
Η Λίζε Μάιτνερ, μια αντισυμβατική και επαναστατικά ατρόμητη γυναικεία παρουσία στο κόσμο των φυσικών επιστημών, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην εξέλιξη της ερευνητικής διαδικασίας. ‘Ίσως στους περισσότερους να μην είναι ευρέως γνωστή για το έργο της. Πρόκειται για την Αυστριακή φυσικό, η οποία εργάστηκε στον τομέα της Πυρηνικής Φυσικής και της πυρηνικής ακτινοβολίας. Η συνεργασία της με τον Όττο Χαν (Otto Hahn) και Φριτς Στράσσμαν (Fritz Strassman) αποδείχτηκε καθοριστική, καθώς υπήρξαν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν ότι ο πυρήνας του ουρανίου είναι δυνατόν να διασπαστεί όταν τα νετρόνια του «επιτεθούν». Ο Χαν ήταν όμως εκείνος που τιμήθηκε το 1944, με το Βραβείο Νόμπελ Χημείας, περιθωριοποιώντας την Λίζε Μάιντερ από την επιτροπή απονομής του Βραβείου. Το έργο και η συμβολή της στην επιστημονική κοινότητα αναγνωρίστηκε, όταν το υπερουράνιο στοιχείο με ατομικό αριθμό 109 μετά ονομάστηκε σε «Μαϊτνέριο».
Ποια ήταν η Λίζε Μάιτνερ
Γεννημένη στις 7 Νοεμβρίου του 1878 στην Βιέννη, ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά του ζεύγους Μάιτνερ. Ο πατέρας της Φίλιπ, ήταν ένας εβραϊκής καταγωγής ευκατάστατος δικηγόρος. Η μητέρα της Χέντβιχ, παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κλίση προς τις τέχνες, γεγονός που καλλιέργησε στην Λίζε την αγάπη της για τη μουσική. Από την παιδική κιόλας ηλικία εκδήλωσε το έντονο ταμπεραμέντο της προς τη μαθηματική επιστήμη και την φυσική. Επηρεασμένη από την βιογραφία της Μαρί Κιουρί, αποφάσισε ότι ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια της μεγάλης φυσικού και να ασχοληθεί με την ραδιενεργή ακτινοβολία. Παρά το ότι η εκπαίδευση στην Αυστρία της εποχής δεν προετοίμαζε κορίτσια για είσοδο στο Πανεπιστήμιο, οι γονείς της προσέλαβαν κατ’ οίκον εκπαιδευτικούς. Το 1901, η Λίζε Μάιντερ εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, με καθηγητή της, τον Λούντβιχ Μπόλτσμαν. Όπως αναφέρει μάλιστα πολύ αργότερα ο ανεψιός της Όττο Φρις:
«Ο Μπόλτσμαν της ενέπνευσε το όραμα της φυσικής ως αναζήτησης της υπέρτατης αλήθειας, όραμα το οποίο δεν την εγκατέλειψε ποτέ».
Το 1905 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, έχοντας πραγματοποιήσει το διδακτορικό της στην Φυσική. Ήταν το πρώτο διδακτορικό στη φυσική, που απονεμήθηκε σε γυναίκα από το συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο.
Το 1907 η Λίζε Μάιντερ μετακόμισε στο Βερολίνο. Εκεί παρέδιδε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (σημερινό Humboldt University) ο Μαξ Πλανκ, όπου και έμελλε να γνωρίσει τον χημικό Όττο Χαν, ο οποίος έγινε ο σημαντικότερος συνεργάτης και στενός της φίλος. Στις κοινές τους έρευνες η Μάιτνερ ήταν η φυσικός και ο Χαν ο χημικός. Μια συνεργασία που οδήγησε μεταξύ άλλων, στην ανακάλυψη του στοιχείου πρωτακτίνιο, το 1917. Για την ανακάλυψη αυτή τιμήθηκε με το «Μετάλλιο Λάιμπνιτς» από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου.
Η Μάιτνερ ασπάστηκε τον προτεσταντισμό το 1908, ενώ οι άλλες δύο αδελφές της τον καθολικισμό. Αυτή η κίνηση δεν την βοήθησε ιδιαίτερα στο να αποφύγει τις μελλοντικές διώξεις του πολέμου.
Τα εμπόδια
Η συνεργασία της Λίζε Μάιντερ με τον Χαν είχε ξεκινήσει με πολλά εμπόδια. Το Πανεπιστήμιο δεν επέτρεπε σε γυναίκες να καταλαμβάνουν επίσημες θέσεις. Έτσι οι δύο συνεργάτες αναγκάστηκαν να εργάζονται σε ένα διασκευασμένο ξυλουργείο στο υπόγειο του πανεπιστημίου. Το 1912, η ομάδα τους μεταφέρθηκε στο νέο ίδρυμα Kaiser Wilhelm Gesellschaft. Εκεί επικεφαλής του τμήματος Φυσικοχημείας ήταν ο Φριτς Χάμπερ. Ο Χαν ανέλαβε το ίδρυμα ραδιοακτινοβολίας και το 1918 η Μάιτνερ ανέλαβε το τμήμα φυσικής ραδιοακτινοβολίας στο ίδιο ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χαν εργάστηκε υπό τον Χάμπερ στα εργαστήρια χημικού πολέμου, ενώ η Λίζε Μάιντερ εργάστηκε εθελοντικά ως νοσοκόμα στις ακτινογραφίες για λογαριασμό του Αυστριακού στρατού. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε και μετά το τέλος του Πολέμου, με ένα καινούργιο μέλος να προστίθεται στην ομάδα, τον Φριτς Στράσσμαν το 1929.
Ο ναζισμός και το πνεύμα της Μάιτνερ
Στη Γερμανία του 1926 η Λίζε Μάιντερ έγινε η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε την έδρα Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Ασχολήθηκε με έρευνες που οδήγησαν το 1939, στην ανακάλυψη της πυρηνικής σχάσης. Ωστόσο, η σκιά του Ναζισμού είχε αρχίσει να εμφανίζεται όλο και πιο έντονα στη Γερμανία. Το 1933, όταν οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία σχεδόν όλοι οι συνεργάτες της Μάιτνερ, έχοντας εβραϊκή καταγωγή, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν ή να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να διαφύγουν στο εξωτερικό. Όττο Φριτς, Λέο Ζίλαρντ, Φριτς Χάμπερ και άλλοι επιφανείς επιστήμονες εγκατέλειψαν την χώρα. Ενώ η Λίζε Μάιντερ, που ήταν εβραϊκής καταγωγής προστατεύτηκε αρχικά από την αυστριακή της υπηκοότητα, παραμένοντας σιωπηλή στη θέση και στις έρευνές της. Αργότερα όμως αντιλήφθηκε ότι αυτό ήταν ένα μεγάλο σφάλμα. Και πως έπρεπε να είχε αποχωρήσει μαζί τους.
Έπειτα το 1938, μετά την Προσάρτηση της Αυστρίας, όλοι οι Αυστριακοί υποχρεώθηκαν να εναρμονιστούν με τους νόμους της Ναζιστικής Γερμανίας, εφόσον ήταν πλέον επίσημα πολίτες της. Η ναζιστική κυβέρνηση δεν χορηγούσε πλέον βίζες εξόδου στους επιστήμονες και η Μάιτνερ βρέθηκε παγιδευμένη. Με την επιθυμία να εγκαταλείψει άμεσα τη χώρα. Έτσι αποφάσισε να «πάει διακοπές» στην Ολλανδία, για την οποία δεν χρειαζόταν βίζα. Στα σύνορα όμως το τρένο που την μετέφερε σταμάτησε και όλοι οι επιβάτες πέρασαν από έλεγχο. Η περίπολος ελέγχου εξέτασε εξονυχιστικά το αυστριακό διαβατήριό της, που είχε λήξει. Ο Χαν της είχε δώσει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, ώστε να δωροδοκήσει αν χρειαζόταν τους συνοριοφύλακες.
Η βοήθεια
Με την βοήθεια των Ολλανδών συναδέλφων της, Ντιρκ Κόστερ και Άντριαν Φόκερ που κατάφεραν να πείσουν την περίπολο ότι η Λίζε Μάιντερ είχε άδεια για να πραγματοποιήσει το ταξίδι, η περίπολος τελικά της επέτρεψε να συνεχίσει το ταξίδι, χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει το δαχτυλίδι. Φθάνοντας στην Ολλανδία οι συνάδελφοί της φρόντισαν να την φυγαδεύσουν στην Σουηδία, αφού πρώτα προσπάθησαν ανεπιτυχώς βέβαια, να της βρουν μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν. Η Μάιτνερ τελικά κατάφερε να διαφύγει στην Στοκχόλμη, όπου κατέλαβε μια θέση στο εργαστήριο του Μάνε Ζίγκμπαν, γνωστού νομπελίστα Φυσικής του 1924, που αντιπαθούσε τις γυναίκες επιστήμονες.
Η δράση δεν σταματά (1930-1940)
Το 1932 ο Τζέιμς Τσάντγουικ ανακάλυψε ότι το βηρύλλιο, όταν έρχεται σε επαφή με σωμάτια άλφα εκπέμπει μια άγνωστη ακτινοβολία, η οποία με τη σειρά της προκαλούσε την παραγωγή πρωτονίων από τους πυρήνες άλλων στοιχείων. Ο Τσάντγουικ ερμήνευσε την ακτινοβολία αυτή ως αποτελούμενη από σωματίδια περίπου ίδιας μάζας με τα πρωτόνια, αλλά χωρίς ύπαρξη ηλεκτρικού φορτίου. Ονόμασε τα σωματίδια αυτά «νετρόνια». Η ανακάλυψη αυτή ήταν το έναυσμα για νέες έρευνες. Το 1934 ο Ενρίκο Φέρμι και η ομάδα του, εργαζόμενοι συστηματικά με την μελέτη πυρήνων που διασπώνται από την επίθεση νετρονίων, ανακάλυψαν ότι εκπέμπονται τουλάχιστον τέσσερις τύποι ακτινοβολίας, όταν επηρεάζονταν από ουράνιο με νετρόνια.
Οι Χαν και Στράσσμαν το 1939, ανακάλυψαν ότι η ακτινοβολία που εκπεμπόταν από τους πυρήνες ουρανίου ήταν πυρήνες βαρίου, λανθανίου και άλλων στοιχείων. Σχεδόν αμέσως η Μάιτνερ και ο Φρις ανακοίνωσαν ότι το ατομικό μοντέλο που είχε προτείνει ο Νιλς Μπορ λίγο νωρίτερα ερμήνευε θεωρητικά και ποσοτικά τις εκπομπές που ανακοίνωσαν οι Χαν και Στράσσμαν. Τόνισαν ότι οι πυρήνες ουρανίου, όταν βομβαρδιστούν με νετρόνια διασπώνται σχεδόν στη μέση, αποδεικνύοντας ότι από το γεγονός αυτό έπρεπε να εκλύεται μεγάλη ποσότητα ενέργειας. Ονόμασαν τη διαδικασία αυτή «πυρηνική διάσπαση». Η Μάιτνερ ήταν η πρώτη που αντιλήφθηκε ότι η διάσημη εξίσωση του Αϊνστάιν E = m c2 ήταν αυτή που εξηγούσε τα τρομακτικά ποσά ενέργειας που απελευθέρωνε η πυρηνική διάσπαση. Ο Χαν όμως διαφωνούσε με την άποψη αυτή, ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για χημική ενέργεια.
Η θέση της Μάιτνερ
Η Λίζε Μάιντερ αναγνώρισε την δυνατότητα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης ως βάση για την παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας, κάτι που ταρακούνησε την επιστημονική κοινότητα, καθώς ήδη είχε ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η επιστημονική γνώση ήταν σε γερμανικά χέρια. Οι Ζίλαρντ, Βίγκνερ και Τέλλερ έπεισαν τον Αϊνστάιν να συντάξει επιστολή προς τον Πρόεδρο Φράνκλιν Ρούζβελτ με την οποία του εφιστούσε την προσοχή επί του γεγονότος. Ο ίδιος ο Αϊνστάιν εκτιμούσε ιδιαίτερα την Λίζε Μάιντερ, την οποία αποκαλούσε «η μικρή μας Μαρί Κιουρί». Η επιστολή του Αϊνστάιν αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία του Σχεδίου Μανχάταν μερικά χρόνια αργότερα. Η Μάιτνερ, ωστόσο, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ερευνητική ομάδα που δημιουργήθηκε στο Λος Άλαμος αναφέροντας: «Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με βόμβες!».
Όταν η βόμβα χρησιμοποιήθηκε, η Μάιτνερ δήλωσε ότι η έκρηξη της Χιροσίμα την εξέπληξε ως μη αναμενόμενη, εκφράζοντας τη λύπη της για την ανάγκη επαναδημιουργίας μιας παρόμοιας βόμβας.
Το τέλος του πολέμου
Το τέλος του πολέμου έπληξε τόσο την Λίζε Μάιντερ όσο και τον Χαν, ο οποίος κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1944. Ο Χαν ωστόσο, στα απομνημονεύματά του έγραψε ότι αυτός και η Μάιτνερ παρέμειναν φίλοι για πάντα, ενώ εξεπλάγην όταν έμαθε ότι οι ανακαλύψεις του ήταν αυτές που τελικά οδήγησαν στην κατασκευή της ατομικής βόμβας. Η Λίζε Μάιντερ δεν τιμήθηκε με το Νόμπελ, για αδιευκρίνιστους λόγους, μένοντας περισσότερο γνωστή ως «βοηθός του Χαν», με τον οποίο υπήρξαν ισότιμοι συνεργάτες για περισσότερα από 30 χρόνια.
Το 1949 η Μάιτνερ απέκτησε τη σουηδική υπηκοότητα και το ίδιο έτος της απονεμήθηκε το Βραβείο του ιδρύματος Μαξ Πλανκ.
Μια αφανής ηρωίδα
Κατά την διάρκεια του ναζιστικού «παραληρήματος» πολλοί επιστήμονες έμειναν αμέτοχοι στον αντί-ναζιστικό αγώνα. Η Λίζε Μάιντερ προσπάθησε να επιβιώσει όπως και κάθε άλλος προκειμένου να συνεχίσει το έργο της. Στο βωμό της επιστήμης και κυρίως της φυσικής, που ήταν το πάθος της. Αν και επισήμως είχε αποσυρθεί από την ενεργή δράση ως συνεργάτιδα του Ιδρύματος Νόμπελ Φυσικής στη Στοκχόλμη, παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα και συνέχισε να εργάζεται. Το 1960 μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να βρίσκεται κοντά στον ανιψιό της Όττο Φρις. Το 1966 της απονεμήθηκε το Βραβείο «Ενρίκο Φέρμι» της Αμερικανικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας. Ήταν η πρώτη γυναίκα που της απονεμόταν αυτό το βραβείο. Η Λίζε Μάιτνερ απεβίωσε στο Λονδίνο στις 27 Οκτωβρίου 1968, παραμένοντας εκείνη η αφανής ηρωίδα πίσω από μια αποκάλυψη, που δεν έλαβε ποτέ τα εύσημα που πραγματικά άξιζε.