Εξομολόγηση…
«Θέλω να εξομολογηθώ σε άγιο μεθυσμένο βροχή τα λάθη κι η ψυχή κοντεύει να σκουριάσει,
θέλω να εξομολογηθώ σε άγιο μεθυσμένο και μόλις έρθει το πρωί όλα να τα ξεχάσει».
Έφτασε κιόλας ο Μάιος. Μήνας ανοιξιάτικος που σε εισάγει στο καλοκαίρι. Ωραίο το καλοκαίρι νιώθεις πως μαζί με τα βαριά ρούχα που μαζεύεις σου φεύγει και ένα ακόμα βάρος. Μάλλον νιώθεις το βάρος εκείνης της χειμωνιάτικης μελαγχολίας. Το καλοκαίρι όπως και να το κάνεις δε μελαγχολείς τόσο και ίσως και να ευθύνεται και ο καιρός.
Δευτέρα σήμερα… Αυτή η Δευτέρα δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτή η Δευτέρα μόνο άνοιξη δε θυμίζει. Έφερε πάλι πίσω για λίγο το χειμώνα ή καλύτερα μια δόση φθινοπώρου. Πάντα μου άρεσαν οι Δευτέρες. Μου θυμίζουν άγραφο χαρτί. Ξεκινάς κάτι από την αρχή και έχεις την ευκαιρία να κάνεις κάτι καινούριο. Κάτι που ποτέ δεν κάνεις αλλά τουλάχιστον τις Δευτέρες το σκέφτεσαι λίγο παραπάνω.
Αυτή τη Δευτέρα με ξύπνησε ο ήχος της βροχής και αυτή η «δυνατή» δροσιά που με έκανε να κάνω στην άκρη την πικέ κουβέρτα και να αναζητήσω κάτι πιο βαρύ. Είχα ξεχάσει ανοιχτό το παράθυρο και το κρύο με ενόχλησε. Ήταν πολύ νωρίς… Μόλις που είχε ξημερώσει μα δε με ενόχλησε που ξύπνησα.
Έβρεχε και το απολάμβανα όσο τίποτα. Δεν είχα και τίποτα να κάνω. Τι καλύτερο από κουβέρτα ζεστή σοκολάτα και μπαλκόνι λοιπόν;
Έβρεχε και μου άρεσε πολύ. Είχα ανάγκη μια βροχή. Νιώθω πως η βροχή σε «καθαρίζει». Έτσι όπως πέφτει το νερό παρασύρει οτιδήποτε στο πέρασμά του. Οτιδήποτε «βρώμικο» η βροχή θα το ξεπλύνει.
Σήμερα μετά από αρκετό καιρό είχα την ανάγκη να γράψω κάτι. Κάτι διαφορετικό από τα όσα έχω γράψει κατά καιρούς. Κάτι που δε μιλάει για κανέναν άλλον παρά μόνο για μένα. Σαν μια εξομολόγηση. Μια εξομολόγηση στον ίδιο μου τον εαυτό. Μια εξομολόγηση από μένα για μένα.
Ένιωσα την ανάγκη για την απόλυτη κάθαρση. Θέλω να νιώσω για λίγο πως είναι να μη νιώθεις. Να κάνω μια επανεκκίνηση και μετά να ξεκινήσω και πάλι. Πάει πολύς καιρός που όλο μου το είναι μοιάζει με ένα κουβάρι. Δεν υπάρχει τίποτα ξεκάθαρο. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος. Θέλω να αφεθώ στον ήχο της βροχής. Είναι ο πιο μελωδικός και γαλήνιος ήχος για μένα αυτή τη στιγμή.
Αφήνω για λίγο το στυλό και πηγαίνω εκεί που μπορώ να «ξεπλυθώ». Νιώθω τα μαγουλά μου αρκετά ζεστά. Δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι από το νερό που πέφτει με ορμή από τους ουρανούς ή αν είναι νερό που κυλάει αργά από τα μάτια. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για κλάματα μα είναι ένα ξέσπασμα που είχα ανάγκη εδώ και καιρό.
Νιώθω σα να μου έχει φύγει ένα μεγάλο βάρος. Επιστρέφω στη θέση μου και διαβάζω όσα έχω γράψει μέχρι στιγμής. Δεν περίμενα ποτέ πως θα μιλούσα έτσι για μένα. Μάλλον δε σκεφτόμουν όταν τα έγραφα αλλά ο σκοπός επετεύχθη. Γαλήνη και ένα περίεργο κενό.
Πάντα είχα θέμα με τον προφορικό λόγο. Ποτέ δε μου ήταν εύκολο να εκφράσω κάτι σε κάποιον μιλώντας του. Πάντα μου ήταν πιο εύκολο να γράφω. Θεωρούσα πως το πιο δύσκολο πράγμα είναι να πεις σε κάποιον αλήθειες με οποιονδήποτε τρόπο αλλά κυρίως με τον προφορικό λόγο. Πλέον καταλαβαίνω ότι το πιο δύσκολο πράγμα δεν είναι να λες την αλήθεια στους άλλους αλλά στον ίδιο σου τον εαυτό.
Τελείωσα με όλα όσα ήθελα να μου πω. Τώρα πια το χαρτί αυτό δεν έχει καμία σημασία. Λερώθηκε και αυτό αρκετά καθώς έγραφα πάνω του. Ήρθε η ώρα να το ξεπλύνει και εκείνο η βροχή. Το αφήνω στην άκρη του μπαλκονιού να κάνει τη δουλειά του το νερό και μόλις τελειώσει τίποτα «βρώμικο» δε θα υπάρχει εδώ.
Εξομολόγηση σε ένα χαρτί.
Τόσο αναγκαία…
Τόσο λυτρωτική…