“Δεν ταιριάζω με κανέναν, δεν είμαι σαν εκείνες που κάνουν παρέα και το κοκορεύονται, σαν αυτές που ποθούν για σχέση τους, τις επιφανειακές κούκλες με την αψεγάδιαστη εικόνα, δεν είμαι και δε θα γίνω ποτέ αυτό που αποζητούν από εμένα… Με χλευάζουν, με έχουν στιγματίσει “είσαι φτωχή”, “φοράς κουρέλια, δεν είναι μάρκες αυτά”, “δες την, το παίζει ντροπαλή”, “η οικογένεια σου είναι ένα τίποτα” μου φωνάζουν. Είμαι σαν εκείνα τα παραπεταμένα αποβράσματα που δεν επιθυμεί κανένας στο περίγυρο του… Ποια; Εγώ, ρε; Εγώ; Τι έκανα, για να αξίζω κάτι τέτοιο;
Και η ψυχή μου να βράζει, να θέλω να φωνάξω, μα να μην έχω φωνή, μου την πήραν κι αυτή μαζί με την αξιοπρέπεια μου. Συνήθισα- συνήθισα έτσι, να αντικρίζω άσχημα λόγια και βρισιές γραμμένες, όπου μπορεί κανείς να φανταστεί, στις τουαλέτες, στους τοίχους, στον πίνακα, δε με θέλουν εδώ, αυτό το σχολείο με διώχνει από κάθε γωνιά του. Αποκομμένη από φίλους, μην έχοντας δικαίωμα να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Γιατί; Όσο και αν το προσπάθησα δε θα γίνω ποτέ αυτό που περιγράφουν. Μα τι θέλουν όλοι αυτοί από εμένα;
Κοιτάζω το σπίτι μου, σε λίγα μέτρα θα είμαι εκεί, “που χάθηκες τόση ώρα” θα μου πουν κι εγώ τι θα τους απαντήσω; Θεέ μου, τι δικαιολογία θα βρω, για να μην τους στεναχωρήσω; Είναι σκοτεινά, άργησα με τούτα και με εκείνα, μα είναι τόσο λυτρωτικό να διαβάζει κανείς ένα ωραίο βιβλίο στο καταφύγιο του…Αχ! Το βραχάκι μου, να ήταν τρόπος να κοιμάμαι και να ξυπνάω κάθε μέρα εκεί, δίπλα στη θάλασσα. Ακούω ξαφνικά κάποιους να ψιθυρίζουν το όνομα μου, είναι αυτοί- όχι όλοι, κάποιοι από αυτούς- τρέχω, τρέχουν και εκείνοι, να με προλάβουν, θέλουν να μου κάνουν κακό!
Δεν είναι κανένας εδώ γύρω και το σπίτι μου ξαφνικά, φαντάζει χιλιόμετρα μακριά. Αρχίζω να φωνάζω απεγνωσμένα για βοήθεια “Απόψε είναι το τέλος σου σίχαμα”. Μια βαριά φωνή, σαν από μηχανής θεός, ακούγεται από κάποιο μπαλκόνι “Φύγετε, αφήστε την κοπέλα ήσυχη, θα φωνάξω την αστυνομία”…Ξύπνησα, ούτε και σήμερα ήθελα να ξυπνήσω, ήθελα απλώς να μην ξανανοίξω τα μάτια, ποτέ μου…
Δεν αντέχω κάθε μέρα τα ίδια, πως θα τους αντικρίσω ξανά; Φοβάμαι.. Κι αν βγει αληθινός αυτός ο εφιάλτης; Κι αν δεν υπάρχει κανείς εκεί, για να με σώσει από δαύτους;…”
Όπως κατάλαβες αγαπητέ αναγνώστη, εμείς, σαν αρθρογράφοι – και όχι σαν ψυχολόγοι- προσπαθήσαμε να εισέλθουμε στην ψυχοσύνθεση ενός έφηβου κοριτσιού, που βιώνει τα όσα σου περιγράψαμε. Συμβαίνει, ίσως να σου είπαμε μια ιστορία απλά και μόνο, για να την ακούσεις, αλλά παρόμοιες καταστάσεις και περιστατικά, υπάρχουν, διαδραματίζονται γύρω σου, τα βλέπεις; Δεν μπορεί, θα έχεις ακούσει γι ‘αυτά! Είναι μια κοπέλα που αντιμετωπίζεται σκληρά από την κοινωνία λόγω της εμφάνισής της, της οικονομικής της κατάστασης, λόγω της ανισότητας και της ρημάδας αυτής, αντίληψης ότι οι κοπέλες είναι αδύναμες και κατά επέκταση “παιχνιδάκι” στα χέρια των ανδρών.
Αναλογίσου πως το “αστειάκι” δεν ξέρεις που μπορεί να οδηγήσει. Σεβάσου την κάθε κοπέλα, όπως σέβεσαι την μητέρα σου, την αδερφή σου και την γιαγιά σου. Το “αδύναμο” φύλο, το προστατεύουμε και το αγαπάμε. Προήλθες από αυτή που ονομάζεις “αδύναμη”, γυναίκα σε γέννησε και σένα μην το ξεχνάς, όλη σου η οντότητα στηρίζεται σε εκείνη… Μήπως, τελικά, είναι πιο δυνατή από όσο φαντάζεσαι;
“Πιστεύω ότι όσο υπάρχουν ακόμα αγόρια που αλλάζουν πεζοδρόμιο, ώστε να μην τρομάξουν την κοπέλα που περπατάει μπροστά τους, υπάρχει ακόμα ελπίδα!”
Μακάρι να φτάσουμε κάποια στιγμή σαν κοινωνία σε τέτοιο επίπεδο, ώστε ο σεβασμός στο αντίθετο φύλο να θεωρείται αυτονόητος και να μην χρειάζεται να τον υπερασπιζόμαστε εμείς, με τέτοιου είδους άρθρα!
Αρθρογράφοι: Κατερίνα Παπαδάκη, Θανάσης Τσιώλης