Η φράση «πόλεμος του ποδοσφαίρου» ίσως να μην είναι ιδιαιτέρως γνωστή στο ευρύ κοινό. Για άλλους, ενδέχεται η λέξη «πόλεμος» να χρησιμοποιείται καταχρηστικά, για να δηλώσει τις έριδες μεταξύ των αθλητικών συλλόγων και των οπαδών τους, όπως το γνωστό σκωτσέζικο Old Firm ανάμενα στη Celtic και τη Rangers. Ωστόσο, ο πόλεμος του 1969 δεν ήταν απλώς μία οπαδική διαμάχη, αλλά μία ένοπλη σύρραξη της Ονδούρας με το Ελ Σαλβαδόρ, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1970.
Τα χρόνια πριν τον πόλεμο
Η ιστορική πορεία τόσο της Ονδούρας όσο και του Ελ Σλαβαδόρ ήταν κοινή. Ούσες αποικίες της Ισπανίας, για αρκετούς αιώνες, μοιράζονταν κάποια πολιτιστικά χαρακτηριστικά όπως τη γλώσσα και τη βαθιά ρωμαιοκαθολική πίστη. Επιπλέον, αμφότερες ανεξαρτητοποιήθηκαν από την Ισπανία το 1821, αρχίζοντας ταυτόχρονα την δική τους πορεία.
Όμως, στα μέσα του 20ου αιώνα, οι δύο όμορες χώρες, εκτός από τη γλώσσα και τη θρησκεία, βρέθηκαν με περισσότερα κοινά, αυτή τη φορά στον οικονομικοπολιτικό τομέα. Ποια ήταν αυτά; Τα δικτατορικά καθεστώτα και η οικονομική εισχώρηση των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος των καλλιεργήσιμων γαιών των χωρών να ελέγχεται από την αμερικανική εταιρεία United Fruit. Η τελευταία, μέχρι και σήμερα, ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής φρούτων των χωρών (οι μπανάνες «Τσικίτα» παράγονται κάτω από την ομπρέλα της United Fruit). Επίσης, τα απολυταρχικά καθεστώτα των δύο χωρών και ο φόβος της «κομμουνιστικής επέλασης» από τη Κούβα, ενέτειναν τα εθνικιστικά αισθήματα στο εσωτερικό τους.
Τα παραπάνω αισθήματα κορύφωσε η μεταναστευτική ροή από το Ελ Σλαβαδόρ στην Ονδούρα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Οι λόγοι του φαινομένου εντοπίζονται κυρίως στον υπερπληθυσμό του Ελ Σλαβαδόρ (την περίοδο εκείνη η χώρα μετρούσε γύρω στους 3.300.000 κατοίκους, εν αντιθέσει με την μεγαλύτερη σε έκταση Ονδούρα που είχε πληθυσμό γύρω στα 2.500.0000). Έτσι, πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν ανατολικά, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Η παθητική κορύφωση του προβλήματος
Ενδεχομένως, ο λεγόμενος «πόλεμος του ποδοσφαίρου» του 1969 να μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν ο Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο, δικτάτορας της Ονδούρας, δεν είχε προχωρήσει σε αναδασμό των εκτάσεων που κατείχαν οι μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ. Φυσικά, αν και θα μπορούσαν να είχαν απαλλοτριωθεί οι εκτάσεις που βρισκόταν στα χέρια των μεγαλοπαραγωγών της United Fruit, αυτές αφέθηκαν ανέγγιχτες, υποδαυλίζοντας όλο και περισσότερο τον λαϊκό αναβρασμό.
Η κίνηση αυτή του Αρεγιάνο, σε συνδυασμό με ένα κύμα προπηλακισμών εναντίων των μεταναστών, που αποτελούσαν το 15 τοις εκατό του πληθυσμού της Ονδούρας, όξυναν τις σχέσεις των δύο χωρών. Συχνά φαινόμενα αποτελούσαν τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ στο Ελ Σαλβαδόρ, στα οποία αναφέρονταν οι ακραίες περίπτωσης βίας κατά των συμπατριωτών τους από το καθεστώς του Αρεγιάνο.
Οι τρεις αγώνες που πυροδότησαν τον πόλεμο
Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου στάθηκαν οι αγώνες των δύο χωρών, που διεξήχθησαν στην προκριματική φάση του Μουντιάλ του 1970. Έχοντας τερματίσει πρώτες στους ομίλους τους, η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ καλούνται να αναμετρηθούν μεταξύ τους στις 6 Ιουνίου του 1969. Ο πρώτος αυτός αγώνας, που διεξήχθη στη πρωτεύουσα της Ονδούρας, την φέρνει νικήτρια με 1-0, με το μοναδικό γκολ να σημειώνεται στις καθυστερήσεις. Οι ενστάσεις της φιλοξενούμενης ομάδας, καθώς και η αυτοκτονία της δεκαοκτάχρονης οπαδού του Ελ Σλαβαδόρ, Αμέλια Μπολάνιος, άρχισαν να οδηγούν τις δύο χώρες σε μεγαλύτερες συγκρούσεις, οι οποίες και θα κορυφωθούν στο δεύτερο αγώνα της 15ης Ιουνίου, αυτή τη φορά στο Ελ Σλαβαδόρ.
Στον δεύτερο αγώνα, τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν τις εξωγηπεδικές συγκρούσεις των οπαδών. Αν και ο απολογισμός του παιχνιδιού ήταν η νίκη της γηπεδούχου με 3-0, δεν έλειψαν οι βιαιότητες μετά τη λήξη της αναμέτρησης. Κατά την επιστροφή τους, οπαδοί της Ονδούρας δέχτηκαν επίθεση από τους αντιπάλους τους, με αποτέλεσμα την καταστροφή δεκάδων οχημάτων και το τραυματισμό πολλών ανθρώπων, που είχαν προσέλθει στο γήπεδο. Παρά την κατακραυγή, ο δικτάτορας του Ελ Σλαβαδόρ, Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες, κατηγόρησε ψευδώς, ως υπεύθυνους των βίαιων συμπεριφορών, τις διάφορες παράνομες ομάδες κομμουνιστών της χώρας.
Ο τρίτος και σημαντικότερος αγώνας δόθηκε στις 26 Ιουνίου στο Μεξικό, τη χωρά που θα φιλοξενούσε το Μουντιάλ του επόμενου χρόνου. Το τεταμένο κλίμα συνεχίστηκε και σε αυτό το παιχνίδι, αφού οι δύο χώρες είχαν προηγουμένως διακόψει τις διπλωματικές τους σχέσεις, λόγω των πληροφοριών περί αντιποίνων κατά των σαλβαδοριανών μεταναστών από ονδουριανούς. Τελικά, το ματς τελειώνει με τη νίκη του Ελ Σλαβαδόρ, η οποία του έδωσε το εισιτήριο για την, ομολογουμένως, όχι και τόσο επιτυχημένη συμμετοχή του στο Μουντιάλ που θα ακολουθήσει.
«Ο πόλεμος των 100 ωρών»
Μετά το τέλος του τρίτου αγώνα και τον τραυματισμό πολλών φιλάθλων και των δύο ομάδων, οι σχέσεις των δύο κρατών φαίνεται να ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί. Δώδεκα ημέρες μετά την τελευταία ποδοσφαιρική αναμέτρηση, η κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ αποφασίζει να αρχίσει τους βομβαρδισμούς στα εδάφη της Ονδούρας, φτάνοντας μέχρι και τη πρωτεύουσά, τη πόλη Τεγκουσιγκάλπα. Παράλληλα, εισβάλλει μέσω ξηράς στη χώρα, εισχωρώντας μάλιστα 8 χιλιόμετρα και καταλαμβάνοντας τις περιοχές όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί σαλβαδοριανοί μετανάστες. Φυσικά, η Ονδούρα δεν έμεινε αμέτοχη στην επίθεση και προχώρησε σε βομβαρδισμό των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Ελ Σλαβαδόρ.
Ωστόσο, η μικρή διάρκεια του πολέμου είχε προοικονομηθεί, αφού καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε την οικονομική και υλική δυνατότητα για να τον συνεχίσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της οικονομικής δεινότητας των δύο κρατών ήταν η μετατροπή πολιτικών αεροπλάνων σε μαχητικά, η ρήξη των οβίδων με τα χέρια και η υπεξαίρεση των χρημάτων, που προορίζονταν για τον στρατό, από υψηλόβαθμους στρατιωτικούς.
Έτσι, αφού ο πολεμικός αυτός αγώνας κατέληξε να είναι ισόπαλος (με την επικράτηση της Ονδούρας στον αέρα και του Ελ Σαλβαδόρ στο έδαφος), τα δύο αντιμαχόμενα κράτη στράφηκαν στις ΗΠΑ, που όμως επέλεξαν να μείνουν ουδέτερες. Η υπόθεση κατευνασμού της σύρραξης οδηγήθηκε στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών, και την 18η Ιουλίου υπεγράφη η κατάπαυση του πυρός. Βάσει της συμφωνίας που τέθηκε σε ισχύ δύο μέρες αργότερα, τα σαλβαδοριανά στρατεύματα θα έπρεπε να αποχωρίσουν από τα ξένα εδάφη, μια κίνηση που ολοκληρώθηκε ομαλά στις αρχές του επόμενου μήνα.
Η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών υπεγράφη τελικώς το 1980 και επικυρώθηκε 10 χρόνια αργότερα από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο και καθόρισε οριστικά τις συνοριακές διαφορές που εκρεμμούσαν.
Ο «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου»: Απολογισμός και συνέπειες
Αν και ο πόλεμος διήρκησε μόνο τέσσερις ημέρες, οι υλικές και ανθρώπινες απώλειες ήταν σημαντικές, καθώς 6.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 100.000 κάτοικοι υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν από τις εστίες τους. Ορατές, επίσης, ήταν οι πολιτικές συνέπειες του πολέμου, αφού αυτός βοήθησε στην περαιτέρω ενθάρρυνση των δικτατορικών καθεστώτων και στην επιβολή σκληρότερων πολιτικών περιορισμών των πολιτικών τους αντιπάλων στο εσωτερικό τους. Από δω και στο εξής, οι παραστρατιωτικές ομάδες θα έχουν αισθητά πιο ισχυρό ρόλο στα πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα των κρατών.
Σε οικονομικό επίπεδο η διεξαγωγή του πολέμου στάθηκε καταστροφική για την δημιουργία και ανάπτυξη της Κοινής Αγοράς της Κεντρικής Αμερικής (CACM), μίας ένωσης που στόχευε στον περιορισμό της επίδρασης της σοσιαλιστικής Κούβας στις αγορές των χωρών της αμερικανικής ηπείρου. Εν τέλει, η CACM, παρά την αρχική αναστολή, δημιουργείται 22 χρόνια αργότερα, χωρίς ωστόσο να συμβάλλει ορατά στην βελτίωση του δεινού οικονομικού και βιωτικού επιπέδου των χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Τέλος, ο πόλεμος έπληξε περισσότερο το Ελ Σλαβαδόρ, αφού οι σαλβαδοριανοί μετανάστες από την Ονδούρα κλήθηκαν να επιστρέψουν στη πατρίδα τους. Η ξαφνική αύξηση του πληθυσμού, σε μία ιδιαιτέρως μικρή σε έκταση χώρα, και η ανικανότητα της κυβέρνησης να εξασφαλίσει τα απαραίτητα στους πολίτες της, οδήγησαν σε έναν πολυετή εμφύλιο πόλεμο, διάρκειας 12 χρόνων (1979-1991). Ο εμφύλιος, αν και επιτυχώς απομάκρυνε τη δικτατορική κυβέρνηση, έφερε την ολική πολιτική, οικονομική και κυρίως κοινωνική ισοπέδωση της χώρας, η οποία επί 30 χρόνια προσπαθεί να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως η υψηλή εγκληματικότητα, το εμπόριο ναρκωτικών και τα υψηλότατα επίπεδα φτώχειας που την μαστίζουν.
Ακολουθεί βίντεο σχετικά με τον «Πόλεμο του Ποδοσφαίρου»:
Πηγές άρθρου
Πόλεμος του ποδοσφαίρου. Ανακτήθηκε από el.wikipedia.org (τελευταία πρόσβαση 27/06/2021).
Honduras v El Salvador: The football match that kicked off a war. Ανακτήθηκε από www.bbc.com (τελευταία πρόσβαση 27/06/2021).
Cable, V. (1969). The ‘Football War’ and the Central American Common Market. International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-), 45(4), 658-671. doi:10.2307/2613335.
Rouquié, A., & Vale, M. (1973). HONDURAS – EL SALVADOR, THE WAR OF ONE HUNDRED HOURS: A CASE OF REGIONAL “DISINTEGRATION”. International Journal of Politics, 3(3), 17-51. Retrieved June 27, 2021, from http://www.jstor.org/stable/27868774.