Το Antlers είναι ένα αργό, τονικά και οπτικά σκοτεινό creature feature, στο οποίο κύρια πηγή του σκοταδιού είναι οι ίδιοι οι χαρακτήρες. O Scott Cooper έχει συνθέσει μία ταινία τρόμου όπου το τέρας δεν είναι η τρομακτικότερη ατραξιόν. Ο κόσμος του Cooper είναι ένας όπου οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη μόρφωσης και κακοποίηση βασιλεύουν. Έτσι το τέρας είναι μία μετενσάρκωση του ίδιου του σκοταδιού που περιτριγυρίζει τους πρωταγωνιστές.
To Antlers εκτυλίσσεται σε μία επαρχειακή πόλη του Όρεγκον, όπου όλοι γνωρίζουν, μα κανείς δεν μιλά, για τις βρωμιές του καθενός. Ακολουθούμε έναν μικροέμπορο ναρκωτικών και τον συνεργάτη του καθώς δέχονται επίθεση από ένα τέρας, κοντά σε ένα εγκαταλελειμένο ορυχείο. Ο γιος του δίχως να γνωρίζει την μοίρα του πατέρα του, θα τον ψάξει όταν εκείνος αργήσει. Τρεις εβδομάδες αργότερα ο αδερφός του αγοριού, ο Lucas, θα τραβήξει την προσοχή της δασκάλας του (Keri Russell) με την περίεργη συμπεριφορά του. Από εκεί ακολουθούμε καθώς με την βοήθεια του αδερφού της και σερίφη (Jesse Plemons) θα ανακαλύψουν κάτι χειρότερο από μία απλή επίθεση ζώου. Πληθώρα νεκρών, κουβάδες αίμα και κάποια αξιόλογα πρακτικά εφέ θα μας συνοδέψουν μέχρι την μεγάλη απόκάλυψη.
Ακόμα ένα folklore horror
Ακολουθώντας το trend ανώτερων ταινιών, όπως το The VVitch και το The Ritual, το Antlers εκμοντερνίζει ένα από τα πιο διάσημα τέρατα των γηγενών αμερικανών. Tο Wendigo. Σύμφωνα με τους θρύλους, είναι ένα πνεύμα που κυριεύει τις αδύναμες ψυχές και τους δημιουργεί αίσθημα ακόρεστης πείνας. Ο κανιβαλισμός φουντώνει αυτό το αίσθημα πείνας, ώσπου ο δαιμονισμένος να μεταμορφωθεί πλήρως. Ένα παιλώριο, ανθρωπόμορφο τέρας, μία μίξη ελαφιού και ανθρώπου είναι η τελική μορφή. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα το κεφάλι, όπου κοσμείται συνήθως με ένα ανθρώπινο κρανίο.
To Antlers έξυπνα χειρίζεται αυτό το κλασικό τέρας ως προσωποποίηση των σύγχρονων διαστροφών που αναπτύσσονται κυρίως σε απομονωμένες κοινότητες. Οι χαρακτήρες, απορροφημένοι από την αποδεκτή συνθήκη της σιωπής φέρονται ρομποτικά και “αιωρούνται” στον χώρο. Κι όμως, η ταινία αφιερώνει ελάχιστο χρόνο στο χτίσιμο των χαρακτήρων της. Στην καλύτερη αδιάφοροι, στην χειρότερη ενοχλητικοί, ακόμα και οι κεντρικοί χαρακτήρες δεν έχουν την ευκαιρία να εξελιχθούν. Χρησιμεύουν απλώς ως μέσα εξέλιξης της πλοκής, η οποία περιορίζεται στην στερεοτυπική εξέλιξη τέτοιου είδους ταινιών. Έχουμε μερικές δολοφονίες, δυσπιστία των αρχών, ο πρωταγωνιστής συναντά το τέρας, οι αρχές πείθονται τελικά και στο τέλος έχουμε την αναμέτρηση μεταξύ τέρατος και πρωταγωνιστή.
Εξίσου αδύναμη είναι και η απεικόνιση του Wendigo. Μερικά κοφτά πλάνα και ηχητικά εφέ, φέρνουν στην οθόνη ένα από τα πιο τρομακτικά μυθολογικά πλάσματα. Σε αυτό το φιλμ-μελέτη χαρακτήρων, όπου οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με ένα τέρας-προσωποποίηση μίας κατάστασης, η ταινία αποτυγχάνει τόσο σε επίπεδο σύνθεσης τρισδιάστατων χαρακτήρων, όσο και στην απόδοση ενός τέρατος πραγματικά απειλητικού.
Δυνατό χαρτί της ταινίας είναι το πρώτο μισό. Το αργό χτίσιμο σε συνδυασμό με την άγνοια του πραγματικού κινδύνου, δημιουργούν ένα μυστήριο που κρατά τον θεατή σε εγρήγορση. Το ισορροπημένο pacing έρχεται να δέσει με την υπνωτική κινηματογράφιση του Florian Hoffmeister, και τα μακρόσυρτα πλάνα του, δημιουργώντας μία αίσθηση λάθους και αβεβαιότητας. Ωστόσο, ένα βεβιασμένο δεύτερο μισό, κακογραμμένοι χαρακτήρες και ένα αδιάφορο τέρας καταδικάζουν το Antlers, στην άβυσο των λησμονημένων ταινιών τρόμου.