Έπειτα από τις έξι πρώτες του και πριν από τις διασημότερές του όπως το «Spring, Summer, Fall, Winter… and Spring» ή το «Samaritan Girl», δημιουργεί μια από τις πιο υποτιμημένες του ταινίες, το αριστουργηματικό «Bad Guy» (το 2001). Με τον ξαφνικό και πρόσφατο θάνατό του, το έκπληκτο κοινό μοιάζει να έχασε έναν σημαντικό δημιουργό ταινιών των τελευταίων γενεών, μένοντας τίποτα άλλο παρά μια εξονυχιστική αναδρομή στις πολυάριθμες και σημαντικά αξιόλογες δουλειές του. Το «Bad Guy» προκαλεί έως και σήμερα αντιδράσεις για την θεματολογία και το αμφιλεγόμενο και εξαιρετικά παραγνωρισμένο τέλος του, όμως σίγουρα θαυμασμό και δέος και για την ποιότητά του με επίκεντρο τα συγκλονιστικά κάδρα του λυρικού σκηνοθέτη και την ανάδειξη για ακόμη μια φορά, των ποιητικών του έργων που γεννούν μια ατελείωτη πληθώρα συναισθημάτων.
Η πρώτη σκηνή της ταινίας, αποτελεί ένα πλέον παράδοξο ξεκίνημα αλλά προετοιμάζει αξιοπρεπώς το έδαφος για τα υπόλοιπα λεπτά της. Μια νεαρή κοπέλα, η Sun-hwa, με ανοιχτόχρωμα ρούχα και αγγελικό πρόσωπο, παρακινεί το ενδιαφέρον ενός μόνιμου κατοίκου του υποκόσμου, τον Han-gi, με ξυρισμένο κεφάλι και άγριο παρουσιαστικό. Από το πρώτο δευτερόλεπτο, την πλησιάζει άτσαλα, αρπάζοντάς την και φιλώντας την με βία, αγνοώντας επιδεικτικά τον νεαρό σύντροφο που στέκεται δίπλα της. Ενώ ο περίγυρος σπεύδει να του επιτεθεί και να τον αναγκάσει να ζητήσει επιγόντως συγγνώμη, εκείνος δεν φαίνεται να δέχεται την ανάλογη πίεση, ντροπή ή εξευτελισμό, ούτε καν ακόμη όταν η κοπέλα τον φτύνει και τον ταπεινώνει. Έκτοτε, εξαιτίας της υβριστικής απόρριψης της κοπέλας απέναντι στο πρόσωπό του, αποφασίζει να πάρει μια ιδιότυπη εκδίκηση, γεμάτη ανατροπές. Με μια μικροπλεκτάνη, στην οποία η Sun-hwa αιχμαλωτίζεται όπως το ψάρι στο δόλωμα, ο Han-gi την «φυλακίζει» στον οίκο ανοχής όπου εργάζεται ως νταβατζής και την καθιστά επίσημη εργαζόμενη.
Εκ πρώτης όψεως, το «Bad Guy» πρόκειται για μια ρομαντική ταινία αποτελούμενη από ένα παράδοξο ρομάντζο. ‘Ομως όσο οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται, ξετυλίγονται μαζί και οι ανησυχίες, οι φόβοι και η αιώνια φυλακή στην οποία όλοι τους βρίσκονται και είτε αδυνατούν είτε δεν φεύγουν από αυτή, από δική τους επιλογή. Ο Kim Ki-duk, απεικονίζει την βρώμικη και αδιανόητα σκληρή ζωή στα επικίνδυνα σοκάκια της πορνείας και της παρανομίας, με έναν πολύ μοναδικό τρόπο, διαχωρίζοντας με μια νοητή γραμμή την πλευρά των γυναικών που εκπορενεύονται και των αντρών που τις «εξουσιάζουν». Ωστόσο, καθότι την ταινία αποτελούν άπειρες υπονοούμενες ευθείες και «κουτάκια», πλαισιώνοντας τους ήρωες σε ένα δικό τους προσωπικό σύμπαν, αποκομμένους από τον υπόλοιπο περίγυρο, η ουσία δεν βρίσκεται στην φαινομενική πλοκή και τα θύματα δεν αντικατοπτρίζονται αποκλειστικά στα πρόσωπα των εργαζομένων γυναικών. Μοιάζει σαν να έχουν όλοι οι χαρακτήρες κάποιες φανταστικές γραμμές να τους περιτριγυρίζουν, σαν σιδηρένια κάγκελα φυλακών που τους εμποδίζουν να δουν κάτι διαφορετικό από αυτό που βλέπουν στο παρόν, ασχέτως το παρελθόν του καθενός και πόσο μάλλον το ανύπαρκτο, προς το παρόν, μέλλον τους. Έτσι επιλέγει να προβάλλει μια πτυχή της κοινωνίας ο Kim Ki-duk. Θλιβερά και μηδενιστικά.
Γύρω από το παρακμιακό κάδρο, ξεχύνεται ατελείωτο συναίσθημα το οποίο φαινομενικά είναι αδύνατο να αντιληφθεί κανείς από που πηγάζει. Οι άκρως στυλιζαρισμένες επιλογές για να πλαισιώσει τον δρόμο «ανοχής» και τα χιλιάδες μικρότερα καδράκια μέσα σε άλλα μεγαλύτερα και όλα μαζί μέσα σε ένα μεγάλο, όπου ο χαρακτήρας που καδράρουν, μοιάζει μικρός και στριμωγμένος, λένε σε κάθε σκηνή και από μια διαφορετική ιστορία. Ο Kim Ki-duk, με την μανία του να ακολουθεί διαρκώς την ίδια πορεία με κουτάκια και κατά συνέπεια και την σμίκρυνση του κεντρικού ήρωα, «ξεζουμίζει» όλο το ενδιαφέρον του θεατή και το στρέφει κατευθείαν στους πολύπλοκους χαρακτήρες.
Ο Sun-hwa, στον οποίο και εμφανώς αναφέρεται ο τίτλος της ταινίας («Bad Guy»), αποτελεί τον πιο μυστηριώδη χαρακτήρα στην ιστορία, αποκαλύπτοντας ελάχιστα στοιχεία για εκείνον η πάροδος των λεπτών του σεναρίου, αφήνοντας πολλές και μεγάλες προσδοκίες στο κοινό για την άβυσσο της ψυχής του. Με πλήρη έλλειψη διαλόγων, ο σκηνοθέτης αφιέρωσε τα «φώτα» στον μακράν πιο ενδιαφέρον, πιο αγαπητό και ταυτόχρονα πιο μισητό χαρακτήρα της ταινίας, χάρη στην μυστικοπάθεια που εκπέμπει αλλά και την ελκυστική βιαιότητα του χαρακτήρα του για το μάτι του θεατή, που περιμένει ανυπόμονα να βρει την «Αχίλλειο πτέρνα» του και συνάμα τις ευαισθησίες του, που όπως θα φανταζόταν κανείς, θα αιτιολογήσουν την συμπεριφορά και την εμμονική στάση του απέναντι στην πρωταγωνίστρια και θα επέλθει η λύτρωση. Στην πραγματικότητα, ο «Bad Guy» είναι «κακός» εκ πεποιθήσεως και όσο κι αν επιδιώκει να προχωρήσει, βρίσκει μονίμως τοίχο, αφού καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας ούτε εκείνος αλλά ούτε και κανένας τελικά δεν καταφέρνει να κάνει την υπέρβαση στο ανώτερο στάδιο της κοινωνίας, παραμένοντας οικιοθελώς στα τάρταρα. Ο Cho Jae-hyun, υποδύεται τον σκληρόπετσο πρωταγωνιστή και καταφέρνει να καθηλώσει τα βλέμματα όλων και να κερδίσει την εύνοια και το όνομα ενός αληθινά ταλαντούχου ηθοποιού, που φέρνει εις πέρας έναν τόσο πολύπλοκο χαρακτήρα, παίζοντας αποκλειστικά και μόνο με τα μάτια και τις κινήσεις του.
Η Han-gi, είναι το ακριβώς αντίθετο από τον Sun-hwa, που είναι και αυτό που μοιάζει να τον ελκύει. Όμως στην πορεία θα αποδειχτεί πως αυτό δεν είναι αρκετό για να καταφέρουν να συνυπάρξουν αυτοί οι δύο τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες. Η αγγελική της όψη και η παρθενιά της, είναι μια χαριτωμενιά και μια γοητεία που καταφέρνει να δώσει στο βαλτωμένο μπουρδέλο και να αποτελέσει μια μοντέρνα ωραία Ελένη, την οποία όλοι θέλουν τελικά να διασώσουν, να συνευρεθούν αλλά ακόμη και να το σκάσουν μαζί της, σκοπεύοντας να της δείξουν ένα καλύτερο μέλλον. Ίσως, το τελευταίο να απαντάει στην ερώτηση του γιατί όλοι οι άντρες την έχουν ερωτευτεί και γιατί όλες οι γυναίκες την ζηλεύουν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο που έχει να κάνει με σεξουαλικές ικανότητες, ομορφιά ή νιάτα. Είναι η θέληση όλων να ξεφύγουν και εικάζουν πως ο μοναδικός τρόπος να το επιτύχουν είναι εκείνη, που συμβολίζει την αγνότητα, που φανερώνει άλλωστε και η πασιφανής έλλειψη θέλησής της να βρίσκεται εκεί και να είναι αυτό που κάποιος της επέβαλλε για μια ολόκληρη ζωή. Αποτελεί ένα σημάδι ελπίδας, σαν μια πυγολαμπίδα στο σκοτάδι του υποκόσμου και εν τέλει το πιθανό εισητήριο όλων τους να αποδράσουν.
Μέσα από ποικίλα στάδια από τα οποία πέρασε η πλατωνική σχέση αγάπης-μίσους των δύο πρωταγωνιστών, προσπαθούμε να σκιαγραφίσουμε τις προσωπικότητές τους και τι πραγματικά νοιώθει ο ένας για τον άλλον και αν και κατά πόσο αυτό είναι έρωτας ή όχι. Ή αν ο Sun-hwa γνωρίζει καν τι σημαίνει αυτό. Η ταινία γέρνει περισσότερο προς το μέρος και την σκέψη του «Bad Guy», αφού βιώνουμε κατά κύριο λόγο τα γεγονότα μέσα από τα δικά του μάτια, ακόμη και αν δεν γνωρίζουμε τίποτα για εκείνον. H Han-gi είναι σαν όμηρός του και οποτεδήποτε εκείνος αποφασίσει, δεν αφήνει κανέναν να την αγγίξει ή ακόμη και να της μιλήσει. Κάτι, ωστόσο, που δεν είναι πάντοτε σίγουρο, γεγονός που κάνει τον Sun-hwa εξαιρετικά απρόβλεπτο. Από την μια μοιάζει να θέλει να την κρατήσει εκεί και από την άλλη καθρεπτίζεται η απογοήτευση στο πρόσωπό του, όταν δει ότι ένα «άγουρο» νέο κορίτσι, μετατρέπεται σε πόρνη και αρχίζει να αποδέχεται την κατάληξή της, υποκύπτοντας τελικά στην άτυχη μοίρα της. Ταυτοχρόνως, από την μια η Han-gi φαίνεται αρκετά θυμωμένη με την άνευ γυρισμού ζημειά που της προκάλεσε ο Sun-hwa και από την άλλη μια αόρατη δύναμη την τραβάει κοντά του, σαν να πρόκειται για σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Ενώ είναι πάντοτε κοντά της ακόμη και εν αγνοία της και την παρακολουθεί αλλά και προστατεύει με έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο (ως τραγική ειρωνία απέναντι στο γεγονός ότι εκείνος επέλεξε για την ζωή της), εκείνη τελικά αποδεικνύει έμμεσα ότι το αποζητάει αλλά και εκείνος, ότι κάποτε υπήρξε κάποια άλλη γυναικεία παρουσία στην θέση της, δείχνοντάς της το, μέσω μιας πολύ ενδιαφέρουσας σκηνής την οποία ο Kim Ki-duk θέλησε να περιγράψει με τα πλάνα του. Απλή δραματουργία, δίχως διαλόγους, παρά μόνο το άκουσμα μιας γλυκιάς μελωδίας που ηχεί ανά καιρούς μέσα στην ταινία. Εκεί ξεκινάει και το σημείο καμπής της Han-gi, όπου συμπεραίνει ότι γοητεύεται από τον συμπρωταγωνιστή της αλλά και ότι μέσα της έχει πλέον αλλάξει κάτι ριζικά και ανεπανόρθωτα. Με ελάχιστα ψήγματα ότι η κοπέλα αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, φανερώνεται σταδιακά και μια όψη του χαρακτήρα της, που ο San-hwa αδυνατεί να παραβλέψει και να αποφύγει να αγκαλιάσει, μέσα από τα άπειρα ψυχολογικά θέματα και κόμπλεξ που διαθέτει και καθορίζει την εξέλιξη της ταινίας, αλλά την ίδια στιγμή και την διαδρομή της Han-gi. Η κλοπή μιας σελίδας από το βιβλίο των ερωτικών έργων του Egon Schiele από το τοπικό βιβλιοπωλείο, αποτελεί αφορμή και τέλμα για την μετέπειτα πορεία της και της πλοκής ανάμεσα στους δύο, που προβλέπεται γεμάτη εμπόδια, μην επιτρέποντάς τους να εκπληρώσουν τον ιδιόρρυθμο έρωτά τους, που πολλές φορές μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και μονόπλευρος, δεδομένου ότι ο «κακός» νταβατζής, δεν την άγγιξε στην πραγματικότητα ποτέ.
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: