Η συνθήκη των Βερσαλλιών υπεγράφη στις 28 Ιουνίου 1919 και επικυρώθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1920. Με αυτήν, ο κύκλος της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης του Παρισιού (με ημερομηνία έναρξης την 18η Ιανουαρίου 1919) κλείνει, και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος φτάνει επισήμως στο τέλος του.
Η ατμόσφαιρα της Συνδιάσκεψης
Τα δέκα εκατομμύρια νεκρών, το κόστος τριακοσίων πενήντα δις δολλαρίων και η πτώση τεσσάρων αυτοκρατοριών (Γερμανικής, Αυστροουγγαρικής, Ρωσικής και Οθωμανικής), ήταν ο πικρός απολογισμός του Α’ Παγκοσμίου. Οι καταστροφές που είχε υποστεί η Γαλλία και ο ρόλος της στον πόλεμο, ήταν οι λόγοι που το Παρίσι επιλέχθηκε να φιλοξενήσει τις εργασίες που θα υπέγραφαν την λήξη των εχθροπραξιών. Έτσι, η γαλλική πρωτεύουσα, υποδέχθηκε εβδομήντα αντιπροσώπους των χωρών-νικητών, μαζί με εκατοντάδες συμβούλους, γραμματείς και δημοσιογράφους.
Οι ηττημένοι είχαν αποκλειστεί από την Διάσκεψη, ενώ συμφωνήθηκε να συγκροτηθεί το Συμβούλιο των Πέντε (που μαζί με την προσθήκη πέντε υπουργών εξωτερικών έγινε Συμβούλιο των Δέκα), το οποίο θα εξέδιδε την ετυμηγορία των νικητών. Η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Ιαπωνία θα έπαιρναν όλες τις αποφάσεις, και μάλιστα η τελευταία, είχε περιορισμένη συμμετοχή στο Ανώτατο Συμβούλιο.
Οι επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων
Οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις προσήλθαν στο διαπραγματευτικό τραπέζι με διαφορετική ατζέντα, η οποία εν πολλοίς είχε διαμορφωθεί από τον τρόπο συμμετοχής τους στον πόλεμο, και τώρα πια επιθυμούσαν την επισφράγιση των κερδών τους. Η Μεγάλη Βρετανία, έχοντας διασφαλισμένη την θαλάσσια κυριαρχία της, επιδίωξε να αποσπάσει εδάφη που ανήκαν στην Γερμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ παράλληλα διατηρούσε το ενδιαφέρον της για την περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Παρ’ όλα αυτά, η Βρετανία είχε σοβαρούς λόγους να μην επιθυμεί τον διαμελισμό της Γερμανίας, αφού για τους Βρετανούς η Γερμανία αποτελούσε το αντίπαλο δέος της Γαλλίας στην περιοχή της Ευρώπης. Μια ταπεινωτική συμφωνία για τους Γερμανούς, με τους οποίους προπολεμικά το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρούσε άριστες εμπορικές σχέσεις, είτε θα έδινε στους Γάλλους τα ηνία της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, είτε θα προκαλούσε τους Γερμανούς να ακολουθήσουν το μπολσεβικικό παράδειγμα.
Η Γαλλία από την μεριά της, η οποία είχε υποστεί τρεις γερμανικές εισβολές σε έναν αιώνα, απαιτούσε λακωνικά «η Γερμανία να πληρώσει». Οι επιδιώξεις της Γαλλίας να προσαρτήσει την Αλσατία και την Λωρραίνη δεν είχαν αλλάξει, και οι Γάλλοι ήθελαν με κάθε τρόπο να διασφαλίσουν την αποσόβηση του γερμανικού κινδύνου. Η Ιταλία, διεκδικούσε τους στόχους της αλυτρωτικής της πολιτικής, την επικράτησή της στην Αδριατική και την αυξημένη της παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ρωσία, Γαλλία και Βρετανία δεν είχαν άμεσα συμφέροντα στην περιοχή, κάτι που αναπτέρωνε τις ελπίδες της για υλοποίηση των σχεδίων της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ήταν η μόνη δύναμη που δεν έφερε στο τραπέζι καμία εδαφική διεκδίκηση. Ο λόγος της εμπλοκής των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο ήταν εξαρχής η προσβολή των οικονομικών της συμφερόντων στην Ευρώπη, καθώς τα εμπορικά αμερικανικά πλοία παρενοχλούνταν, ή και βομβαρδίζονταν, από τα γερμανικά υποβρύχια. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον, τήρησε τον λόγο του όταν, κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Γερμανία, δήλωσε πως αυτή η ενέργεια «δεν είχε στόχο υλικά πλεονεκτήματα, αλλά προάσπιση των δημοκρατικών ιδεώδων». Η μορφή του Ουίλσον διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, με βασικό του στόχο την διαμόρφωση ενός καθεστώτος συλλογικής ασφάλειας και ενός οικουμενικού συστήματος δικαίου.
Αντιπαραθέσεις και διαπραγματεύσεις
Μπορεί τα περιβόητα «δεκατέσσερα σημεία του Ουίλσον», ένα χρόνο νωρίτερα (1918), να είχαν γίνει δεκτά από το Παρίσι και το Λονδίνο, ωστόσο η ισορροπία, όσον αφορά την υπογραφή ειρήνης, παρέμενε εύθραυστη. Όπως είδαμε, ο Αμερικανός πρόεδρος εργαζόταν με ιδιαίτερο ζήλο για την πραγματοποίηση του μεγαλεπήβολου σχεδίου του. Δυστυχώς για εκείνον, αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπος τόσο με την ειρωνική διάθεση του Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμενσώ, ο οποίος είχε δηλώσει πως «ο Παντοδύναμος Θεός είχε μόνο δέκα εντολές, ενώ ο Ουίλσον έχει δεκατέσσερις», όσο και με την χαρακτηριστική μετριοπάθεια του Βρετανού Λόυδ Τζορτζ, του οποίου αργότερα η παρέμβαση θα έβγαζε τις διαπραγματεύσεις από το αδιέξοδο.
Είναι γεγονός πως αυτοκρατορίες είχαν καταρρεύσει και παλαιότερα, επομένως η επαναχάραξη συνόρων που έπρεπε να γίνει δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Αυτό που διαφοροποιεί την Συνδιάσκεψη του 1919 είναι πως έπρεπε να συγχρονίσει τρεις παραμέτρους: Σεβασμός αυτοδιάθεσης των λαών, αποφυγή εδαφικών μεταβολών που θα προκαλούσαν μελλοντικές διαμάχες και ικανοποίηση των αιτημάτων των νικητών.
Η αρχή αυτοδιάθεσης των λαών άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στο Συμβούλιο, όταν χρησιμοποιήθηκε από την Αυστρία που επιδίωξε να ενωθεί με την Γερμανία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Γαλλία αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αυτό βέβαια, ήταν αντίθετο με τις αρχές των Δεκατεσσάρων σημείων, έτσι, οι ΗΠΑ και η Βρετανία, παραβιάζοντας έμμεσα την αρχή αυτοδιάθεσης, δήλωσαν πως θα ικανοποιούσαν το αίτημα της Αυστρίας, αν το τελευταίο έπαιρνε έγκριση απ’ την Κοινωνία των Εθνών.
Η αρχή των εθνοτήτων καταπατήθηκε σε άλλες δύο περιπτώσεις. Η πρώτη είναι αυτή της Πολωνίας (των δυτικών της συνόρων), όπου το Ντάντσινγκ και η Άνω Σιλεσία δεν παραχωρήθηκαν στην Πολωνία. Στο πρώτο κατοικούσαν Γερμανοί, και θα γινόταν πόλη με ανεξάρτητο καθεστώς, έτσι ώστε οι Βρετανοί να μπορούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται εμπορικά στο λιμάνι του. Η τύχη της Άνω Σιλεσίας, της οποίας τα ορυκτά έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για την γερμανική οικονομία, θα κανονίζονταν με δημοψήφισμα. Η Βρετανία είχε σοβαρούς λόγους να αντιτίθεται σε μια ισχυρή Πολωνία, αφού η τελευταία είχε παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Γαλλία, συνεπώς αυτό έθετε σε κίνδυνο την ισορροπία δυνάμεων. Η δεύτερη περίπτωση, είναι αυτή της Τσεχοσλοβακίας, όπου περιοχές που κατοικούσαν Γερμανοί παραχωρήθηκαν με ευκολία στην Τσεχοσλοβακία.
Επιπλέον, το ζήτημα χάραξης των εδαφών προκαλούσε το ζωηρό ενδιαφέρον της Γαλλίας. Οι Γάλλοι πρότειναν την προσάρτηση της δυτικής όχθης του Ρήνου και την δημιουργία αυτόνομων κρατών σε όλο το μήκος της Ρηνανίας. Αυτά τα θεωρητικά αυτόνομα κράτη, θα βρίσκονταν ή κατέχονταν απ’ τις Συμμαχικές δυνάμεις επ’ αόριστον, και θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να συγκροτήσουν τελωνειακή ένωση με την Γαλλία, τη Βρετανία και το Βέλγιο. Οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την Γαλλία για ιμπεριαλιστική πολιτική. Ο Βρετανός Λόυδ Τζόρτζ ορθώς διέβλεπε πως η πρόταση της Γαλλίας όχι μόνο παραβίαζε την αρχή της αυτοδιάθεσης, αλλά θα ενίσχυε επικινδύνως την γαλλική επιρροή και παρουσία στην περιοχή, αφού κάποια στιγμή τα βρετανικά και αμερικανικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν απ’ τον Ρήνο. Γι’ αυτό το λόγο, πρότεινε μια άλλη λύση. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία θα ήταν υποχρεωμένες να συνδράμουν στρατιωτικά τη Γαλλία αν αυτή δεχόταν γερμανική επίθεση. Η διασυμμαχική κατοχή της περιοχής της Ρηνανίας θα περιορίζονταν στα 15 έτη, και οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να έχουν στρατιωτική παρουσία ή οχυρωματικά έργα σε οριοθετημένη περιοχή του Ρήνου.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) αποτελούνταν συνολικά από 640 άρθρα. Γενικότερα, η Γερμανία μπορούσε να αποστρατιωτικοποιηθεί εύκολα, αφού ο στρατός της περιορίζονταν σε μια δύναμη εκατό χιλιάδων ανδρών, όπως και έγινε. Φυσικά, δεν μπορούσε να πληρώσει ολόκληρα τα ποσά που της ζητήθηκαν ως αποζημιώσεις, το ακριβές ύψος των οποίων εν τέλει δεν συμφωνήθηκε. Η Γαλλία της ζητούσε επτακόσια δις φράγκα, ενώ η Βρετανία διεκδικούσε ποσό ανάλογο για να αποπληρώσει τα αμερικανικά δάνεια που είχε πάρει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το Βέλγιο ήθελε προτεραιότητα στις επανορθώσεις λόγω των υλικών ζημιών που είχε υποστεί, ενώ οι ΗΠΑ επέμεναν η Γερμανία να πληρώσει μόνο τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην αποκατάσταση των υλικών ζημιών.
Όπως θα ήταν αναμενόμενο, η Γερμανία αναγκάστηκε να αποχωριστεί τις αποικίες της, οι οποίες μοιράστηκαν ανάμεσα σε διάφορα κράτη, με σημαντικότερα μεταξύ αυτών τις Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο και Ιαπωνία. Παραχώρησε την Αλσατία και τη Λωρραίνη στην Γαλλία, την Πονζανία και την Δυτική Πρωσία στην Πολωνία και παραιτήθηκε από τα εμπορικά της δικαιώματα σε Κίνα και Αίγυπτο. Με την Συνθήκη των Βερσαλλιών, το σύμφωνο Μπρεστ- Λιτόφσκ μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, ακυρώθηκε.
Ακολουθεί βίντεο με θέμα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών:
Πηγή
Θ. Χριστοδουλίδης. Διπλωματική Ιστορία Τριών Αιώνων, Β Τόμος. Εκδόσεις Σιδέρης 2004.