Με ελάχιστους πρωταγωνιστικούς ρόλους στο ενεργητικό του, ο Χάρι Ντιν Στάντον είναι σήμερα γνωστότερος, στο ευρύ κοινό, για το ρόλο του ως Τράβις Χέντερσον, στο «Παρίσι, Τέξας» (1984), του Βιμ Βέντερς. Στην πραγματικότητα, η καριέρα του ξεκινά πολύ νωρίτερα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, με μικρούς ρόλους σε ταινίες γουέστερν, όπως το «Revolt at Fort Laramie» (1957) και ο «Μεγάλος Δραπέτης» (1967), με τον Πωλ Νιούμαν. Ο Νότιος Αμερικανός ηθοποιός, που έφυγε από τη ζωή το 2017, σε ηλικία 91 ετών, γύρισε, λίγο πριν, την αυτοβιογραφική, ουσιαστικά, indie ταινία, «Lucky», σε σκηνοθεσία Τζον Κάρολ Λιντς, με guest ηθοποιούς και σκηνοθέτες που έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Στάντον, κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, όπως τον Τομ Σκέριτ και τον Ντέιβιντ Λιντς. Το «Lucky» είναι αφενός μία ταινία μυθοπλασίας και όχι ένα ντοκιμαντέρ, που μιλάει για τη ζωή του ηθοποιού, ενώ αφετέρου είναι ένας πολύ ειλικρινής διαλογισμός επάνω στο πεπερασμένο της ζωής και το «νόημά» της, που ακόμα κι αν δεν υπάρχει, σε καμία περίπτωση αυτό δεν αποτελεί λόγο παραίτησης ή απελπισίας.
Στα 90 του χρόνια, ο Ντιν ως «Lucky» (ένα παρατσούκλι που απέκτησε στο πολεμικό ναυτικό, κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή τον επέλεξαν να υπηρετήσει ως μάγειρας), ξεκινάει τη μέρα του με ένα τσιγάρο, μία κούπα καφέ και διατάσεις, πριν φορέσει το πουκάμισό, το τζιν, τις μπότες και το καπέλο του και πάει ως την τοπική diner για να λύσει το καθημερινό του σταυρόλεξο. Η υπόλοιπη μέρα κυλάει με μία βόλτα σε ένα τοπικό μίνι μάρκετ, όπου αγοράζει τσιγάρα και γάλα, πριν καταλήξει σε ένα σκοτεινό μπαρ, όπου απολαμβάνει ένα «Bloody Mary» και μοιράζεται μερικά σοφά λόγια, κυρίως από τηλεπαιχνίδια, με τους άλλους θαμώνες, συμπεριλαμβανομένου του Χάουαρντ (Ντέιβιντ Λιντς), ενός νοητικά στερημένου μεγαλύτερου άντρα, που για μόνη συντροφιά του έχει μία εκατονταετή χελώνα, ονόματι Πρόεδρο Ρούσβελτ. Η ροή της ζωής του «Lucky» διακόπτεται απότομα, ένα πρωί, όταν χωρίς καμία προειδοποίηση παθαίνει ένα «επεισόδιο» και πέφτει στο πάτωμα αναίσθητος. Το μόνο που έχει να του πει ο γιατρός, σαν διάγνωση, είναι πως είναι γέρος και κάθε μέρα γίνεται γηραιότερος.
Επηρεασμένη τόσο από το σινεμά του Τζιμ Τζάρμους, όσο και από εκείνο του Λιντς, ο οποίος θα πρέπει να μπήκε στον πειρασμό να κάνει κάποιες υποδείξεις στο συνονόματο σκηνοθέτη του «Lucky», κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η ταινία μοιάζει με άλλες από τη φιλμογραφία του Στάντον, όμως, στον πυρήνα της, έχει κάτι το πρωτότυπο. Ο ηθοποιός δίνει το κύκνειο άσμα του (κυριολεκτικά, καθώς σε ένα πάρτι όπου τον προσκαλεί η υπάλληλος του μίνι μάρκετ, τραγουδάει στους άλλους προσκεκλημένους το παλιό μεξικάνικο τραγούδι, «Volver, Volver») και μοιάζει να φτάνει σε μία προσωπική συνειδητοποίηση και ολοκλήρωση, όταν στο τέλος της ταινίας βγάζει τον συγκινητικό του λόγο, όπου εξυμνεί την κενότητα της ύπαρξης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε απέναντι σε αυτήν, είναι να χαμογελάμε.
Ο κριτικός κινηματογράφου Matt Zoller Seitz, γράφοντας για το RogertEbert.com, ονόμασε το «Lucky» την καλύτερη ταινία του 2017. Είτε συμφωνεί κανείς με την γνώμη του αυτή, είτε όχι, σίγουρα πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη ταινία, τόσο για το σύγχρονο σινεμά, όσο και για τη φιλμογραφία του Στάντον. Ο «Lucky» είναι αξιαγάπητος είτε συζητάει για τις εμπειρίες του στον πόλεμο με έναν άγνωστο βετεράνο (Σκέριτ), είτε καπνίζει χόρτο και βλέπει μία παλιά εκπομπή με τον Λιμπεράτσι, με τη γειτόνισσά του, είτε προσπαθεί να υπερασπιστεί τον Χάουαρντ, όταν βλέπει έναν απατεώνα ασφαλιστή να προσπαθεί να του πουλήσει ασφάλεια ζωής, χρησιμοποιώντας την απόγνωσή του πρώτου, μετά τη φυγή της αιωνόβιας χελώνας του. Η ταινία είναι οπωσδήποτε η πιο ανθρώπινη και συγκινητική της χρονιάς κατά την οποία κυκλοφόρησε, ειδικά για το σινεφίλ κοινό.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: