Το 1980, ο Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Sean S. Cunningham, κάνει την πρώτη του κίνηση στο σινεμά τρόμου και φέρνει στον κόσμο την πρώτη ταινία της σειράς που στιγμάτισε το είδος και ασκεί έντονη επιρροή στην ποπ κουλτούρα έως και σήμερα («Friday the 13th»). Έπειτα από μια ασυναγώνιστη δεκαετία για τον horror κινηματογράφο στην Αμερική, η επόμενη έρχεται αισθητά πιο ανανεωμένη και σε ορισμένες εκφάνσεις της λιγότερο δυναμική ως προς το πόσο βαθιά διεισδύει στον τρόμο (αυτόν καθ’ αυτόν), με πιο λαμπερές προσωπικότητες, synth μουσικές επιτυχίες, χρώματα, χιούμορ και μια αισθητική που αν μη τι άλλο ακόμη αποτελεί ενδιαφέρον για άλλες δημιουργίες στην 7η τέχνη αλλά και την τηλεόραση. Μαζί με την καλτ φήμη των ταινιών, ο Jason Voorhees, παίρνει τα εύσημα για έναν από τους πιο επιτυχημένους «κακούς» ταινιών τρόμου ανά τα χρόνια, με την διάτρητη λευκή του μάσκα και το φονικό του μαχαίρι να μας προκαλεί ακόμη ανατριχίλες.
Η εναρκτήρια ταινία, αντικειμενικά, πρόκειται και για μια από τις δυνατότερες του franchise. Σε σενάριο Victor Miller, το «Friday the 13th» (ή «A Long Night at Camp Blood» όπως λεγόταν η πρώιμη μορφή του σεναρίου) έγινε πραγματικότητα χάρη σε έργα προηγούμενων χρόνων που άφησαν μια τρομακτικά λαχταριστή επίγευση στους φανατικούς τους, με βασική πηγή έμπνευσης το «Halloween» του αξεπέραστου Carpenter. Σύμφωνα και με την αρχική του επιθυμία, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συμπεριλάβει όλες του τις αγαπημένες αναφορές από ένα σινεμά που όπως είναι φανερό τον έχει διαμορφώσει αλλά και ενδιαφέρει πάρα πολύ, φτιάχνοντας παράλληλα έναν πολύ ιδιαίτερο και δικό του κόσμο με φόντο την -πολυχρησιμοποιημένη αλλά πάντα επιτυχημένη- συνταγή της «κατασκήνωσης».
Μετά από ένα ισχυρό «brainstorming», το σενάριο κατέληξε να λαμβάνει χώρα στο θρυλικό «Camp Crystal Lake» καθώς αποκτά και το όνομα «Friday the 13th«, δίνοντας μια εντελώς διαφορετική διάσταση στο επερχόμενο marketing της ταινίας. Παρ’ ότι σχεδόν κανείς από τους δύο δεν είχε εμπλακεί ιδιαιτέρως με το σινεμά τρόμου σε προηγούμενες δουλειές τους, ο Cunningham και ο Miller ετοιμάζονται να πορευτούν προς την επιτυχία, λέξη που στον χώρο του σινεμά τρόμου φυσικά δεν θα μπορούσε παρά να εμπεριέχει στην «ετυμολογία» της και το όνομα του Tom Savini, ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλλε στα πρακτικά εφέ, ενώ την μουσική υπόκρουση αναλαμβάνει ο Harry Manfredini. Με ένα φρέσκο cast (συμπεριλαμβανομένου του νεαρού τότε, Kevin Bacon), μια ειδυλλιακή τοποθεσία (σε μια εξοχική τοποθεσία του New Jersey και σε δύο τοπικά camp στα οποία και γυρίστηκε η πλειοψηφία των σκηνών) και μια ανατριχιαστικά ελκυστική προώθηση -έφηβοι σφάζονται από άγνωστο θύτη στην κατασκήνωση- τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία και μάλιστα πολυετής.
Η πλοκή αφορά μια ομάδα εργαζομένων του κάμπινγκ στο άνθος της ηλικίας τους, οι οποίοι ανάμεσα στα φλερτ, τα πειράγματα και τις τρέλες του καλοκαιριού κατά τη διαμονή τους στο «Camp Crystal Lake», βρίσκονται εκεί προκειμένου να θέσουν και πάλι σε λειτουργία τον χώρο έπειτα από καιρό. Σύντομα, ξεκινούν να γίνονται μάρτυρες φρικτών δολοφονιών από έναν άγνωστο που με την στοιχειωτική του παρουσία, ακόμη κι αν ποτέ μας δεν τον βλέπουμε κατάματα, έχει βάλει στόχο να τους αποδεκατίσει έναν προς έναν και όπως φαίνεται να σαμποτάρει την προσπάθεια επαναλειτουργίας του camp. Δεν πρόκειται όμως για ένα οποιοδήποτε camp… Όπως λέει ο θρύλος, ένα αγόρι είχε κάποτε πνιγεί στη λίμνη αφήνοντας μια πικρή αίσθηση σε όποιον πλησιάζει το μέρος λόγω της τραγικής του ιστορίας αλλά και στοιχειώνοντας όποιον επιχειρήσει να το επαναπροσεγγίσει έκτοτε.
Το «Friday the 13th», μολονότι δεν εξέλαβε τη θεμιτή θετική ανταπόκριση από όλους, η ιστορία της σειράς ταινιών δεν σταματάει εδώ. Η πρώτη ταινία κλείνει με μια από τις τρομακτικότερες αλλά και σημαντικότερες σκηνές του σινεμά τρόμου με ένα αναπάντεχο «jump scare» και μια ιντριγκαδόρικη ανατροπή, που αφήνει περιθώρια για πολλά ακόμη που θα μπορούσαν να ειπωθούν για το «Camp Crystal Lake». Πράγματι, η συνέχεια αυτή δεν άργησε να έρθει, με το δεύτερο μέρος ένα χρόνο αργότερα να ανεβάσει εκ νέου τις προσδοκίες για μια ακόμη επικείμενη θρυλική συνέχεια. Το «Friday the 13th Part 2″ κάνει εμφάνιση με ανανεωμένο crew, υπό την επίβλεψη όχι πλέον του Cunningham αλλά του Steve Miner, νέους ηθοποιούς αλλά και νέα ιστορία. Όπως φαίνεται οι υπεύθυνοι για το «Camp Crystal Lake» δεν είναι έτοιμοι ακόμη να το εγκαταλείψουν οριστικά, όπως ακριβώς συνέβη και με τους παραγωγούς του «Friday the 13th».
Στη συνέχεια ακολουθούν κι άλλες ταινίες με διαφορετικούς σκηνοθέτες να αναλαμβάνουν το εγχείρημα, νέες ιστορίες και τον θρύλο του Jason να ζει και να «θερίζει», με το τέλος της δεκαετίας να συμπληρώνει οκτώ ταινίες. Μετά από διάφορες προσπάθειες επανάκτησης της ποιότητας της πρωτότυπης ταινίας, κυκλοφόρησαν παρακλάδια όπως το «Freddy vs Jason» (του 2003) με έναν ακόμη διάσημο «κακό» από το «Nightmare on Elm Street», ενώ το 2009, κυκλοφόρησε το πρώτο αυθεντικό αλλά ανεπιτυχές ομότιτλο remake («Friday the 13th»), που φέρνει τον Jason στο κοινό του τότε, σήμερα. Όσο για το μέλλον, δεν είναι σίγουρο ακόμη για το τι μας επιφυλάσσει, καθότι μπορεί το σινεμά τρόμου να βρίσκεται για κάποιους σε ύφεση και για άλλους σε άνθιση, ο Jason ωστόσο, όπως μας έχουν διδάξει και όλες οι προηγούμενες ταινίες δύσκολα εξολοθρεύεται…