είμαι ακόμα σε διακοπές όπως αναγράφεται στην πινακίδα έξω από την πόρτα του γραφείου μου. Επιστρέφω τη Δευτέρα και έχουμε ακόμα Παρασκευή. Ανάθεμα αν θα επιστρέψω ποτέ.
Με πήρε το απόγευμα, γυρνοβολώ στα σοκάκια της πόλης. Πέρασα από τα λιθόστρωτα της περιοχής του Νουλτσό χαζεύοντας τα αρχοντικά της περιοχής. Στα μικρά τα παραθύρια, στα ψηλά τα περβάζια, βλέπω κιγκλιδώματα να κλειδώνουν τα όνειρα πίσω από κουρτίνες αραχνοΰφαντες, παραπετάσματα που αποκόπτουν της καρδιάς τις ανυπόταχτες επιθυμίες να φλογίσουν ελευθερία.
Είμαι και εγώ φιγούρα αλλοτινής εποχής, ένας λευκός άγγελος που μαύρισε από την πολυκαιρία. Βρίσκομαι έξω από ενδιαίτημα φανταχτερό, με της χλιδής τα πολυποίκιλτα στολίδια, όπως αυτά που ομορφαίνουν λίγες μονάχα κατοικίες.
Χώνομαι βιαστικά στην πλατεία και, κάτω από τις φλαμουριές, αναζητώ προστασία από τις τελευταίες φωτοσκιάσεις του ουράνιου αστεριού. Συναισθηματικά φορτισμένο και αυτό από την ψυχολογική μου κατάσταση, με αποχαιρετά με άλικες πινελιές πάθους, ίσως και πόνου.
Παιδικές φωνούλες σπάζουν τις εσώψυχες σιωπές μου και γίνονται άθελά τους αντισώματα της μοναξιάς και της μελαγχολίας μου. Χαμογελώ. Αφήνω τον χρόνο να παγιδευτεί στις ονειροπολήσεις μου. Γνωρίζω πως κάπου εδώ κοντά έχει σπίτι αυτός, ο φίλος μου ο αδελφικός. Ο κλέφτης των ονείρων μου.
Παρακολουθώ τα πιτσιρίκια να διασκεδάζουν και τους γονείς τους να συζητούν μεγαλόφωνα και κάπου κάπου να στριγκλίζουν για να επαναφέρουν τα βλαστάρια τους στην τάξη.
Ούτε που κατάλαβα πως βρέθηκε δίπλα μου. Με τρόμαξε χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο.
«Πώς είσαι; Έχω να σε δω από τη Ζάκυνθο».
Λιοπερίχυτες ανταύγειες λούζουν το πρόσωπό της. Είναι εμφανή τα σημάδια του ήλιου στα χαρακτηριστικά της. Τα απομεινάρια των διακοπών, συλλογίζομαι. Άλλοι μαυρίζουν στο σώμα και άλλοι στην ψυχή, συνεχίζω νοερά το σκεπτικό μου.
«Καλά είμαι. Προσπαθώ να επανενταχθώ στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Ευτυχώς μεσολαβεί το σαββατοκύριακο και θα ανακτήσω τους συνήθεις ρυθμούς μου. Εσύ, είσαι καλά;»
«Καλά είμαι και γω. Μονάχα λίγο πικραμένη».
Μου δίνει λαβή να ρωτήσω. Αν και ξέρω εκ των προτέρων τί θα πει. Μέσα μου μαίνεται μια μάχη, θέλω και δε θέλω να ακούσω. «Πικραμένη, γιατί;» Υποκρίνομαι τον ανήξερο. Ένας επιτηδευμένος μορφασμός από μέρους μου, είμαι σίγουρος πως επιβεβαιώνει την υποτιθέμενη άγνοιά μου.
Στο καμπαναριό του μεταβυζαντινού ναού, απέναντι από το παγκάκι που ξαποσταίνω, χάσκουν από κάθε πλευρά του κτίσματος ανοιχτά αψιδωτά κενά, τρία τέσσερα μέτρα πάνω από το έδαφος, τα διαπερνούν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου και δεσμεύουν το βλέμμα μου που αγκυλώνεται στα πορφυρά λαμπυρίσματα. Στρέφω τα μάτια μου προς εκείνη και θαρρώ κοιτώντας τα κατάξανθα μαλλιά της πως είναι αντιφεγγίσματα ηλιαχτίδων που ξεχάστηκαν σε τόπο λησμονημένο από το χρόνο.
Χαμογελάει σιβυλλικά. «Εσύ ξέρεις καλύτερα!»
Κουνάω αργά και συγκαταβατικά το κεφάλι.
Ναι, ξέρω!
«Μα καλά, γιατί φερόσουν μ’ αυτό τον τρόπο στη Ζάκυνθο; Είχες ξεπεράσει κάθε όριο. Μου λες πως είσαι πικραμένη αλλά γνωρίζεις καλύτερα από μένα πως η θέση μου είναι δύσκολη. Κανονικά η δική σου θα έπρεπε να είναι δυσκολότερη. Μου προξενεί εντύπωση η συμπεριφορά σου. Δείχνεις να έχεις άγνοια κινδύνου. Είσαι μια θρυαλλίδα έτοιμη να τα τινάξει όλα στον αέρα». Το χέρι μου ακουμπάει στο πιγούνι μου και αισθάνομαι την αξυρισιά μου.
Αναφαίνεται στα χείλη της ένα φεγγοβόλημα, το χαμόγελό της, απαύγασμα της αθωότητας͘ με παραπλανάει και πάλι. «Μην είσαι κουτός… ήθελα να δοκιμάσω τις αντοχές σου ανόητε, τις αντοχές σου».
Στα λαμπυρίσματα των ματιών της παρατηρώ μικρές σπίθες φωτιάς. Καθώς μου τις μεταλαμπαδεύει, φλέγομαι και εγώ από επιθυμία να την αρπάξω και να την τραντάξω σύγκορμη. Να τη ρωτήσω με την τρεμάμενη από οργή και πάθος φωνή μου: «Τί σου έκανα και με βασανίζεις έτσι, μωρέ; Πες μου τί;»
Μου έρχεται να την πνίξω. Απλώνω τα χέρια μου, όχι για να τη βλάψω(πώς θα μπορούσα άλλωστε να της κάνω κακό;), μόνο για να την αγγίξω, να χαϊδέψω τα χρυσοκέντητα μαλλιά της, να της πω πως ποτέ δε θα πάψω να τη σκέφτομαι και… και να την αγαπώ!
Τα χέρια μου πλησιάζουν στο πρόσωπό της, όσο είμαι έτοιμος να αγγίξω τα πανέμορφα μάγουλά της ̶ μόνο που δεν απέμεινε τίποτα στο σημείο εκείνο. Χρυσόσκονη έγινε στη στιγμή η ελπίδα μου και στη θέση της τώρα χάσκει το κενό που απορρέει από μέσα μου.
Ακούω μια φωνή σαν θρόισμα, από αυτά που κάνουν τα νυσταλέα δέντρα αργά τη νυχτιά για να καληνυχτίσουν τους διαβάτες. Μου λέει ψιθυριστά, όπως τότε, στα αλαργινά, τα παιδικά μου χρόνια: Δε θα γίνω ποτέ δική σου. Θα είμαι το όνειρο που ποτέ δε θα αγγίξεις.
Αφήνω το κεφάλι μου να πέσει προς τα πίσω μέχρι που το συγκρατεί ένας ξύλινος στυλοβάτης, η κουπαστή από το παγκάκι. Με σφιγμένα τα χείλη, με τα μάτια μου μισόκλειστα από απελπισία, κατορθώνω να συνέρθω. Κοιτώ το ρολόι μου. Είναι περασμένες εφτά, σε λίγο θα έρθει να με συναντήσει εκείνος.
Φίλος παιδικός και, καμιά φορά, συμβουλάτορας καλός. Πιότερο όμως και από αυτόν, υπάρχει κάτι που θα επιδράσει πάνω μου ευεργετικά, κάτι που θα με βοηθήσει να λησμονήσω και όχι να θυμηθώ͘ είναι η δύναμη του αλκοόλ. Πάλι θα το ρίξουμε στα τσίπουρα και θα χαθώ στις γλυκές αυταπάτες της μέθης.
Δεν περνούν παρά λίγες στιγμές όταν κάνει την εμφάνισή του. Ντυμένος με ένα μπεζ βαμβακερό παντελόνι και ένα καφέ polo μπλουζάκι έρχεται και κάθεται δίπλα μου, στο παγκάκι.
«Δεν άργησα, ε; Είμαι στην ώρα μου».
«Ένα τέταρτο καθυστέρηση είναι εντός των επιτρεπτών χρονικών περιθωρίων. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα».
«Ωω, έλα τώρα. Μη με κάνεις να αισθανθώ ενοχές».
«Μπαα δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Απλός μια επισήμανση κάνω».
Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους. «Λοιπόν, φεύγουμε;»
«Και εδώ καλά είμαστε! Δε θα με χαλούσε καθόλου να καθόμασταν κάπου εδώ τριγύρω», του προτείνω καθώς παρατηρώ ολόγυρα. Την πλατεία περιστοιχίζουν πολλά παραδοσιακά καταστήματα εστίασης και η διάθεσή μου είναι τέτοια που ταιριάζει άριστα με το κλίμα.
«Άλλη φορά! Πάμε στο αναψυκτήριο εδώ πιο κάτω. Θέλω να βλέπω τη λίμνη, σήμερα, αν δεν έχεις αντίρρηση».
Ανασηκώνω και εγώ αδιάφορα τους ώμους. Γιατί όχι; Φύγαμε!»
Καθώς τον αφήνω να πλατειάζει για τις ατασθαλίες που παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό στη δημόσια διοίκηση, ένα θέμα που πραγματικά δε με ενδιαφέρει καθόλου, παραγγέλνουμε ένα μεγάλο καραφάκι τσίπουρο μαζί με μια πιατέλα με ποικιλίες κρεατικών, μια με ψαρικά και μανιτάρια σουφλέ.
Την ώρα που μιλάει, εγώ απολαμβάνω τους γλάρους που κάνουν κατάληψη στις βάρκες, αλλά και μια μικρή ομάδα από πάπιες που κινούν, στη σειρά, για το δικό τους αραξοβόλι. Τα λόγια του σιγά σιγά χάνουν τη συνοχή τους. Συνετά αποφεύγω να λέω πολλά, ξέρω πως κινδυνεύω να εκτεθώ.
Η κοπέλα που σερβίρει σύντομα αναπληρώνει την αδειανή καράφα με μια άλλη, αντίστοιχη σε περιεχόμενο. Φοράω μπλε βερμούδα και ένα μαύρο μπλουζάκι replay, το αγαπημένο μου αυτή την εποχή. Νιώθω όμορφα μέσα στα ρούχα μου ενώ και ο διάβολος που μου διασαλεύει το μυαλό ρέοντας άφθονος στις φλέβες μου, με βοηθά να ξεχάσω.
Ο φίλος μου βγάζει ένα λογύδριο σε ένα άτυχο ζευγάρι γνωστών του, στο διπλανό μας τραπέζι, και επικεντρώνεται στα κακώς κείμενα της δημοτικής αρχής. Το θέμα μού είναι παντελώς αδιάφορο, τι με νοιάζουν εμένα οι λακκούβες στους δρόμους της πόλης, που έχω πέσει σε τέλμα και δε μπορώ να απεγκλωβιστώ; Κάποτε κουράζεται να μιλάει, φτάσαμε στο τρίτο θαυματουργό κανάτι με το τσίπουρο και το αδειάσαμε κι αυτό.
Η γλώσσα μας μπερδεύεται στα χείλη. «Πληρώνω εγώ», λέω και πριν φέρει αντιρρήσεις σηκώνομαι να πάω στο ταμείο. Κρατάω στα χέρια μου την χρεωστική μου κάρτα. Επιχειρώ να την περάσω, μετά από υπόδειξη της υπεύθυνης, πάνω από το μηχάνημα υποδοχής, μόλις διαπιστώνω έντρομος πως τα χέρια μου τρέμουν τόσο πολύ που φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρω.
Η λεπτοκαμωμένη κοπέλα ευγενικά παρεμβαίνει. «Θέλετε να μου τη δώσετε να την περάσω εγώ; Δε μου κάνει κανέναν κόπο».
Τι να πω ο δόλιος που βρίσκομαι σε κατάσταση αδυναμίας; Ανήμπορος να διαμαρτυρηθώ, παραδομένος, συγκατανεύω και της δίνω αμίλητος την κάρτα.
Συνήθεια παιδική την έχουμε με τους φίλους μου τους επιστήθιους να περπατάμε, σαν έρθουμε στο κέφι, με τα χέρια περασμένα στους ώμους. Ενώνουμε το παρελθόν με το παρόν με ένα δέσιμο που χρόνοι πολλοί το κρατούν σφιχτά.
Στην ισορροπία της ζωής εγώ κάνω ασταθή βήματα, αλλά ευτυχώς που στέκει δίπλα μου αυτός και με συγκρατεί. Το ίδιο θαρρώ είμαι και εγώ για εκείνον, ένα στήριγμα που μπορείς να βασιστείς πάνω του.
Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Σέρνουμε τα πόδια μας στο λιθόστρωτο της παλιάς πόλης και καμιά φορά σκοντάφτουμε ̶ εγώ μάλιστα κάποια στιγμή γλίστρησα και έπεσα με φόρα πάνω σε μια λαξευτή πέτρα. Από την πτώση πλήγιασα άσχημα το γόνατό μου. Η σουβλιά που διαπέρασε το άκρο μου δε διήρκησε πολύ͘ έχω την αίσθηση ότι το τσίπουρο τα θεραπεύει όλα.
Τα αυτοκίνητά μας είναι παρκαρισμένα δίπλα δίπλα, μπροστά ακριβώς από την πλατεία του Ντουλτσό. Ανοίγουμε αντικριστά τις πόρτες και εγώ από τη θέση του συνοδηγού μπορώ να τον βλέπω που κρατάει το τιμόνι του δικού του οχήματος και αναπαύεται στο μαξιλάρι του καθίσματος. Νιώθω την ατμόσφαιρα αποπνιχτική, μονάχα οι ευωδίες από τις φιλύρες που νύμφες ντύθηκαν στο μισοσκόταδο αλλάζουν λιγάκι τη διάθεσή μου και ευφραίνουν λιγάκι την καρδιά μου.
Μένουμε για λίγο σιωπηλοί. Ακούγονται φωνές από τα παραδοσιακά εστιατόρια. Στα γεμάτα από κόσμο τραπεζάκια, κάποιοι έχουν έρθει στο κέφι και σιγοτραγουδάνε. Αναμασώ και εγώ τα λόγια μου και είμαι έτοιμος να του εξομολογηθώ τον πόνο μου. Κοιτιόμαστε ασκαρδαμυκτί, διαβάζει θαρρείς τη σκέψη μου και παίρνει την πρωτοβουλία να μου μιλήσει.
«Πάει καιρός που οι σκέψεις σου τρέχουν γρηγορότερα από τα λόγια σου. Ξεγελιέσαι μπρος στη βιάση σου και πολλές φορές μοιάζεις να έχεις χάσει τα λογικά σου. Τι σου συμβαίνει φίλε; Ανησυχώ για σένα».
Ένα μειδίαμα σχεδιάζεται αυτοβούλως στα χείλη μου και χάνεται σχεδόν αμέσως. Κρύβεται πίσω από τον νεφοσκεπή του νου μου.
Δε χάνω ευκαιρία, ασυναίσθητα ταξιδεύω και πάλι νοερά πίσω στο χρόνο. Ακούω τη βροντερή φωνή του Αναξαγόρα να μου λέει, δεικτικά με το δάχτυλο προτεταμένο. Κοίτα να δεις που σαπρογόνο το μυαλό φέρνει θολές τις σκέψεις και, προτού καλά να το κατανοήσεις, αλαφροΐσκιωτος μπορεί να γενείς, να κυνηγάς δαιμόνια που μέσα σου φωλιάζουν.
«Τί εννοείς; Δε σε καταλαβαίνω». Ρωτάω. Υποκρίνομαι πως δεν τον καταλαβαίνω.
«Το σαράκι του έρωτα εύκολα δηλητηριάζει την ψυχή. Μα πιο πολύ και από αυτή, φαρμακώνει το μυαλό. Και αν νοσήσεις από τη συγκεκριμένη αρρώστια, ανίατη είναι και γυρισμός δεν υπάρχει». Ανασηκώνει με νόημα τα φρύδια.
Στραβώνω τη μύτη και προσπαθώ να επεξεργαστώ τα λόγια του. Τι κρίμα που λειψός απέμεινα από επιχειρήματα. «Φφφ», ξεφυσάω. «Πολλή ζέστη! Κοντεύω να σκάσω». Τινάζω δυο τρεις φορές το μπλουζάκι μου μήπως και βελτιωθεί λιγάκι η κατάσταση.
Μένουμε για δυο ατελείωτα λεπτά αμίλητοι. Τη σιγαλιά σπάζει ο ήχος της μηχανής που παίρνει μπρος. Κλείνει την πόρτα και ενώ υποψιάζομαι πως θα σηκωθεί να φύγει χωρίς να με αποχαιρετήσει, ακούω το παράθυρο του οδηγού να ανοίγει με εκείνο τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα ηλεκτρικά παράθυρα. «Ξέχασέ τη φίλε, δεν είναι για σένα! Αυτή η γυναίκα θα σε καταστρέψει!»
Δεν περιμένει απόκριση από μέρους μου. Το αυτοκίνητό του σιγά σιγά απομακρύνεται, μέχρι που χάνεται στη στροφή, μερικές δεκάδες μέτρα μακρύτερα.
Πέφτω βαρύς στο κάθισμα του οδηγού, τα πόδια μου εξέχουν ακόμα από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού και εξακολουθούν να πατούν στο έδαφος. Κοιτώ την οροφή να γυρίζει. Προσπαθώ να ανασυγκροτηθώ που μοιάζω εντελώς αποδιοργανωμένος.
Μα είναι τόσο εμφανές πια πως τη θέλω; Πάει, έχω γίνει περίγελος της παρέας μου. Και αυτός γιατί δεν απαιτεί από μένα να μείνω μακριά της; Τι αποκοτιά είναι αυτή; Πώς επιτρέπει έναν ανταγωνιστή να κινείται στο ζωτικό της χώρο; Κοίτα να δεις που είμαι ένας δελφίνος που διεκδικεί με κάθε τίμημα τα θέλγητρά της, αυτοσαρκάζομαι.
Ξαφνικά νιώθω γεμάτος ενέργεια. Καθώς βγαίνω από το αμάξι και περπατώ αργά προς τα στενοσόκακα της πόλης, αισθάνομαι πως στροβιλίζομαι. Αδιαφορώ για την περιδίνηση που με ζώνει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, αυτή που με κάνει να μπερδεύω τα βήματά μου, και συνεχίζω να κινούμαι. Ούτε που ξέρω τι θέλω να κάνω.
Παρασύρομαι από τις παλιές κατοικίες, τα παπούτσια μου σκαλώνουν συχνά στις φυτεμένες στο χώμα πέτρες, προχωρώ όμως απτόητος, με μια σχετική αστάθεια. Χορταριάζουν τα καλντερίμια σε σημεία-σημεία και εγώ χαζεύω τη ρόδα που είναι κρεμασμένη στο γωνιακό εστιατόριο στην πλατεία.
Φέρνω ασύνειδα το χέρι στο κέντρο του τροχού, πιάνω το παγωμένο μέταλλο. Συνειδητοποιώ πως χάνομαι ως συνήθως σε έναν κύκλο που όσο κι αν προσπαθώ να τον ψηλαφήσω, είναι, για μια ακόμα φορά, φαύλος.
Φεύγω ζαλισμένος, τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι πως εμποδίζω έναν σερβιτόρο. Συνεχίζω να αφήνω το δρόμο να με παρασύρει. Κοιτώ ψηλά στα λίθινα σπίτια των περασμένων αιώνων, παγιδεύεται η όρασή μου στα σαχνισιά, στις μικρές προεξοχές στους δεύτερους ορόφους των κατοικιών͘ είναι αυτές που εντυπωσίαζαν και εντυπωσιάζουν το μάτι και που μέσα τους οι νοικοκυραίοι τετραγωνίζανε το εσωτερικό των σπιτιών για να τα κάμουν πιο λειτουργικά.
Η μεταβυζαντινή εκκλησία στα αριστερά μου, μια από τις δεκάδες στην πόλη μου, θαρρώ πως σκύβει για να με υποδεχτεί, έτσι καλοβαλμένη και χαμηλοτάβανη που είναι.
Δυο πεζούλια σοβατισμένα με ασβέστη φιλοξενούν πάνω τους πολλές γλάστρες με λουλούδια. Κάθομαι ανάμεσά τους και τολμώ να κόψω ένα ανθάκι που γεμίζει τον τόπο όλο με μια υπέροχη ευωδία. Στον ανθοποίκιλτο αυτό χώρο νιώθω, μετά από ώρα, πολύ όμορφα.
Σηκώνω το βλέμμα και κοιτάζω απέναντι, εστιάζω στις σιδεριές πάνω από τα αρχοντικά της πόλης μας. Δαγκώνομαι. Τι δυσκολίες πέρασαν και αυτοί οι άνθρωποι… Παντζούρι να μη μπορείς να ανοίξεις, φως να μη μπορείς να αντικρίσεις και ήλιο να μη χαρείς. Μόνο κάγκελα. Με κάτι κοίλα κιγκλιδώματα πάνω από την εξώπορτα για να βλέπεις ποιος σου χτυπά.
Ζόρικες εποχές, αναλογίζομαι.
Αποδιώχνω πολύ γρήγορα τις άσχημες σκέψεις καθώς χαζεύω τον αμφορέα, έξω στην αυλή της παρακείμενης οικείας, με τα άνθη τα φυτεμένα. Ποιο χέρι μεράκλωσε και τα έβαλε τόσο αρμονικά στο χώρο;
Αναδεύομαι και αφουγκράζομαι λιγάκι. Μου φάνηκε πως άκουσα έναν θόρυβο, στα χαμηλά τα κεραμίδια της εκκλησίας. Με κόπο σηκώνομαι για να δω, δυο φορές έχασα την ισορροπία μου και μόλις την τελευταία στιγμή κατάφερα να σταθεροποιήσω τον κορμό του σώματός μου.
Το θέαμά μου πρέπει να είναι γελοίο γιατί η γάτα, πάνω ακριβώς από μένα, στη σκεπή του θρησκευτικού οικήματος, με κοιτά επίμονα. Με αποχαιρετά με ένα παραπονιάρικο νιαούρισμα και εγώ για να μην φανώ ακατάδεκτος βγάζω ένα μικρό ήχο που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να είναι και χαχανητό.
Οι οροφές των γειτονικών κτιρίων, καθώς υψώνω το κεφάλι, έντρομος διαπιστώνω πως φλερτάρουν ασύστολα, σχεδόν ενώνονται. Μόλις που διακρίνω μικρές, γαλάζιες δέσμες φωτός να τις διαπερνούν και να διαχέονται στο χώρο. Κατεβάζω το βλέμμα, γιατί αν συνεχίσω να παρακολουθώ τα παιχνίδια που παίζονται εκεί πάνω θα καταρρεύσω σαν χάρτινος πύργος.
Δυο μαυροφορεμένες σιλουέτες, μικροκαμωμένες και αέρινες, περνούν μερικά μέτρα δεξιά μου, και σε ένα άλλο στενοσόκακο βρίσκουν καταφύγιο. Υποψιάζομαι πως είναι ένα παράνομο ζευγαράκι. Τους ακολουθώ με τα μάτια και πίσω από ένα φανοστάτη βλέπω τις δυο παράξενες φιγούρες να δένονται μεταξύ τους και να γίνονται μία, κάτω από τα παιχνίδια των φωτοσκιάσεων. Πόσο εύκολα σμίγουν οι καρδιές που αγαπούνε.
Αισθάνομαι ένα ρίγος να με διαπερνάει, κοιτώ μερικά πεσμένα φύλλα, από δέντρο φυλλοβόλο, για λίγο περιμένω να σηκωθούν από κάποιον άνεμο που πονεμένος σαν και μένα αναριγεί ελάσματα και δακρύζει δροσοσταλίδες… Μάταια, μένουν όλα ακίνητα, παραδομένα στη γλυκιά τους αποσύνθεση.
Έχω βουρκώσει, δε μπορώ να το αποδώσω κάπου. Ίσως στο ποτό, ίσως στο μαράζι που έχω στο στήθος. Βαριανασαίνω. Βρίσκω στήριγμα στις ξυλοδεσιές των ενδιαιτημάτων. Μήτε οι κατοικίες, μήτε και εγώ θα μπορούσαμε να ορθώσουμε ανάστημα, αν δεν ήταν αυτές.
Το πρόσωπό μου το γυρτό και συντετριμμένο ακουμπάει πάνω στους λίθους που αποτελούν τη βασική ύλη για την κατασκευή των πανέμορφων οικημάτων, παίρνω τη ψύχρα τους και τους χαρίζω την πολυτέλεια να γίνονται χρήσιμοι. Αφήνω τα σαρακοφαγωμένα ζωνάρια –ξυλοδεσιές ̶ και κρατώ για μένα μονάχα τη σηψαιμική μου ψυχή. Έχω ακόμα δρόμο να διασχίσω.
Χώνομαι σε ένα άλλο στενό και μετά σε ένα ακόμα, όλα ίδια μου φαίνονται από ένα σημείο και μετά. Φανοί με κεχριμπαρένιο φωτισμό με καλωσορίζουν στα σκιερά τους μονοπάτια, σιλουέτες από αντικείμενα που ο νους μου τα πλάθει και τα δίνει μορφές διάφορες, καμιά φορά τερατόμορφες και τρομαχτικές, με κάνουν να βαδίζω προσεχτικά.
Γάτες, πολλές γάτες με συντροφεύουν με τα βλέμματά τους στο διάβα μου το τρεμάμενο, βλέπω ολόγυρα κυδωνιές με τους καρπούς να ωριμάζουν ακόμα, όπως και δυο μεγάλες μυρωδάτες συκιές που όταν τις αγγίζω βγάζουν τα χέρια μου φλύκταινες.
Αλλά βλέπω και ανθρώπους ξεχασμένους σε γωνιές παραγκωνισμένες από το χρόνο, να συνομιλούν ψιθυριστά, πρόσωπα που θα μπορούσαν και να είναι γεννήματα μονάχα της φαντασίας μου. Βαδίζω και εγώ, παρέα με τη μελαγχολία μου και ίσως… ίσως και κείνη.
Τη βλέπω παντού, τώρα τελευταία. Στο ξύπνιο μου, στον ύπνο μου, παντού! Αυτό που με ανησυχεί είναι άλλο. Δε μ’ ενδιαφέρει αν με θέλει ή όχι, δεν με νοιάζει τώρα πια. Το μόνο που θέλω είναι να υπάρχει. Να είναι ένα πρόσωπο υπαρκτό, γιατί με τον καιρό πολύ έχω μπερδευτεί και δεν ξέρω ο δόλιος αν όλα αυτά τα ζω ή τα φαντάζομαι.
Η νυχτιά άπλωσε ένα πέπλο και βάρυνε πάνω μου πολύ. Τα μάτια μου λαμπυρίζουν από υγρά που δε μπορώ να ελέγξω, κάτω στα πόδια μου κυλά νεράκι από κάποια βρύση που έχει ξεχαστεί ανοιχτή, κατεβαίνει από την ξερολιθιά δίπλα μου και δημιουργεί μια μικρή νεροσυρμή ανάμεσα στις πέτρες.
Κάνω έναν πήδο για να μη μουσκέψω τα παπούτσια μου και καθώς προσγειώνομαι στο έδαφος, γλιστρώ. Πέφτω φαρδύς πλατύς στην άτεγκτη γη. Έχω χτυπήσει δεξιά στο μέτωπο. Με σημαδεύει το άλικο που κυλάει σιγανά στο μέτωπό μου.
Δεν το βάζω κάτω, σηκώνομαι και συνεχίζω να περπατώ. Είμαι έξω από το λαογραφικό μουσείο, έχω την αίσθηση πως είμαι ηθοποιός σε έργο δραματικό ̶ μόνο που δεν έμαθα να παίζω τον πρωταγωνιστή και δεν έχω καλή σκηνική παρουσία.
Υποδύομαι κάποιον άλλο, κάποιον ξένο. Είμαι ακόμα σκυφτός, σχεδόν σέρνομαι, όταν ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα μεγάλο ταμπλό από ξύλο, να και το παλκοσένικο, ώρα είναι να κάνω το μεγάλο φινάλε. Σηκώνομαι και μένω άναυδος σαν την αντικρίζω μπροστά μου.
«Εσύ; Εσύ;»
Φαίνεται πως ούτε και κείνη με αναγνώρισε αμέσως ̶ πως να το κάνει, αλήθεια, έτσι που έχω καταντήσει; ̶ αφού μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία μου αναφωνεί: «Σώτο; Είσαι καλά;» Πριν ολοκληρώσει τη φράση της, μια αγκαλιά βιβλία πέφτουν από το χέρι της πάνω στην ξύλινη πλάκα.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, ψελλίζοντας μέσα σε απόγνωση αλλά και συγκρατημένη χαρά, είναι να ρωτάω: «Ελπίδα; Μα καλά, πώς;»
Ξυπνάω σαν μια αγουρίδα μέσα στης αυγούλας τη σεμνή φωτοχυσία. Τρέμω σύγκορμος. Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι η ευωδία από τις φλαμουριές που βρίσκονται ολόγυρά μου. Μόλις συνειδητοποιώ πως αποκοιμήθηκα σε ένα παγκάκι στην πλατεία του Ντουλτσό.
Προσπαθώ να ανακτήσω στη μνήμη μου όλα όσα συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ. Μου είναι αδύνατο, έχω τεράστια κενά στη μνήμη μου. Μόνο ένα πρόσωπο περνά συνεχώς μπρος από τα μάτια μου. Η Ελπίδα!
Την είδα άραγε ή είναι και αυτή ένα αποκύημα της φαντασίας μου που επιβεβαιώνει τον αστικό μύθο που λέει πως όποιος κοιμηθεί κάτω από τον κορμό φιλύρας θα δει στον ύπνο του μια νεράιδα; Θεέ μου δεν είμαι καλά…με στοιχειώνουν δυο γυναίκες.