Οι σχέσεις μεταξύ γονέων και εφήβων
Οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των εφήβων και των γονέων τους μεταβάλλονται σε σημαντικό βαθμό κατά τη διάρκεια της εφηβείας, λόγω των αλλαγών που βιώνουν οι έφηβοι και την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους. Η οικογενειακή ζωή δεν είναι πάντα εύκολη κατά την περίοδο της εφηβείας, τόσο για τους γονείς όσο και για τους εφήβους. Η αυτονομία ως ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο των σχέσεων γονέα-εφήβου και παραμένει κρίσιμο για τους εφήβους.
Ο έφηβος εξακολουθεί να χρειάζεται την αγάπη και την υποστήριξη των γονιών του, αλλά επιδιώκει και την αυτονομία του. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντιπαραθέσεις ή οι ρήξεις είναι για τον έφηβο ένας τρόπος να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του και τη διαφορετικότητά του. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι ενήλικες να βρίσκονται δίπλα στους εφήβους, να τους ακούνε και να ορίζουν τα σωστά όρια, φροντίζοντας πάντα για την ασφάλειά τους.
Η αναζήτηση της αυτονομίας
Μία από τις κυριότερες επιθυμίες του εφήβου είναι να γίνει αυτόνομος, αλλά η αυτονομία αυτή συγχέεται συχνά με την ανεξαρτησία. Θυμηθείτε ότι το αντίθετο της αυτονομίας είναι η ετερονομία και ότι το αντίθετο της ανεξαρτησίας είναι εξάρτηση. Έτσι, η αυτονομία και η ανεξαρτησία δεν υποδηλώνουν το ίδιο πράγμα. Και επειδή δεν είναι ανεξάρτητος, ο έφηβος πιστεύει ότι δεν είναι αυτόνομος και συγχέει την εξάρτηση με τη μη αυτονομία.
Από τη γέννησή μας είμαστε όντα που εξαρτόμαστε από τους άλλους. Ακόμη και μεγαλώνοντας, όντας κοινωνικά όντα, εξαρτόμαστε από τους άλλους για να επιβιώσουμε.
Πρέπει να καταστεί σαφές στον έφηβο ότι πρόκληση για τον ίδιο δεν είναι τόσο το να γίνει απόλυτα ανεξάρτητος, όσο το να αποκτήσει αυτονομία (Delage, 2007; Singly, 2003). Οι Cloutier και Drapeau (2008) διακρίνουν τρία είδη αυτονομίας:
- την αυτονομία των συναισθημάτων, η οποία αφορά τον έλεγχο των συναισθημάτων, των παρορμήσεων και των ορίων
- την αυτονομία της συμπεριφοράς, η οποία ορίζεται από τον έλεγχο των ενεργειών και των συνεπειών τους
- την ιδεολογική αυτονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον έλεγχο των αξιών και ιδεών
Αυτή η επιθυμία για αυτονομία θα αποτελέσει πηγή συζήτησης, διαπραγμάτευσης και σύγκρουσης μεταξύ των γονέων και των εφήβων. Αν και ο έφηβος αναζητά με κάθε τρόπο την αυτονομία του, αναρωτιέται πάντα αν το έχει παρακάνει και αν η συγκρουσιακή του συμπεριφορά δε θα τον κάνει να “χάσει” την αγάπη των γονιών του. Διότι, ενώ χρειάζεται να διεκδικήσει κάποια απόσταση (φυσική και συμβολική) από τους γονείς του, ο έφηβος δεν πρέπει νιώσει το αίσθημα της απογοήτευσης και εγκατάλειψης. Αυτό το παράδοξο, που έθιξε ο Philippe Jeammet (2002), σχετίζεται με την ανάγκη του εφήβου να διεκδικήσει την αυτονομία του και να απελευθερωθεί από τη γονική κηδεμονία και ταυτόχρονα να λάβει από τους γονείς του την αγάπη, τη δύναμη και την εσωτερική ασφάλεια.
Η ανάγκη των εφήβων για συναισθηματικά εγγύτητα και ασφάλεια
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα κι αν επιδιώκεται η αύξηση της αυτονομίας από τους εφήβους, ιδιαίτερα από την ηλικία των 12 έως 18 ετών, η συναισθηματική απόσπαση από τους γονείς τους δεν είναι επιθυμητή για τους εφήβους (Steinberg & Morris, 2001).
Η έλλειψη σημαντικών σχέσεων, η γονική παραμέληση ή η παρουσία μεγάλων συγκρούσεων βρίσκονται στην καρδιά των πιο σοβαρών προβλημάτων που απειλούν τους νέους, όπως της εγκληματικότητας, των αποπειρών αυτοκτονίας, της κατάχρησης ουσιών (Evans, Hawton et Rodham, 2005). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το εκπαιδευτικό στυλ που υιοθετούν οι γονείς θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του εφήβου.
Το ζήτημα της αυτονομίας θέτει και το θέμα του διαχωρισμού. Σύμφωνα με τους ψυχαναλυτές, ο έφηβος πρέπει να “θρηνήσει” την παιδική του ηλικία, καθώς και όλα όσα συνδέονται με αυτή. Πρέπει να δει τους γονείς του διαφορετικά από ότι τους έβλεπε με τα μάτια ενός παιδιού. Αυτό είναι που στην ψυχανάλυση αναφέρεται ως διαδικασία διαχωρισμού-εξατομίκευσης. Ο έφηβος επιδιώκει να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και εν προκειμένω τους γονείς του και να είναι ένα άτομο με δική του ευθύνη, που ενεργεί και σκέφτεται για τον εαυτό του. Το να είσαι αυτόνομος σημαίνει να είσαι σε θέση να σκέφτεσαι, να αισθάνεσαι, να παίρνεις αποφάσεις και να ενεργείς μόνος σου (Steinberg & Morris, 2001).
Ο έφηβος, λοιπόν, δε χρειάζεται μόνο να αισθανθεί αυτόνομος, αλλά έχει ανάγκη παράλληλα να αισθάνεται ασφαλής και «δεμένος» με την οικογένειά του.
Βιβλιογραφία:
Cloutier, R., & Drapeau, S. (2008). Psychologie de l’adolescence. G. Morin.
Delage, M. (2008). L’attachement à l’adolescence. Cahiers critiques de thérapie familiale et de pratiques de réseaux, (1), 79-97.
De Singly, F. (2003). Les uns avec les autres: quand l’individualisme crée du lien. Armand Colin.
Evans, E., Hawton, K., & Rodham, K. (2005). Suicidal phenomena and abuse in adolescents: a review of epidemiological studies. Child abuse & neglect, 29(1), 45-58.
Jeammet, P. (2002). L’adolescence:[de l’enfance à l’âge adulte, la vie familiale, la vie sociale, la vie affective]. Solar.
Steinberg, L., & Morris, A. S. (2001). Adolescent development. Annual review of psychology, 52(1), 83-110.