Μόλις από την πρεμιέρα του, το «Green Book» έστρεψε όλα τα φώτα πάνω του κάνοντας τους πάντες να το συζητούν. Viggo Mortensen και Mahershala Ali συμπρωταγωνιστούν στη διαχρονική παραγωγή του Peter Farrelly, σκηνοθέτη κυρίως κωμωδιών, όπως το «Dumb and Dumber» (1994). Στο εξαιρετικό σενάριο, που βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα συναντάμε τον ίδιο, μαζί με τον Nick Vallelonga, γιο του χαρακτήρα που υποδύεται ο Mortensen και τον Brian Hayes Currie. Ενώ μουσικός συνθέτης είναι ο Kris Bowers που παράλληλα ντουμπλάρει τον Ali στις σκηνές των συναυλιών.
O Tony Lip (Viggo Mortensen) είναι ένας ιταλικής καταγωγής ντόμπρος μικροαστός που εργάζεται ως πορτιέρης σε νυχτερινά κέντρα και δεν έχει και την καλύτερη επαφή με τις τέχνες και τον πολιτισμό. Από την άλλη, ο Don Shirley είναι ένας κλασικής παιδείας, ταλαντούχος, αφροαμερικανός πιανίστας και μια εκκεντρική προσωπικότητα. Οι δρόμοι τους συναντώνται όταν ο Don αποφασίζει να ξεκινήσει περιοδεία στον Αμερικανικό Νότο, της δεκαετίας του 1960 και προσλαμβάνει τον Tony, ως σοφέρ και φύλακά του. Το μακρινό τους ταξίδι θα χτίσει μια ξεχωριστή φιλία και θα σμιλεύσει τους χαρακτήρες τους, φέρνοντας πιο κοντά τους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους τους.
Το «Green Book» ανήκει στις ταινίες που μπορούν να εκτιμηθούν τόσο από τους κριτικούς που αναζητούν την αρτιότητα στην ποιότητα, την πρωτοτυπία και το βαθύτερο νόημα, όσο και για εκείνους που επιθυμούν ένα δίωρο χαλάρωσης και ψυχαγωγίας. Παρ’ όλου που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κωμωδία, υπάρχουν αρκετές απρόσμενες στιγμές που πιάνεις τον εαυτό σου να γελάει δυνατά. Παρά το ελαφρύ της κλίμα, θίγονται θέματα όπως το ρατσισμός, τις φυλετικές διακρίσεις και η μοναξιά, που μένουν μαζί σου ακόμη και μετά την έξοδο από την αίθουσα.
Χωρίς προβλήματα στη ροή και με μια προσεγμένη σκηνοθεσία, αυτό που μένει να συζητήσουμε είναι οι ερμηνείες. Ως Tony, ο Mortensen ήταν εντελώς αγνώριστος, συνεχίζοντας στην έκτη δεκαετία της ζωής του να επιλέγει προσεκτικά τις δουλειές του. Ωστόσο, το ίδιο συμβαίνει και με τον Mahershala που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο, με τους ρόλους του να μιλούν για το ταλέντο και την πολυμορφία του. Ακόμη, μεγάλο μέρος του τελικού αποτελέσματος οφείλεται στη μεταξύ τους χημεία, που ήταν απολαυστική.
Στο Φεστιβάλ του Τορόντο, έφυγε με το Βραβείο Κοινού, ενώ στις Χρυσές Σφαίρες απέσπασε τρία από τα πέντε βραβεία για τα οποία είχε προταθεί. Με αυτά να αποτελούν μόνο την αρχή για την περίοδο των βραβείων. Όσο για το μεγάλο κριτή, το κοινό και εκεί τα πράγματα είναι θετικά. Με την πλειοψηφία να την έχει αγαπήσει, αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά πως η μάζα ανταποκρίνεται και εκτιμά τις καλές ταινίες, ανεξαρτήτως είδους και κόστους παραγωγής.