Το Καλαπόδι (Κάλλος + πόδι ή διαφορετική ερμηνεία καλό + πόδι) είναι ένα χωριό, το οποίο ανήκει στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας, στην περιφερειακή ενότητα της Φθιώτιδας, στον δήμο Λοκρών, καθώς και στη δημοτική ενότητα Αταλάντης. Απέχει μόλις 156 χλμ βορειοδυτικά της Αθήνας και ο πληθυσμός της υπολογίζεται στους 444 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Ωστόσο, η πλειονότητα των κατοίκων είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Οι πλείστοι από τους γεωργούς ασχολούνται κυρίως με τη καλλιέργεια δημητριακών, βαμβακιού, καθώς και και καπνού. Το χωριό διαθέτει πλούσια αρχαία και νεότερη ιστορία με διαρκή παρουσία από την προϊστορική εποχή ως σήμερα.
Ιστορία του χωριού
Η περιοχή του Καλαποδιού δεν σταμάτησε να κατοικείται συνεχώς με την πάροδο των χρόνων και των αιώνων. Πολλές είναι οι αναφορές πολλών ιστορικών, καθώς και ποιητών της εποχής για την περιοχή. Μερικοί από αυτούς είναι: ο Όμηρος, ο οποίος κάνει λόγο για την περιοχή του Καλαποδιού στην Ιλιάδα και πιο συγκεκριμένα στην ραψωδία Β, ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος, ο Ξενοφών και άλλοι ακόμη καταξιωμένοι λόγιοι της εποχής κάνουν λόγο στα έργα τους για την περιοχή. Τα τελευταία δέκα χρόνια, αρκετοί ιστορικοί από το εξωτερικό ασχολήθηκαν με την περιοχή όπως λόγου χάρη ο R. Felsch, o P. Ellinger και ο Dr. Kienast.
Ανατολικά του χωριού βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος, όπου άκμασε η Υάμπολις, με έκταση χιλίων (1000) στρεμμάτων, μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Αρχαίας Φωκίδας και η οποία συνόρευε με την Οπούντια Λοκρίδα. Έπειτα από την καταστροφή της Υαμπόλεως, είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήθηκε ένας νέος οικισμός στην περιοχή του Καλαποδίου, το οποίο έχει ιστορικά τεκμηριωθεί και στους βυζαντινούς χρόνους, οι δημοσιεύσεις του γερμανικής καταγωγής αρχαιολόγου Rainer Felsch, το 1996 επιβεβαιώνουν την οίκηση.
Η μορφή της οικονομίας του τόπου αυτού προέρχεται κυρίως από την γεωργία και κτηνοτροφία, καθώς και επηρέασαν έτσι τον πολιτισμό και τη λατρεία των κατοίκων. Στο χωριό ωστόσο, κατά τα αρχαϊκά χρόνια η λατρεία των θεών εκδηλωνόταν με τις ιεροτελεστίες. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους οι ιεροτελεστίες πραγματοποιούνταν σε ομάδες και λάμβαναν χώρα στην ύπαιθρο ή σε άλση ή και σε τεμένη, που ήταν ιεροί χώροι, αφιερωμένοι πολλές φορές σε κάποιον ή σε κάποιους θεούς. Λέγεται επίσης, ότι οι ιεροτελεστίες πραγματοποιούνταν και από ηγεμόνες των ανακτόρων. Εξαίρεση αποτελεί η περιοχή του Καλαποδίου, όπου υπήρχε κτίριο με τόφρα θυσιαστηρίου καθώς και βωμό. Η πρώτη κατοίκηση στο χωριό συνεχίστηκε και μετέπειτα στους υστεροβυζαντινούς χρόνους.
Σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, από τα Οθωμανικά αρχεία παίρνουμε την μαρτυρία, πως το Καλαπόδι προ της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του νομού. Στη διάρκεια των ετών 1466-1570 το Καλαπόδι δεν αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους, γεγονός που το κάνει να μοιάζει εγκαταλελειμμένο. Αποκορύφωμα της εγκατάλειψης εικάζουμε πως ήταν η επιδημία της πανούκλας, που έπληξε το χωριό και αποδεκάτισε τους κατοίκους του. Οι Αρβανίτες, οι οποίοι κλήθηκαν από τον βασιλιά Πέτρο IV της Αραγκόνας, δεν παρέμειναν στάσιμοι και άπραγοι αλλά έπεσαν στο πεδίο της μάχης βγάζοντας από αυτή την “αίσα” πολλά χωριά της Ανατολικής Λοκρίδας. Στους Τούρκους, δε, λόγω των προνομίων δε τους επετράπη η εγκατάστασή τους στο χωριό. Το Καλαπόδι όπως και τα υπόλοιπα χωριά του νομού αλλά και ολόκληρης της Ελλάδος ανά καιρούς ήταν από αυτά, που στο εσωτερικό τους βρέθηκαν ουγγρικά νομίσματα. Η παρουσία τους αυτή εξηγείται χάρη στον πόλεμο, τον οποίο κήρυξε ο Μέγας Λουδοβίκος της Ουγγαρίας κατά της Ενετικής Δημοκρατίας.
Έτσι, στην Επανάσταση του 1821 η συμμετοχή των κατοίκων ήταν αξιοθαύμαστη καθώς έγιναν γνωστοί. Μερικοί από τους πολεμιστές, αυτοί ήταν ο Γραμματίκας Αναστάσιος, ο Ζυγογιάννης, ο Μιχαλίτσης, και ο Μπούρχας Γεώργιος.
Σήμερα το χωριό επικοινωνεί με διάφορες περιοχές της Λοκρίδας και πιο συγκεκριμένα με την ανατολική Λοκρίδα και τις περιοχές της όπως: Την Ελάτεια, την Τιθορέα, την Λιβαδιά και τέλος τους Δελφούς.
Αρχαιολογικά Ευρήματα
Από τα πιο επιφανή ευρήματα είναι αυτά στην τοποθεσία Αγ. Ειρήνη Καλαποδίου. Μερικά από αυτά έχουν δει το φως της δημοσιότητας από τα ίχνη του νεολιθικού οικισμού. Ευρήματα που στην πλειοψηφία τους είναι εργαλεία καθημερινής χρήσης από σκληρή πέτρα και οψιανό προερχόμενο από τη Μήλο. Σημαντικά, ωστόσο, είναι και τα ευρήματα από τον περίβολο του ιερού,Αγίους Αποστόλους τόσο της Μεσονεολιθικής εποχής όσο και της εποχής του Χαλκού, σε αυτά περιλαμβάνονται πέτρινα τσεκούρια, ένα κεραμικό όστρακο σε κυανό χρώμα βαμμένο, όστρακα καθώς και τρίποδες.
Στις ανασκαφές που έλαβαν χώρα το 1973 από τον Γερμανό αρχαιολόγο Felsch με μια πολυμελή ομάδα στο πλευρό του, από καταξιωμένους ερευνητές και επιστήμονες στη θέση που βρίσκονταν οι Αγ. Απόστολοι στην οδό που ενώνει την Αταλάντη με τους Δελφούς ανακάλυψαν μια διαδοχή στρωμάτων από την Υστερομυκηναϊκή εποχή μέχρι τον 4ο αι. π.Χ., όπου αποκαλύφθηκε ο ναός της Ελαφηβόλου Αρτέμιδος.
Κάτω από τον ναό βρέθηκαν μια σειρά άλλων ναών κλασσικής περιόδου με πρώτο το ιερό Μυκηναϊκής εποχής, που αποτελούνταν από κτίριο και τάφρο θυσιαστηρίου. Το ιερό αυτό χρονολογείται από τον 13ο αι. π.Χ και αποτελεί το μοναδικά οργανωμένο ιερό της Μυκηναϊκής εποχής στον ελλαδικό χώρο, που λειτούργησε έως και το 850 π.Χ. Στο ιερό ακριβώς αυτό βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα, κοσμήματα, ειδώλια και αγαλματίδια.
Μετά τον σεισμό άρχισε η κατασκευή του τελευταίου ναού σε σχέδια της Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής του 5ου αιώνα π.Χ. σχολής έως την τελική του καταστροφή από τον Θεοδόσιο το Μέγα.
Τα ευρήματα από τις ανασκαφές φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο Λαμίας, και στο αρχαιολογικό μουσείο Αταλάντης .
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Ανθή Σακκά
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου