
Το 30ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, “Νύχτες Πρεμιέρας”, έχει ήδη ξεκινήσει δυναμικά από την Τετάρτη 2 Οκτωβρίου με πολυαναμενόμενες ταινίες, -όπως το The Substance-, και τα αφιερώματα “This is England” και “Akira Kurosawa: Όλη η Ομορφιά και η Αιματοχυσία”. Τα εισιτήρια εξαντλούνται με γρήγορους ρυθμούς και ο κόσμος συρρέει στις αίθουσες για να δει τις αγαπημένες του ταινίες, και στην πορεία να ανακαλύψει καινούργιες.
Ανάμεσα στις ταινίες του τμήματος του Διεθνούς Διαγνωστικού Ντοκιμαντέρ βρίσκεται το “Love Alone Can’t Make a Child”, -ή “Επιθυμία”, στα ελληνικά-, τίτλοι που αποδίδουν εξίσου τέλεια το νόημα της. Όσα από εμάς ήμασταν παρόντα στην πρεμιέρα, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε έναν σύντομο πρόλογο από μέλη της WIFT GR, Μαρία Λουκά και Παναγιώτα Μυτιληναίου. Οι δύο γυναίκες μας μίλησαν συνοπτικά, αλλά περιεκτικά για τα θέματα των οποίων άπτεται το ντοκιμαντέρ, δίνοντας μας μία μικρή ιδέα για αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουμε.
Η εμπειρία της θέασης του εν λόγω ντοκιμαντέρ μοιάζει αρκετά με το να δέχεται κανείς γροθιά στο στομάχι και να νιώθει το οξυγόνο να εγκαταλείπει μονομιάς τα πνευμόνια του. Το “Love Alone Can’t Make a Child” είναι από τις ταινίες για τις οποίες τα λόγια δεν θα είναι ποτέ αρκετά. Οτιδήποτε και να ειπωθεί με σκοπό να περιγράψει τον αντίκτυπό και τα αισθήματα που μας προκάλεσε, θα συνεχίσει να υστερεί σε κάτι. Και ίσως αυτό να είναι και το καλύτερο. Ίσως, αν το δούμε τελείως ψυχρά, κάθε κριτική και κάθε ανάλυση που έχει γραφτεί -ή πρόκειται να γραφτεί-, να είναι με έναν τρόπο ‘περιττή’. Γιατί στο κάτω κάτω, ποια είμαστε εμείς για να εκφέρουμε λόγο και άποψη πάνω σε μία τόσο ωμή και αληθινή ιστορία; Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι σημαντική κάθε μορφής ορατότητα που λαμβάνει η συγκεκριμένη ταινία, καθώς θίγει οικουμενικής φύσεως θέματα.

Η Maria και η Kristine γνωρίζονται όταν η δεύτερη ανέλαβε τη φροντίδα της Maria ως αποκλειστική νοσοκόμα, καθώς η ίδια είναι παραπληγική. Με το πέρασμα του χρόνου, οι δύο γυναίκες ερωτεύονται, γίνονται οικογένεια και κάποια στιγμή αναδύεται η επιθυμία να αποκτήσουν ένα δικό τους παιδί. Την προσπάθειά τους αυτή αποτυπώνει μέσα από τον φακό της η Judith Beuth, σκηνοθέτις και στενή φίλη του ζευγαριού. Η Beuth εξιστορεί τους κόπους και τις θυσίες των δύο γυναικών, ‘ζωγραφίζοντας’ παράλληλα ένα πορτρέτο της σχέσης τους και των αλλαγών που επιδέχεται, σε ένα διάστημα δέκα χρόνων. Για ακόμα μία φορά, τα λόγια είναι πολύ λίγα για να περιγράψουν τον πόνο και τη ματαίωση που έχουν βιώσει η Maria και η Kristine όλο αυτό το διάστημα.
Ένα από τα στοιχεία που καθιστούν το εν λόγω ντοκιμαντέρ τόσο ‘αποτελεσματικό’ είναι η ικανότητά του να μεταδώσει τα συναισθήματα των δύο γυναικών στους ίδιους τους θεατές, κάνοντάς τους να τα βιώσουν σε όλο τους το εύρος. Όπως και η σκηνοθέτις, γίνονται με ένα τρόπο μάρτυρες των πολλαπλών ανεπιτυχών προσπαθειών, αλλά και της προσήλωσης του ζευγαριού σε ένα στόχο, που δυστυχώς δε θα πραγματωθεί. Ακόμα όμως και μέσα από τις απανωτές απογοητεύσεις και τα εμπόδια, αν κάτι μένει σταθερό και ακλόνητο είναι η αγάπη ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Αυτό βέβαια δε σημαίνει, ότι μία δεκαετία γεμάτη πόνο και θυσίες δεν προκάλεσε φθορά και δε δοκίμασε τη σχέση τους. Κανείς άλλωστε δε θα μπορούσε να παραμείνει αλώβητος μετά από μία τέτοια εμπειρία. Η αγάπη όμως και η αφοσίωση, τις βοήθησε να μείνουν δίπλα η μία στην άλλη και να ‘κουβαλήσουν’ μαζί το βάρος της ανεκπλήρωτης επιθυμίας τους.
Για να κάνω μία αναφορά στον τίτλο της ταινίας, αν η αγάπη από μόνη της αρκούσε για να αποκτήσει κάποιο ζευγάρι ένα παιδί, τότε η Maria και η Kristine θα είχαν αποκτήσει το δικό τους, χωρίς να πρέπει να περάσουν μία Οδύσσεια για να το καταφέρουν. Δυστυχώς, η σκληρή πραγματικότητα είναι, ότι ορισμένες όψεις της ιστορίας τους αντανακλούν τη βιωμένη εμπειρία πολλών ομόφυλων ζευγαριών, τα οποία αντιμετωπίζουν παρόμοιες, αν όχι ίδιες δυσκολίες στην απόκτηση ενός παιδιού.
Κλείνοντας, θα ήθελα να δανειστώ τα λόγια της κυρίας Παναγιώτας Μυτιληναίου, η οποία, απευθυνόμενη στο κοινό της ταινίας, ελπίζει οι άνθρωποι “να εξοικειωθούν με αυτό που φοβούνται, να αγαπήσουν αυτό που μπορεί να φαντάζονται”.