Ο πολυμαθής Γάλλος ποιητής, Ζαν Κοκτώ, γεννήθηκε το 1889 στην κοινότητα Μαιζόν Λαφίτ της Ιλ-ντε-Φρανς και διαμόρφωσε, μέσα από τη δουλειά του και τον ευρύτατο κοινωνικό του κύκλο, τα κινήματα του Υπερρεαλισμού, της avant–garde και του Ντανταϊσμού. Γνωστός τόσο για τα θεατρικά έργα και τα πεζογραφήματά του, όσο και για τις κινηματογραφικές του ταινίες, ο Κοκτώ δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο ως θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος ή σκηνοθέτης, καθώς φρόντιζε η κάθε μία από αυτές τις τέχνες με τις οποίες ασχολήθηκε, να ενημερώνεται με στοιχεία και από τις άλλες, με αποτέλεσμα το διάσημο μυθιστόρημά του, «Les Enfants terribles» (1929), να έχει πολλά «κινηματογραφικά» χωρία ή η ταινία του, «Le sang d’un poète» (1930), να έχει λογοτεχνικές και βαθιά ποιητικές εικόνες. Επομένως, ο Κοκτώ μπορεί να χαρακτηριστεί ορθότερα ως ποιητής, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Οι ταινίες του, αν και όχι πάρα πολλές σε αριθμό, επηρέασαν αποφασιστικά το σινεμά του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, τόσο από πλευράς τεχνικής (τομέας στον οποίο έχει σαφώς καινοτομήσει), όσο και από πλευράς θεματολογίας. Αυτές είναι μερικές από τις avant–garde ταινίες του, που αξίζει να δει όποιος θέλει να γνωρίσει τη φιλμογραφία του μεγάλου καλλιτέχνη:
Le sang d‘un poète (1930)
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=3scPy9ohKDc
Το «Sang d’un poète» ή, στα Ελληνικά, «Το αίμα του ποιητή», δεν αποτελεί το ντεμπούτο του Κοκτώ στον κινηματογράφο, όμως, με το «Jean Cocteau fait du cinema» (1925) να θεωρείται «χαμένο», είναι η πρώτη ταινία του που σώζεται ολόκληρη. Με το «Sang d’un poète», ο Κοκτώ ξεκινάει μία τριλογία, η οποία τον απασχόλησε σε όλη του την καριέρα και, με ένα ποιητικό τρόπο, αποτελεί και μία αυτοβιογραφία του. Πρωταγωνιστής της ασπρόμαυρης 55λεπτης avant-garde ταινίας είναι ο Χιλιανός ηθοποιός, Ενρίκε Ριβέρος, που νωρίτερα είχε δουλέψει και με το σκηνοθέτη, Ζαν Ρενουάρ. Η ταινία είναι χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες, με έντονα σουρεαλιστικό περιεχόμενο, ξεκινώντας με εκείνη όπου ο Ποιητής σχεδιάζει ένα πρόσωπο, του οποίου το στόμα αρχίζει ξαφνικά να κινείται. Το β’ μέρος της ταινίας περιέχει μία από τις χαρακτηριστικότερες σκηνές του υπερρεαλιστικού σινεμά, εκείνη όπου ο Ποιητής περνάει σε μία άλλη διάσταση, «βουτώντας» μέσα σε ένα καθρέφτη με νερό, που είναι επηρεασμένη από την «Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη» (1871), του Λιούις Κάρολ και επηρέασε με τη σειρά της αμέτρητες μεταγενέστερες ταινίες, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους genres, όπως, για παράδειγμα, το «Evil Dead» (1982), του Σαμ Ράιμι. Η γ’ ενότητα περιέχει μια σκηνή με χιονοπόλεμο, η οποία θυμίζει εκείνη στο βιβλίο του Κοκτώ, «Les Enfants terribles» και η ταινία κλείνει με τη σκηνή ενός παιχνιδιού με κάρτες, μεταξύ ενός άντρα και μίας γυναίκας, πάνω από το πτώμα ενός νεκρού αγοριού. Η στιγμή όπου ο Φύλακας Άγγελος του αγοριού εμφανίζεται για να προστατέψει τη σωρό του, είναι ίσως εκείνη που συνδέει το «Sang d’un poète» με τις άλλες δύο ταινίες της τριλογίας, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν αγγελικές φιγούρες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
La Belle et la Bête (1946)
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=IsXkv1mpRUk
Η κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού παραμυθιού της Ζαν-Μαρί Λεπρένς ντε Μπωμόν, «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» (1757), είναι σήμερα η διασημότερη, ίσως, ταινία στη φιλμογραφία του Ζαν Κοκτώ. Με αφετηρία τη μαγική αυτή ιστορία για παιδιά, το «Belle et la Bête» αποτελεί ένα όχημα για τον Κοκτώ, μέσω του οποίου μεταδίδει τις σουρεαλιστικές του ιδέες και βέβαια εισαγάγει στην ποπ κουλτούρα την αρσενική του «μούσα», τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ. Ο Μαρέ, συνεργάτης σε όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά πρότζεκτ του Κοκτώ, από την ταινία αυτή και ύστερα και, σύμφωνα με πηγές, εραστής του ποιητή, παίζει το ρόλο του Τέρατος, του Πρίγκιπα στον οποίο αυτό μεταμορφώνεται και του Αβενάν, του φίλου του αδερφού της Μπελ (Ζωζέτ Ντε), ο οποίος τη διεκδικεί. Σε οποιουδήποτε άλλου είδους ταινία (εξαιρουμένης, ίσως, της κωμωδίας), η παρουσία του Μαρέ σε τρεις ρόλους-«κλειδιά» θα ήταν υπερβολική. Στο «Belle et la Bête», όμως, όπου η πλοκή έχει μία μάλλον ονειρική υφή, η φιγούρα του ηθοποιού προσδίδει μία οικειότητα, ενώ το ταλέντο του την αναγάγει σε μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και την ταινία που άνοιξε το δρόμο στον Κοκτώ προς την Αμερική.
Orphée (1950)
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=i-KJqzv6jxY
Η δεύτερη ταινία της «Ορφικής τριλογίας» του Κοκτώ (που χάρισε σε αυτήν και την ονομασία της) γυρίστηκε το 1949, αυτή τη φορά χωρίς τη βοήθεια της σημαντικότατης για το χώρο του avant–garde σινεμά, Κοντέσσας ντε Νοάιγ (η οποία, μαζί με το σύζυγό της, είχαν χρηματοδοτήσει, εκτός από το «Sang d’un poète», το «Mystères du Château de Dé» (1929), του Μαν Ραίη, και το «L’Age d’Or» (1930), του Λουίς Μπουνιουέλ), δεδομένου ότι θα προβαλλόταν σε αίθουσες παγκοσμίως. Το «Orphée», με πρωταγωνιστή τον Μαρέ, ως τον χαρακτήρα του τίτλου, συνδυάζει τον αρχαιοελληνικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης με τη Μπητ μόδα της εποχής, βάζοντας τον Ορφέα να οδηγεί μοτοσικλέτα και να φοράει τα ανάλογα ρούχα. Η ταινία, η οποία είναι και αυτή μία από τις πιο γνωστές του Κοκτώ και μία από τις πλέον αναγνωρισμένες από τους κριτικούς παγκοσμίως, σφράγισε τη συνεργασία του σκηνοθέτη με τον ηθοποιό, ενώ αποτελεί σημείο αναφοράς, τόσο για τη γαλλική Nouvelle Vague, όσο και για τον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο, από το «Rumble Fish» (1983), του Κόπολα, μέχρι τις ταινίες του Τζιμ Τζάρμους.
La Villa Santo–Sospir (1952)
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=6zbZZCbs-CY
Η 35λεπτη πειραματική ταινία του Κοκτώ, «La Villa Santo-Sospir» (1952) είναι μεν λιγότερο σημαντική ως προσπάθεια του δημιουργού από την «Ορφική τριλογία» ή το «Belle et la Bête», όμως δεν παύει να έχει αξία από πλευράς τεχνικής, καθώς περιέχει πολλές από τις τεχνικές μοντάζ του Κοκτώ που αποτέλεσαν σήματα κατατεθέν για εκείνον. Χαρακτηριστικό είναι το «reverse shot» στο σημείο όπου ο Κοκτώ μαδάει ένα λουλούδι ιβίσκου, στη βεράντα της βίλας Santo-Sospir. Η περίφημη «βίλα με τα τατουάζ» άνηκε τότε στη Γαλλίδα αριστοκράτισσα και προστάτιδα του οίκου Yves Saint Laurent, Φρανσίν Βαϊσβάιλερ, και το ντεκόρ της το είχε αναλάβει ο ίδιος ο Κοκτώ μαζί με το στενό του φίλο, Πάμπλο Πικάσο. Η ταινία είναι έγχρωμη και δεν έχει συγχρονισμένο ήχο, όπως συνήθιζαν να έχουν οι mainstream ταινίες της εποχής.
Le testament d’Orphée (1960)
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=Z0voyyEikAU
Η τρίτη και τελευταία ταινία της «Ορφικής τριλογίας» του Κοκτώ, «Η διαθήκη του Ορφέα» (1960), γυρισμένη επίσης στη βίλα Santo-Sospir, είναι και η τελευταία ταινία που ολοκλήρωσε ο ποιητής, πριν το θάνατό του σε ηλικία 74 ετών, το 1963. Η avant–garde 80λεπτη ταινία είναι γεμάτη από ερμητικούς συμβολισμούς, δυνατές σουρεαλιστικές εικόνες, τις χαρακτηριστικές τεχνικές μοντάζ του Κοκτώ και ολιγόλεπτες εμφανίσεις θρυλικών καλλιτεχνών, ο οποίοι ήταν και προσωπικοί φίλοι του ποιητή. Μεταξύ άλλων, στη «Διαθήκη του Ορφέα» εμφανίζονται ο Πικάσο, ο Σαρλ Αζναβούρ, ο Ζαν-Πιερ Λεό, ο Ροζέ Βαντίμ, ο Γιουλ Μπρίνερ και η Φρανσουάζ Σαγκάν. Το ρόλο του Ορφέα ενσαρκώνει και πάλι ο Μαρέ, όμως εμφανίζεται ελάχιστα στην ταινία, καθώς πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ έχει ο ίδιος ο Κοκτώ, που είναι ο Ποιητής. Από αυτοβιογραφικής πλευράς, η τελευταία αυτή ταινία του ποιητή έχει τη μορφή μιας απολογίας (δανειζόμενος στοιχεία από τη «Δίκη» (1914-15) του Κάφκα και το «Ταξίδι στην Ανατολή» (1932) του Έρμαν Έσσε), πέρα για πέρα καλλιτεχνικής και σε κάποια σημεία πνευματικής, λες και ο Ποιητής προετοιμάζεται για το «Ύστατο ταξίδι». Η εικόνα το Κοκτώ με κλειστά μάτια και δύο ανοιχτά ζωγραφισμένα στα βλέφαρά του, να στέκεται μπροστά από ένα λευκό άγαλμα με αγγελικά φτερά και διαβολικά χαρακτηριστικά, έχει ερμητικές προεκτάσεις και αποτελεί μία από τις εικόνες της ταινίας που αποτυπώνονται πιο ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή.
Ο Ζαν Κοκτώ λέγεται πως πέθανε ξαφνικά το 1963, όταν πληροφορήθηκε, την ώρα που δειπνούσε, πως η αγαπημένη του φίλη, Εντίθ Πιάφ, είχε φύγει από τη ζωή. Η συμβολή του στις τέχνες και το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του 20ου αιώνα είναι από πολλές απόψεις ανεκτίμητη, καθώς θα ήταν μάλλον αδύνατο να υπολογίσουμε πόσοι ακριβώς επηρεάστηκαν, έστω και σε μικρό βαθμό, από το έργο του, ή, από την άλλη, πόσοι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να δείξουν τη δουλειά τους εγκαίρως, στους κατάλληλους ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή έκαναν παρέα μαζί του. Οι ταινίες του Κοκτώ αποτελούν, βέβαια, μόνο ένα κομμάτι της συνολικής δουλειάς του. Παρόλα αυτά, εκείνο που μπορεί κανείς να διακρίνει στο έργο αυτού του «αναγεννησιακού ανθρώπου» είναι πως όλες, ακόμα και οι λιγότερο σημαντικές ταινίες του, είναι παραδείγματα «αγνού» σινεμά και όχι θεατρικά έργα ή πρόζα για την κάμερα, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσαν να είναι, εξαιτίας των καταβολών του, αλλά και όπως ήταν η πλειοψηφία των ταινιών της εποχής, στην προσπάθεια των δημιουργών τους να προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό, αφού η πλειοψηφία του κόσμου δυσκολευόταν ακόμα να «αναγνώσει» τα οπτικοακουστικά μηνύματα του «μαγικού» αυτού νέου μέσου.
Ο Ζαν Κοκτώ μιλάει για το έτος 2000 (1962):