Η πρώτη απόπειρα του τηλεοπτικού κωμικού Jordan Peele σαν κινηματογραφικός σκηνοθέτης αλλά και σεναριογράφος, πιθανότατα να μην μπορούσε να είναι πιο επιτυχημένη. Όπως και να μην μπορούσε να είχε έρθει σε καλύτερο timing, αφού εν όψει και του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος στην Αμερική, ήρθε να κάνει ένα αιχμηρό σχόλιο και να αποτελέσει μέρος του μεγάλου διαλόγου που άνοιξε και πάλι για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τη στάση ακόμα και φαινομενικά πιο προοδευτικών ανθρώπων απέναντί τους.
Πρόκειται για το «Get Out», μια ταινία τρόμου που έχει όμως και κωμικά ή σατιρικά στοιχεία και αφορά έναν νεαρό Αφροαμερικανό, τον Chris (Daniel Kaluuya), που πηγαίνει μαζί με τη λευκή κοπέλα του, τη Rose (Allison Williams), να γνωρίσει την οικογένειά της. Όταν, πριν από την εκδρομή τους, εκείνος τη ρωτάει αν έχει αναφέρει στους γονείς της το χρώμα του, η Rose τον διαβεβαιώνει πως δεν υπήρχε λόγος να το κάνει, αφού οι γονείς της είναι προοδευτικοί και «θα ψήφιζαν τον Ομπάμα και για τρίτη θητεία αν μπορούσαν».
Οι γονείς και ο αδερφός της Rose μένουν σε ένα μεγάλο απομονωμένο κτήμα στην επαρχία, και η υποδοχή που επιφυλάσσουν στο ζευγάρι είναι όντως φιλική, χωρίς αρχικά να δώσουν την παραμικρή σημασία στο ότι ο Chris είναι μαύρος. Όσο όμως αυτός περνάει περισσότερο χρόνο μαζί τους και γνωρίζει τους επίσης αποκλειστικά Αφροαμερικανούς υπηρέτες του σπιτιού, οι οποίοι έχουν μάλλον αλλόκοτη συμπεριφορά, αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά κι ότι η ανοιχτή και φιλελεύθερη στάση της οικογένειας είναι μάλλον μια «βιτρίνα» που η αλήθεια πίσω της είναι διαφορετική. Υποψίες που επιβεβαιώνονται ακόμα περισσότερο στο πάρτι που διοργανώνει η οικογένεια την επόμενη μέρα, με όλους τους καλεσμένους να συμπεριφέρονται εξίσου περίεργα.
Το «Get Out» έκανε την πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Sundance και σημείωσε απροσδόκητη εισπρακτική επιτυχία στην Αμερική, ειδικά δεδομένου του γεγονότος πως ο Peele πρώτη φορά ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, το budget του ήταν σχετικά μικρό και από το cast απουσιάζουν τα πολύ γνωστά ονόματα. Το πρώτο μισό της ταινίας είναι ένα ιδιότυπο μείγμα σάτιρας, κωμωδίας, αλλά και στοιχείων κοινωνικής ταινίας σχετικά με το ρατσισμό, και σ’αυτό θυμίζει αρκετά μια αντίστοιχη ταινία που γυρίστηκε πενήντα χρόνια πριν, το «Guess Who’s Coming to Dinner» («Μάντεψε ποιος θα’ρθει το βράδυ») του 1967. Οι ομοιότητες στην πλοκή είναι εμφανείς, αφού και εκεί ένα φαινομενικά προοδευτικό ζευγάρι έρχεται προ απροόπτου, όταν η κόρη τους φέρνει στο σπίτι τον αρραβωνιαστικό της, που τυχαίνει να είναι Αφροαμερικανός.
Όμως σταματούν κάπου εκεί, αφού στο δεύτερο μισό του «Get Out» η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς, η ταινία μεταμορφώνεται σε κανονικό θρίλερ και αποδεικνύεται ότι οι γονείς της Rose είναι κάτι παραπάνω από απλώς επιφυλακτικοί. Ίσως η πρωτοτυπία της ταινίας να έγκειται στο γεγονός ότι δε στοχοποιεί τους εμφανώς ρατσιστές, αλλά τους «φιλελεύθερους» που θεωρούν τους εαυτούς τους αντιρατσιστές, όμως με την ημιμάθεια και την πεποίθησή τους ότι ο ρατσισμός τελείωσε επειδή η Αμερική εξέλεξε έναν Αφροαμερικανό πρόεδρο, κάνουν περισσότερο καλό παρά κακό. Και παίρνοντας αυτή τη συμπεριφορά, η ταινία την τραβά σε μια ακραία εκδοχή. Για αυτό και βγήκε σε ιδανικό timing: για όλους αυτούς που σοκαρίστηκαν από την εκλογή του Trump.
Είναι η πρώτη τόσο μεγάλη επιτυχία για τον Βρετανό πρωταγωνιστή Daniel Kaluuya, που είχε δουλέψει κυρίως στην τηλεόραση, αλλά και σε μικρότερους ρόλους σε ταινίες, ενώ ήταν η πρώτη ταινία για την Allison Williams, που είναι κυρίως γνωστή για το ρόλο της Marnie στο «Girls». Επίσης, ο Kaluuya χειρίστηκε αρκετά διπλωματικά το θέμα που προέκυψε, όταν ο Samuel L.Jackson δήλωσε εμμέσως πως ο ρόλος θα έπρεπε να είχε πάει σε έναν Αφροαμερικανό ηθοποιό και όχι σε έναν Βρετανό. Ο Jackson, θεωρώντας τις συνθήκες διαφορετικές στην Αγγλία, πίστευε πως θα ήταν πιο εύκολο για έναν Αφροαμερικανό να καταλάβει την ταινία, έχοντας βιώσει αντίστοιχο ρατσισμό στη δική του ζωή.
Ο Jordan Peele κατάφερε στο «Get Out» να ασχοληθεί με το σοβαρό θέμα του ρατσισμού σε μια κοινωνία και σε μια χώρα όπου ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν υφίσταται σαν πρόβλημα. Και ταυτόχρονα έβαλε τα μηνύματα που ήθελε να περάσει σε ένα ασυνήθιστο πλαίσιο: μια ταινία τρόμου που καταφέρνει να είναι διασκεδαστική, αγωνιώδης, σε κάποια σημεία αστεία, αλλά και να προκαλεί προβληματισμούς. Και μόνο αυτός ο ριψοκίνδυνος όμως, σε αυτή την περίπτωση πετυχημένος συνδυασμός, κάνει την προσπάθειά του άξια προσοχής.