Ο Ανδρέας Θωμόπουλος, γνωστότερος για την ταινία του, «Ο ασυμβίβαστος» (1979), με πρωταγωνιστή τον Παύλο Σιδηρόπουλο, έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην Ελλάδα, μετά την πτώση της χούντας της 21ης Απριλίου, με την αλληγορική, «λετριστική» ταινία του, «Αλδεβαράν» (1975). Με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Φινινή, στο ρόλο του «Ποιητή», που έχει διαγνωστεί με μία ανίατη ασθένεια και οι γιατροί του δίνουν δύο χρόνια ζωής, η ταινία πραγματεύεται την καθημερινότητα ενός περιθωριακού καλλιτέχνη στο φανταστικό Αλμικανταρέ, της χώρας Αλδεβαράν (η οποία είναι, συμβολικά, η Ελλάδα), ο οποίος ζει με την κοπέλα του, Μαγδαληνή (Ελένη Μανιάτη) και προσπαθεί να συνειδητοποιήσει και συμβιβαστεί με το επερχόμενο τέλος του. Ο «Ποιητής» έχει μία στενή φιλία με τον Κρις (Δημήτρης Πουλικάκος), ο οποίος όταν μαθαίνει πως ο φίλος του θα πεθάνει, αποφασίζει να διαλύσει τη μπάντα τους και να φύγει για την Ευρώπη.
Εμφανώς επηρεασμένη, τόσο από τη γαλλική «Nouvelle Vague» και το κίνημα του «Λετρισμού», όσο και από τη σκηνή των Μπιτ στην Αμερική, δύο δεκαετίες νωρίτερα, η ταινία περιγράφει το αθηναϊκό (ουσιαστικά) περιθώριο μετά το τέλος της δικτατορίας, όπου ανθούν πια οι ιδέες της «αντι-κουλτούρας», οι οποίες στις Η.Π.Α. και την Κεντρική Ευρώπη είχαν διαδοθεί ήδη από τη δεκαετία του 1960. Το μήνυμα της ταινίας δεν είναι ούτε πολιτικό, με την έννοια της κομματικοποίησης, ούτε και αμιγώς κοινωνικό, όπως οι ταινίες του Παύλου Τάσσιου, για παράδειγμα. Ο Θωμόπουλος επικεντρώνει εδώ κυρίως στην ποίηση και την τέχνη, που, όπως μας λέει, υπάρχει σε αφθονία στους δρόμους και μπορεί να γίνει κατανοητή ακόμα και από τα μικρά παιδιά, χάρη στην καθαρότητα και την ειλικρίνειά της. Εκτός από τη μουσική του Πουλικάκου, που παίζει κατά κόρον, κατά τη διάρκεια της ταινίας (με την μπάντα Εξαδάκτυλος, παίζουν live τις επιτυχίες τους, «Σκόνη πέτρες λάσπη» και «Ο γιατρός»), ακούγονται επίσης κομμάτια του Dylan και των Rolling Stones, που βέβαια αποτελούσαν τις μουσικές τους επιρροές.
«Αλδεβαράν» ή Αλντεμπαράν είναι η αραβική ονομασία ενός αστερισμού του Ταύρου. Μέσα στον ποιητικό οίστρο της ταινίας, υπάρχουν μυθολογικές αναφορές και πράγματα που μαθαίνει κανείς στο σχολείο, όπως το Πυθαγόρειο θεώρημα. Φυσικά, δεν λείπει και η Χριστιανική αλληγορία, με τον «Ποιητή» να μοιάσει φυσιογνωμικά με τον Ιησού και τη Μαγδαληνή να είναι πόρνη, όμως να τον αγαπάει και να τον φροντίζει, λίγο πριν αφήσει για πάντα αυτόν τον κόσμο. Οι αναφορές και οι παραλληλισμοί, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εξεταστούν με απόλυτη ακρίβεια, καθώς η πρόθεση της ταινίας δεν είναι να δογματίσει, αλλά να προβληματίσει το κοινό, αποσκοπώντας σε μία ελεύθερη κίνηση ιδεών.
Αισθητικά, το «Αλδεβαράν», εξαιρουμένων των αγγλικών υποτίτλων που παρελαύνουν και της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, επηρέασε πολλές ταινίες της εποχής, εντονότερα, ίσως, τον «Εξόριστο στην Κεντρική Λεωφόρο» (1979), του Νίκου Ζερβού. Σήμερα, θα επέκρινε κανείς ευκολότερα τον αργό του ρυθμό και τις σκηνές, που, επηρεασμένες από το σινεμά του Γκοντάρ, δείχνουν τους χαρακτήρες να καταπιάνονται με επαναλαμβανόμενες και ανιαρές ασχολίες, όπως να παίζουν μπιλιάρδο ή να καπνίζουν, αφού οι μόδες έχουν αλλάξει και το κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με αυτή την έλλειψη πλοκής. Θα ήταν δίκαιο, βέβαια, να πούμε ότι η ταινία θα μπορούσε άνετα να ολοκληρώνεται στη μία ώρα ή ακόμα και τα σαράντα λεπτά της διάρκειάς της, χωρίς να χάνει καθόλου από την ισχύ του μηνύματός της, αλλά σίγουρα οι νόμοι του κινηματογράφου της εποχής έπαιξαν εδώ το ρόλο τους.
Σε κάθε περίπτωση, το «Αλδεβαράν» αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση ανάμεσα στις ελληνικές ταινίες της εποχής της Μεταπολίτευσης. Avant–garde ως προς την υφή της και με αναφορές ανήκουστες στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο, τόσο πριν αλλά και μετά το 1975, η ταινία αποκρυσταλλώνει τις ανησυχίες μιας μικρής ομάδας δημιουργών που θέλησαν να ξεκινήσουν ένα νέο κύμα. Η απήχηση που είχε η ταινία μπορεί, βέβαια, να μην ήταν η αναμενόμενη, όμως το «Αλδεβαράν» παραμένει εκεί σαν το μνημείο μίας «στιγμής» στην ιστορία, που μία τέτοια καλλιτεχνική στροφή ήταν δυνατό να αλλάξει το γίγνεσθαι του κινηματογράφου ριζικά. Κάποια από τα στοιχεία που εισήγαγε αυτή η ταινία επιβιώνουν, μέχρι και σήμερα, στον ελληνικό κινηματογράφο.
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: