Κάπου ανάμεσα στα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα που μας κρατούν άγρυπνους και το νέο AI εργαλείο που αποτελεί κίνδυνο για τον Miyazaki αλλά και για όλους τους δημιουργούς κινουμένων σχεδίων εν γένει, το μυαλό μας έχει ακόμη καταληφθεί από το επίμονο άκουσμα του τίτλου μιας νέας τηλεοπτικής μίνι σειράς, το «Adolescence». Μια σειρά που αφορά την εφηβεία, όπως προδίδει και ο τίτλος της, υπό τις αντιξοότητες μιας αδυσώπητης καθημερινότητας ακόμη και για μια τυπική μεσοαστική οικογένεια, καθώς επίσης και την ραγδαία εξέλιξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που φαίνεται να έχει πολύ πιο ισχυρή θέση στη ζωή των ανηλίκων απ’ όσο μπορεί κανείς – που δεν ανήκει στην προκειμένη γενιά – να φανταστεί.
Πίσω όμως από την σειρά αυτή που έχει ξεσηκώσει κάθε λογής θεατές, βρίσκεται ένας Βρετανός ηθοποιός και σκηνοθέτης ονόματι Philip Barantini. Για εκείνους που αναρωτιούνται για την πορεία του ως ηθοποιού, ίσως τον θυμούνται αμυδρά σε μια ακόμη μίνι σειρά που έκανε πάταγο κάποια χρόνια πριν, το «Chernobyl», τότε που τα τηλεοπτικά έργα είχαν αρχίσει να παίρνουν μια πολύ αγαπητή θέση στην καρδιά του κοινού (ίσως περισσότερο ακόμη κι από τα κινηματογραφικά σε εκείνο το σημείο).
Όσο το «Adolescence» ξεχώρισε και συνάρπασε τόσο για τη θεματολογία του όσο και για την ιδιαίτερη τεχνική κινηματογράφησης – που ξαφνιάζει θετικά ειδήμονες και ερασιτέχνες ομοίως – η μικρή αλλά ενδιαφέρουσα φιλμογραφία του Barantini φανερώνει πως η «εμμονή» του με το μονοπλάνο δεν είναι τόσο πρόσφατη. Συγκεκριμένα, το 2019 στην ταινία μικρού μήκους του, το «Boiling Point» (σενάριο του ίδιου σε συνεργασία με τον James Cummings), ο Άγγλος δημιουργός εκτελεί για πρώτη φορά ένα ολόκληρο έργο γυρισμένο με μία μόνο λήψη. Μπορεί να ακούγεται ευκολότερο για μια μικρού μήκους ταινία, μα κάνοντας μία μόνο αναδρομή στο σήμερα, αντιλαμβανόμαστε αμέσως πως ο Barantini δεν σταμάτησε σε καμία περίπτωση σε αυτή τη διάρκεια.
Δύο χρόνια μετά, ο auteur (έχοντας κερδίσει δικαίως τον χαρακτηρισμό) αντικαθιστά τον πρωταγωνιστή του μικρού μήκους «Boiling Point» με τον Stephen Graham (ο μπαμπάς του αγοριού στη σειρά «Adolescence») ο οποίος ενσαρκώνει έναν πιεσμένο χρονικά και οικονομικά σεφ, τον Andy. Το «Boiling Point» (2021) ακολουθεί τους εργαζόμενους ενός – κάποτε πεντάστερου – κυριλέ εστιατορίου κατά τη διάρκεια μιας τυπικής τους βάρδιας.
Εκ πρώτης όψεως, για πολλούς μπορεί να μην αποτελεί το παραμικρό ενδιαφέρον το να παρακολουθεί ιστορίες γαστρονομίας (ιδίως όταν δεν πρόκειται καν να πάρει μια γεύση από αυτό που βλέπει), όμως αυτή εστιάζει περισσότερο στον άνθρωπο πίσω από αυτές τις γαστρονομικές πολυτέλειες: τους ανθρώπους που εργάζονται σκληρά ακόμη και για ένα «μέτριο» αποτέλεσμα, τα άγχη και τα προσωπικά προβλήματα που πολλάκις εισβάλλουν στη διαδικασία αυτή αλλά και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, την μεταξύ τους συνεργασία και τη σχέση αφεντικού-εργαζομένου, που πολλές φορές οι χαρακτήρες αναγκάζονται να παραβλέψουν λόγω του φόρτου εργασίας και του στρες που επικρατεί. Εδώ, πρόκειται για πιο απαιτητικούς πελάτες, καθότι ο Andy έχει μοχθήσει ουκ ολίγες φορές για να ανεβάσει την ποιότητα.
Προσδοκώντας την απόκτηση αρκετά πιο εύστροφου και ικανού προσωπικού, ο Andy μοιάζει να διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία για κάτι τέτοιο, πράγμα που προκαλεί σίγουρα δεύτερες σκέψεις για τις αντιδράσεις του. Αυστηρός αλλά και ταυτόχρονα γλυκός με οποιοδήποτε νέο μέλος της ομάδας, λίγο πεισματάρης αλλά και συγκαταβατικός όταν αυτό χρειάζεται, ο θεατής συμπάσχει και κατανοεί με τυφλή παραχώρηση της συγκατάθεσής του τον πρωταγωνιστή, δίχως όμως να μπορεί να κάνει κάτι για να δώσει ένα χέρι βοηθείας. Με έναν μαγικό τρόπο, συμπαθείς και μη, χαρακτήρες, γίνονται ένα και αντιμετωπίζονται αυτομάτως σαν μια μεγάλη ομάδα (εάν η λέξη «οικογένεια» είναι βαριά) καθαρά και μόνο για την εκπλήρωση του στόχου, ο οποίος είναι να βγει εις πέρας μια τυπική βραδιά στο εστιατόριο. Ενώ όμως, όπως μοιάζει χαίρει εκτίμησης όλων του των συνεργατών, ακόμη και ο ίδιος ενίοτε γίνεται ανάξιος εμπιστοσύνης, βρισκόμενος σε μία διαρκή λούπα αυτοκαταστροφής…
Το αψεγάδιαστο μονοπλάνο του Barantini λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος για τους θεατές και τους ηθοποιούς, οι οποίοι από πλευράς τους έχουν ανεπιφύλακτα δώσει το εκατό τις εκατό τους, όσο ξεκάθαρα ο ιδρώτας που τρέχει από τα πρόσωπά τους και η έντασή τους είναι πέρα για πέρα αληθινά. Με τη διαφορά ότι από την μια πλευρά διευθύνει ο αρχιμάγειρας, ενώ από την άλλη ο σκηνοθέτης. Σε κάθε περίπτωση, το πλήρωμα εκτελεί με σεβασμό και απόλυτη αφοσίωση το έργο του. Αν μη τι άλλο είναι και τα δύο ξεκάθαρα αποτελέσματα ομαδικής δουλειάς, είτε αυτή είναι δύσκολη, εύκολη, επιτυχημένη ή μη.
Εν αντιθέσει με το «Adolescence», το «Boiling Point» έχει μια ζεστή γιορτινή φωτογραφία ενώ η αισθητική προϋποθέτει ό,τι ακριβώς θα περίμενε κανείς από ένα εστιατόριο του βεληνεκούς αυτού, στα παρασκήνιά του οποίου επικρατεί το απόλυτο χάος με τους εργαζομένους να υπηρετούν τον ρόλο τους σε μια μόνιμη κατάσταση αμόκ. Η κάμερα δεν φεύγει από πάνω τους παρά μόνο όταν ο καθένας από αυτούς ολοκληρώσει με κάποιο τρόπο τον «κύκλο» του ως χαρακτήρας ακόμη κι αν δεν έχει δοθεί έμφαση στην καθ’ αυτή του εξέλιξη. Οι ηθοποιοί, έχοντας χτίσει μια σχέση αγάπης με τον οπερατέρ τους, κινούνται με απόλυτη ελευθερία αλλά συνάμα συνάδοντας και με τις κινήσεις της κάμερας, έχουν πλήρη γνώση για το πού πρέπει να βρίσκονται, πότε και για πόσο.
Μπορεί οι εργαζόμενοι του εστιατορίου να μην είχαν απαραίτητα μια τόσο αξιόλογη συνεργασία αλλά η δουλειά που έγινε πίσω από τους κάμερες από το cast και το crew, είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Ο Stephen Graham δε, ίσως να είχε ήδη χρόνια καριέρας πίσω του, αλλά ακόμη και αργά, οι νέες γενιές θεατών ανακάλυψαν και επανεκτίμησαν με σιγουριά πια το ταλέντο του…
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: