
Φανταστείτε πως η ζωή μας είναι μια παράσταση. Οι θεατές μπορεί να είναι από ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή συγγενή μέχρι και έναν τελείως άγνωστο άνθρωπο που μόλις προσπεράσαμε στο δρόμο. Και αυτός ζει τη δική του παράσταση με τα φώτα αλλά και το σκοτάδι που την διέπουν. Ας αφήσουμε τώρα την παράσταση και ας πάμε στον πρωταγωνιστή. Δυστυχώς σε αυτήν τη ζωή στους περισσότερους από εμάς, πρωταγωνιστής είναι ο άλλος και όχι εμείς (υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για εκείνους που ζουν στην σκιά της δικής τους κλεμμένης ζωής).
Άλλοι καθορίζουν τις σκέψεις μας, τα θέλω μας, τις πράξεις μας, όλη μας τη ζωή. Έτσι λοιπόν, όσο ωμά άσχημο και να ακούγεται, στον κόσμο αυτό φεύγουν άνθρωποι με αόρατες αλυσίδες γύρω από το λαιμό τους. Η κατάθλιψή κυριάρχησε μέσα τους ήδη από την παιδική τους ηλικία. Χάνονται στην ουσία τόσες ζωές που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και να δημιουργήσουν τη ζωή που επιθυμούσαν, να διανύσουν αυτόν τον δύσκολο αλλά όχι αδύνατα δύσβατο δρόμο προς την αναζήτηση του εαυτού τους.
Φεύγουν άνθρωποι που δεν κατάφεραν να αποδεσμευτούν από τις αλυσίδες και τους ανθρώπους που στάθηκαν εμπόδιο στα αληθινά τους όνειρα. Αυτοί οι χαμένοι άνθρωποι στην παράσταση της ζωής τους (ναι της μιας και μοναδικής ζωής που είχαν) καθοδηγήθηκαν από κλέφτες. Αυτοί οι κλέφτες με άμεσες ή έμμεσες κινήσεις τους χειραγώγησαν μετατρέποντάς τους ως μια αλυσοδεμένη μαριονέτα. Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν κομπάρσοι μέσα στη δική τους παράσταση ζωής.
Το φάντασμα της παιδικής μας ηλικίας
Σήμερα συνεχίζουν να ζουν ανάμεσά μας άνθρωποι (παιδιά και ενήλικες) που βιώνουν μια έντονα αρνητική αντιμετώπιση ως προς τις δυνατότητές τους και τις αξίες τους. Όταν αποκόβουμε την επιθυμία των παιδιών να ασχοληθούν ή να δοκιμάσουν κάτι που τους ενδιαφέρει συνοδεύοντας την με αρνητικότητα κυρίως μέσα από φράσεις όπως : “δεν μπορείς” , “δεν είσαι ικανός“, “είναι αδύνατο να τα καταφέρεις“, “είσαι άχρηστος“, “θα το κάνω εγώ που ξέρω καλύτερα“, “είσαι μικρός ακόμα“, “δεν έχεις ανάγκη εσύ να κάνεις κάτι, θα τα κανονίσουμε εμείς αυτά για εσένα“, “είσαι αδύναμος“, “είσαι μικρός για να πάρεις πρωτοβουλίες“, ” δεν είσαι αρκετά έξυπνος, άκου εμένα που σε ξέρω καλά” , ” δεν θα με φτάσεις ποτέ, εγώ στα νιάτα σου είχα μεγαλύτερες αντοχές “.
Αυτά τα παιδιά, όταν γίνουν ενήλικες και οδηγηθούν σε μια συνεδρία ψυχοθεραπείας (αν το πάρουν απόφαση να διορθώσουν τα λάθη των γονέων τους ή και συγγενών ή και εκπαιδευτικών) πολύ πιθανό όταν ερωτηθούν για την παιδική τους ηλικία θα απαντήσουν στην αρχή πως οι γονείς τους έκαναν καλά που τους αποθάρρυναν από κάποια ανούσια όνειρα μιας και σήμερα χάρη σε εκείνους οφείλουν την πετυχημένη τους επαγγελματική πορεία. Νιώθουν μια υπερηφάνεια, όχι που ικανοποίησαν τα πραγματικά ¨θέλω¨ τους, αλλά που ικανοποίησαν τα ¨πρέπει¨ των γονιών τους. Αυτοί λοιπόν οι ενήλικες κουβαλούν τα περήφανα παιδιά των γονιών που πολλοί από εμάς θα περίμεναν ότι στην πορεία της ζωής τους θα αποκτούσαν, αν όχι μεγάλη, μια αρκετά ικανοποιητική αυτοπεποίθηση τόσο στη προσωπική όσο και στην επαγγελματική τους ζωή.
Η σκοτεινή πλευρά της υπόθεσης είναι πως αυτά τα ενήλικα παιδιά χειραγωγούνται από μια εσωτερική κατάθλιψη. Στην ουσία διδάχθηκαν από πολύ μικρά πως είναι αδύνατο να καταφέρουν ορισμένους καθημερινούς στόχους ή και όνειρα λόγω της ηλικίας ή και των δυνατοτήτων τους. Η ψευδαίσθηση της αγάπης μπορεί να οδηγήσει το παιδί στην αποξένωση από τον ίδιο του τον εαυτό αλλά των χαρισμάτων και των δυνατοτήτων που έχει την ανάγκη να εκφράσει.
Η ιστορία του αλυσοδεμένου ελέφαντα
Η γνωριμία μου με την ιστορία του αλυσοδεμένου ελέφαντα έγινε πριν τέσσερα περίπου χρόνια όταν είχα πραγματικά την ανάγκη να διαβάσω ένα καλό βιβλίο. Η ιστορία του αλυσοδεμένου ελέφαντα είναι στην ουσία ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους καθώς μέσα σε μια τόσο μικρή ιστορία μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει πόσα κοινά έχει η ζωή του με την ζωή ενός ελέφαντα που έζησε μέσα σε ένα τσίρκο. Γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας :
«Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ ο μαγικός κόσμος του τσίρκου. Ενθουσιαζόμουν όταν έβλεπα από κοντά όλα αυτά τα ζώα που ταξίδευαν μέσα στα τροχόσπιτα από την μια πόλη στην άλλη. Στην παράσταση όλα μου φαίνονταν μαγικά και λαμπερά, αλλά τη στιγμή που εμφανιζόταν ο ελέφαντας ήταν η αγαπημένη μου. Το γιγάντιο ζώο ήταν τρομερά επιδέξιο, τρομερά μεγάλο και τρομερά δυνατό. Σίγουρα ένα ζώο σαν κι αυτό θα μπορούσε να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δέντρο μ’ ένα μικρό τράβηγμα! Μου έκανε εντύπωση, όμως, που μετά από κάθε επίδειξη το προσωπικό του τσίρκου αλυσόδενε τον ελέφαντα σ’ ένα μικροσκοπικό ξυλαράκι, ελάχιστα βυθισμένο στην άμμο. Αυτό ήταν για μένα μεγάλο μυστήριο. Ακόμα και αν η αλυσίδα ήταν χοντρή και γερή, ένα ζώο που μπορούσε να γκρεμίσει ολόκληρο τοίχο μ’ ένα του τράβηγμα, εύκολα θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το ξυλαράκι και να το βάλει στα πόδια. Τι συγκρατούσε τον ελέφαντα; Γιατί δεν το έσκαγε;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, πίστευα ακόμα ότι οι μεγάλοι τα ήξεραν όλα. Έτσι πήγα και ρώτησα τους δασκάλους μου, το θείο και την μητέρα μου για το μυστήριο του ελέφαντα. Εκείνοι μου εξήγησαν ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαγε επειδή τον είχαν δαμάσει. Τότε, όπως ήταν λογικό, τους ρώτησα: «Αν είναι δαμασμένος και γι’ αυτό δεν το σκάει, γιατί τον δένουν;» Κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση. Πολύ καιρό μετά, μια νύχτα, γνώρισα κάποιον πολύ σοφό που είχε ταξιδέψει στην Ινδία και αυτός με βοήθησε να βρω την απάντηση. Ο ελέφαντας του τσίρκου είχε μείνει δεμένος σ’ ένα ξυλαράκι από τότε που ήταν μικρός. Θυμάμαι που έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα το μικρό, το νεογέννητο ελεφαντάκι να κάθεται δεμένο στο ξύλο. Το φαντάστηκα να σπρώχνει και να τραβάει την αλυσίδα μέρα-νύχτα και να προσπαθεί να λυθεί. Σχεδόν μπορούσα να το δω να κοιμάται κάθε νύχτα εξαντλημένο από την κούραση με τη σκέψη πως το επόμενο πρωί θα ξαναπροσπαθούσε. Όλα ήταν μάταια: το ξυλαράκι ήταν πολύ γερό για ένα νεογέννητο ζωάκι, ακόμα και αν μιλάμε για ελέφαντα. Ώσπου, μια μέρα, την πιο θλιβερή μέρα της μικρής ζωής του, το ελεφαντάκι (απο) δέχτηκε ότι δεν μπορούσε να ελευθερωθεί και παραδόθηκε στη μοίρα του(αυτή την οποία του δίδαξαν ότι θα έχει). Κατάλαβα τότε γιατί ο πανίσχυρος και τεράστιος ελέφαντας που έβλεπα στο τσίρκο έμενε αλυσοδεμένος. Ήταν πια σίγουρος πως ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από το ξυλάκι του. Το κακόμοιρο ζώο είχε πια την αποτυχία χαραγμένη στην ελεφαντινή μνήμη του και ποτέ, ποτέ πια δεν θα ξαναδοκίμαζε τη δύναμή του.
Κάποιες νύχτες ονειρεύομαι ότι πλησιάζω τον αλυσοδεμένο ελέφαντα και του λέω στο αφτί: «Ξέρεις κάτι; εμείς οι δύο μοιάζουμε. Νομίζεις ότι και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα επειδή, μια φορά, προσπάθησες και δεν τα κατάφερες. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο καιρός πέρασε και σήμερα είσαι πια πιο μεγάλος και πιο δυνατός από παλιά. Αν ήθελες στα αλήθεια να απελευθερωθείς, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσες να το
πετύχεις. Γιατί δεν το δοκιμάζεις;» Μερικές φορές ξυπνάω με τη σκέψη ότι ο ελέφαντάς, τελικά, κάποια μέρα το επιχείρησε και κατάφερε να ξεριζώσει το ξύλο. »
Όλοι μας είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, είτε μας λούζουμε με ψευδαίσθηση αυτοπεποίθησης, κρύβουμε μέσα μας έναν αλυσοδεμένο ελέφαντα που σε κάθε τομέα της ζωής μας αναζητά την δική του απελευθέρωση.