
Τα πρώτα χρόνια
Ο Τζουζέπε Βέρντι γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1813, στο Λε Ρονκόλ, στο Δουκάτο της Πάρμας. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του ήταν αγρότες, ενώ ο πατέρας του είχε ένα μικρό πανδοχείο. Βέβαια αυτά δεν ήταν αρκετά για να μορφωθεί ο Βέρντι, αλλά έδειξε από νωρίς την κλίση του στη μουσική.
Σαν από μηχανής θεός, ο οργανοπαίχτης της τοπικής εκκλησίας, Πιέτρο Μπαϊστρόκι, ξεκινάει μαθήματα μουσικής με τον μικρό Τζουζέπε. Τον μύησε στον κόσμο, αρχικά, της εκκλησιαστικής μουσικής. Οι γονείς του αναγνώρισαν αμέσως το ταλέντο του 6χρονου Τζουζέπε κι έτσι με τις λίγες οικονομίες που είχαν του αγόρασαν ένα σπινέττο.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών, ο Τζουζέπε Βέρντι μετακόμισε με την οικογένεια του στο Μπουσσέτο και η μόρφωση του διευκολύνθηκε από τις επισκέψεις του στη βιβλιοθήκη των Ιησουιτών της περιοχής. Λίγο καιρό μετά, έγινε οργανίστας με μερική απασχόληση στο San Michele, ενώ συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στο γυμνάσιο του Μπουσσέτο. Βέβαια την προσπάθεια του βοηθούσε πολύ κι ένας προμηθευτής του πατέρα του, ο Αντόνιο Μπαρέτζι, ο οποίος ήταν μαγεμένος από το ταλέντο του μικρού Τζουζέπε.
Σύντομα ο Βέρντι έμαθε να παίζει πιάνο, κλαρινέτο, φλάουτο, μπάσο και κόρνο. Έτσι, έγινε βασικό στέλεχος του Φιλαρμονικού Συλλόγου.
https://www.youtube.com/watch?v=M-_BhozB3JA
Στα 18 του, ο δάσκαλός του πέθανε. Τότε μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, με έξοδα του Μπαρέτσι για σπουδές στο Ωδείο. Δυστυχώς δεν έγινε δεκτός, καθώς είχε υπερβεί το όριο ηλικίας και δεν τοποθετούσε σωστά τα χέρια του στο πιάνο. Έμεινε στο Μιλάνο τρία χρόνια και σπούδασε κοντά στον Βιτσέντζο Λαβίνια, ένα μουσικό της Σκάλας της Μιλάνου.
Εν έτη 1832, δέχτηκαν μερικώς την αίτηση του, προκειμένου να περάσει από ακρόαση, όμως θεώρησαν ότι θα κατέληγε μια μετριότητα. Τα λόγια αυτά τσάκισαν τον Βέρντι.
Πίσω όμως, στο χωριό του τον αγαπούσαν πολύ και περίμεναν την επιστροφή του.
Το 1833 επέστρεψε στο Μπουσσέτο, όπου κάθε Κυριακή έπαιζε εκκλησιαστική μουσική στη διάρκεια της λειτουργίας στην Παναγιά των Αγρών. Τον Οκτώβριο του 1834, διεκδίκησε τη θέση του οργανίστα και διευθυντή της χορωδίας της τοπικής εκκλησίας, όμως απέτυχε. Ο λόγος; Οι ιερείς έδωσαν τη θέση σε δικό τους υποψήφιο. Ο Βέρντι ήθελε να φύγει και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Μιλάνο, οι οπαδοί του όμως είχαν άλλη άποψη. Τον κλείδωσαν στην κυριολεξία μέσα στο σπίτι του.
Μέσα σε ένα χρόνο, διοργάνωσε την πρώτη του συναυλία στο Μιλάνο και τον Ιούλιο του 1835 απέκτησε το δίπλωμα που του επέτρεψε να γίνει αρχιμουσικός. Έτσι, οι κόποι του ανταμείφθηκαν και το 1836 διορίσθηκε αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής ορχήστρας της εκκλησίας του Μπουσσέτο.
Και τότε γνώρισε τον έρωτα της ζωής του.
Ο έρωτας, η άνοδος και η απόγνωση
Και εκεί που ερχόταν η αναγνωρισιμότητα του ταλέντου του στο Μιλάνο, ερωτεύεται τη Μαργκερίτα Μπαρέτσι, κόρη του ανθρώπου που τον βοήθησε. Ήταν μόλις 23 ετών, όταν παντρεύτηκε την όμορφη Μαργκερίτα, αποκτώντας μαζί της μία κόρη και ένα γιο.
Το φθινόπωρο του 1838 μετακόμισε με τη Μαργκερίτα στο Μιλάνο, όπου το 1839 ανέβασε την πρώτη του όπερα «Ομπέρτο», αποσπώντας εκπληκτικές κριτικές.
Βέβαια μπορεί η πρώτη του επίσημη σύνθεση να ήταν πετυχημένη, πίσω από αυτή υπήρχε όμως ένα οικογενειακό δράμα. Ο Βέρντι είχε χάσει την αδερφή του, αλλά και τα δύο του παιδιά. Αμέσως μετά την παρουσίαση της όπερας στη Σκάλα του Μιλάνου, πέθανε και η γυναίκα του από εγκεφαλίτιδα.
Λίγο καιρό μετά, συνέθεσε και παρουσίασε την όπερα «Μια Μέρα Βασιλείας», η οποία κατέβηκε αμέσως μετά την πρεμιέρα. Ο Βέρντι θεώρησε ότι ήταν το τέλος της ζωής και της καριέρας του. Απομονώθηκε και κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν είχε πια έμπνευση, δεν είχε πια την οικογένεια του. Το 1842, ο διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου και ιμπρεσάριος Μερέλι, του πρότεινε να μελοποιήσει ένα λιμπρέτο που πραγματευόταν την υποδούλωση των Εβραίων από τον Ναβουχοδονόσορα. Βέβαια ο Βέρντι δεν έδωσε σημασία στην αρχή, όμως όταν άρχισε να το ξεφυλλίζει κάτι ξύπνησε μέσα του.
Έτσι, δημιουργήθηκε η όπερα «Ναμπούκο» και χάρισε στον Βέρντι τη φήμη που ονειρευόταν.
Την ίδια χρονιά, γνωρίζει τη μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, την υψίφωνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι και την κοντέσα Κλαρίνα Μαφέι. H κοντέσα του άνοιξε την πόρτα της υψηλής κοινωνίας του Μιλάνου. Τα χρόνια που ακολούθησαν ο ίδιος τα αποκάλεσε “χρόνια γαλέρας”, καθώς από το 1842 ως το 1849 συνέθετε χωρίς διακοπή.
Οι πιο σημαντικές όπερες που συνέθεσε εκείνα τα χρόνια ήταν “Οι Λομβαρδοί στην πρώτη σταυροφορία” (1843), ο “Μάκμπεθ” (1847) και η Λουίζα Μίλλερ (1849). Στο μεταξύ, ο Βέρντι στα μέσα της δεκαετίας του 1840 μετακόμισε στο Παρίσι, για την όπερα των Παρισίων και αναπροσαρμόζει το έργο του “Οι Λομβαρδοί στην Ιερουσαλήμ” (1847), προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες της γαλλικής όπερας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1851 παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγο του, έπειτα από δέκα χρόνια σχέσης, καθώς η δουλειά του τον είχε απορροφήσει.
Κομβική στιγμή της καριέρας του, το 1851, όπου παρουσίασε τον «Ριγκολέτο». Η όπερα αυτή βασίστηκε στο έργο του Ουγκώ «Ο βασιλιάς διασκεδάζει». Δύο χρόνια μετά, ανεβάζει τις όπερες «Τροβατόρε» και «Τραβιάτα» και ο κόσμος παραληρεί. Στους δρόμους του Μιλάνου είναι η μοναδική μελωδία που υπάρχει. Όλοι τον λατρεύουν.
Το διασημότερο ίσως έργο του, «Αϊντα», σχετίζεται με τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ από τον Ισμαήλ Πασά, ο οποίος ήθελε η όπερα να αποτελέσει ένα είδος εθνικού ύμνου. Η «Λειτουργία για ρέκβιεμ» γράφεται το 1873 με αφορμή το θάνατο του συγγραφέα Αλεσάντρο Μαντσόνι. Το 1887 γράφει τον «Οθέλλο» σε ηλικία ογδόντα ετών, ενώ αποχαιρετά τον κόσμο της σκηνής με την κωμική όπερα «Φάλσταφ». Το 1898 προβλήθηκαν τα ορατόρια του: Stabat Mater, Laudi alla Vergine, Te deum.
Το τέλος και η αγάπη της Ιταλίας

Tο 1861 ζητήθηκε από το Βέρντι να βάλει υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο. Κέρδισε άνετα μια έδρα κι έμεινε για μια θητεία. Στο υπόλοιπο της ζωής του, ο Βέρντι ήταν σεβαστός ως ο συνθέτης του “Il Risorgimento” (Η Αναζωπύρωση) που έφερε την ένωση της Ιταλίας. Έγινε μέλος της Ιταλικής Γερουσίας, της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και ονομάστηκε ιππότης του Μεγάλου Σταυρού της Ιταλίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, ο Βέρντι δημιούργησε δεσμό με τη σοπράνο Τερέζα Σολτς, όμως το 1877, ο Βέρντι επέλεξε να μείνει κοντά στη σύζυγο του. Σύμφωνα με τους κύκλους της εποχής, ο Βέρντι θεωρούταν “ζωηρός”, ενώ η γυναίκα του αποκαλούταν πόρνη, καθώς είχε αφήσει τέσσερα παιδιά στο ορφανοτροφείο, προτιμώντας την καριέρα της.
Το Νοέμβριο του 1897 η Τζουζεπίνα απεβίωσε και ο Τζουζέπε εγκαταστάθηκε ξανά στο Μιλάνο. Στις 14 Μαΐου 1900 ο Βέρντι υπέγραψε τη διαθήκη, όπου ο οίκος ευγηρίας «La casa di riposo» που είχε υπό την επίβλεψη του, κληρονόμησε τα πνευματικά δικαιώματα όλων των έργων του.
Στις 21 Ιανουαρίου 1901 ο Βέρντι υπέστη καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό, στο Grand Hotel του Μιλάνο, όπου διέμενε. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου απομάκρυνε τους υπόλοιπους πελάτες του και η αστυνομία απαγόρευσε την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών μπροστά στο ξενοδοχείο για να εξασφαλίσει την ηρεμία του ασθενούς.
Ο Βέρντι πέθανε στις 2:50 το πρωί της 27ης Ιανουαρίου σε ηλικία 88 ετών. Τα περισσότερα καταστήματα της Ιταλικής πόλεως παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους. Η νεκρώσιμη ακολουθία του, στις 29 Ιανουαρίου 1901, ήταν μια μουσική πανδαισία με ορχήστρες και χορωδίες από ολόκληρη την επικράτεια. Περισσότερα από 300.000 άτομα τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, τραγουδώντας το «Va Pensiero»-«Πέταξε σκέψη», απόσπασμα από την τρίτη πράξη της όπερας «Ναμπούκο». Μια μελωδία που έγινε ο ύμνος της ιταλικής ενότητας. Τάφηκε σε κρύπτη του ιδρύματος για αναξιοπαθούντες μουσικούς, το οποίο δημιούργησε ο ίδιος.
Ήταν ένας συνθέτης που άλλαξε τα δεδομένα της όπερας. Απέδειξε πως αν έχεις πίστη στον εαυτό σου και το ταλέντο σου θα τα καταφέρεις και ας μην είναι με την πρώτη φορά.
Ακολουθεί μια εκτενής βιογραφία του Τζουζέπε Βέρντι.
Info
https://www.sansimera.gr/biographies/591