Το Netflix είναι μια επιλογή που μας συντροφεύει όχι μόνο κατά την διάρκεια της αδιάκοπης καραντίνας, αλλά και μετά από τις δύσκολες μέρες έπειτα από πολύωρη εργασία, εξού και η δημιουργία της εύστοχης φράσης: «Netflix and Chill». Περιέχει έναν σεβαστό αριθμό ταινιών και σειρών για να επιλέξουμε και η μόνη κίνηση που προϋποθέτει η θέαση τους είναι ένα «click»! Η παρακάτω λίστα περιλαμβάνει μερικές -υποκειμενικά- επιλεγμένες ταινίες τρόμου, με τις οποίες μας εντυπωσίασε η πλατφόρμα, καθώς κατά τ’ άλλα δεν μπορεί κανείς να αναιρέσει ότι η ελληνική version της υστερεί σε ποικιλία και ποιότητα, κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο αν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι η τελευταία πιθανή «διαφυγή» στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
House of 1000 Corpses (2003)
Σκηνοθεσία: Rob Zombie
Πρωταγωνιστούν: William Bassett, Sheri Moon, Karen Black
Βαθμολογία στο IMDb: 6,1/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=OiRQOpC0nhg
Εμφανώς επηρεασμένος από πολλές «κλασικές» αμερικάνικες slasher ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ’70 (τρανό παράδειγμα αποτελεί το «The Texas Chainsaw Massacre»), ο Rob Zombie ξεκινάει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 2003 με το «House of 1000 Corpses». Μια παρέα αφελών νεαρών, χαμένοι στο πουθενά και περιπλανώμενοι μέσα στην άγρια νύχτα, βρίσκουν «καταφύγιο» σε μια οικογένεια σατανιστών, που τους προσφέρει φιλοξενία, ώσπου να ξημερώσει και να καταφέρουν να γυρίσουν σπίτι. Με την εμπειρία του κοινού ύστερα από την θέαση αρκετών ταινιών του είδους, μετά από έναν τέτοιο πρόλογο η κατάληξη των χαρακτήρων είναι, μάλλον, φυσικό επόμενο. Μια βιντεοκλιπίστικη πτυχή μιας -κατά τα’ άλλα- στερεοτυπικής ιστορίας με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του αναδυόμενου σκηνοθέτη και επιτυχημένου μουσικού, Sheri Moon (Zombie), σε μια grindhouse ταινία «στολισμένη» με την μουσική του (εξού και με το ομότιτλο τραγούδι «House of 1000 Corpses», από τον δεύτερο δίσκο της solo καριέρας του μετά την πολυετή συνεργασία του με το συγκρότημα «White Zombie»). Πριν από τα «The Devil’s Rejects», «Lords of Salem» και την πρώτη του απόπειρα κινουμένων σχεδίων, το «Haunted World of El Superbeasto» (μια χιουμοριστική αναφορά στα exploitation, slasher και στα b-movies), με το ξεχωριστό χιούμορ του και άπλετη βιαιότητα -ωστόσο χωρίς ιδιαίτερη πλοκή- ο καλλιτέχνης δημιουργεί μια νοσταλγική ταινία (όπως είναι άλλωστε και η μουσική του), με συνεχόμενες κρυφές «σπόντες», αναφερόμενος σε παλαιότερα horror της δεκαετίας του ‘70 που ορισμένες φορές μόνο στα «movie geeks» επιτρέπει να παρακολουθήσουν λεπτομερώς. Παρ’ ότι δεν ευνοήθηκε ούτε αναγνωρίστηκε από τους κριτικούς, με σατιρική (όμως μακάβρια) διάθεση, ο Zombie παραθέτει στο πιστό του κοινό μια αληθινά σαδιστική φρίκη, η οποία ίσως και να συγχωρείται βλέποντας το σκεπτόμενοι ότι πρόκειται για ένα 90λεπτο βίντεο κλιπ του.
Don’t Breathe (2016)
Σκηνοθεσία: Fede Álvarez
Πρωταγωνιστούν: Stephen Lang, Jane Levy, Dylan Minnette
Βαθμολογία στο IMDb: 7,1/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=76yBTNDB6vU
Ο ουρουγουανής καταγωγής σκηνοθέτης του remake του «Evil Dead» (2013), με συμπαραγωγό τον θρυλικό Sam Raimi, προσθέτει την δεύτερη ταινία στην φιλμογραφία του, το σοκαριστικό «Don’t Breathe». Μια ομάδα νεαρών εγκληματιών οργανώνουν μετά από σκέψεις και ενδοιασμούς, μια ακόμη από τις ομαδικές τους ληστείες, επιδιώκοντας να εισβάλλουν στο σπίτι ενός αόμματου ηλικιωμένου, για την περιουσία του. Έχοντας στην διάθεση τους ένα αρκετά καλό πλάνο που δύσκολα θα μπορούσε να αποτύχει, με αυτοπεποίθηση και επιδεξιότητα είναι έτοιμοι για την διάρρηξη. Ωστόσο, προς μεγάλη τους έκπληξη, τα πράγματα επρόκειτο να πάρουν μια εντελώς διαφορετική τροπή και από θύτες θα γίνουν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, θύματα. Ο «ταπεινός» παππούς που έχει χάσει την όραση του και εκμεταλλεύεται από τους κακοποιούς του με δόλιο τρόπο χωρίς να έχει την δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του εξαιτίας της αναπηρίας του, σύντομα θα μεταλλαχθεί σε ένα αδυσώπητο «τέρας» που στην πραγματικότητα γνωρίζει αρκετά καλά τι του γίνεται και ξέρει την κάθε κίνηση των διαρρηκτών, πριν καν οι ίδιοι κινηθούν. Αφού πλέον οι χαρακτήρες ανακαλύψουν με τι (απ)άνθρωπο έχουν να κάνουν αλλά και το «σκοτεινό» μυστικό που κρύβει, παλεύουν με νύχια και με δόντια να ξεφύγουν από την «τάφρο» και κατά κύριο λόγο, να βγουν ζωντανοί από αυτό το σπίτι. Με εξαιρετικά ταλαντούχους ανερχόμενους ηθοποιούς και συγκεκριμένα της πρωταγωνίστριας (Jane Levy) που μας μεταφέρει με άψογο τρόπο την ατέρμονη αγωνία και τα βασανιστήρια που βιώνει αλλά και του «μοχθηρού» εχθρού (Stephen Lang) που καταφέρνει να αποτυπώσει την μορφή ενός αληθινού «τερατόμορφου» όντος, χωρίς ειδικά εφέ. Η «τέλεια» ληστεία παίρνει την λάθος κατεύθυνση μέσα σε λίγα μόνο λεπτά και θα μετατραπεί σε μια «κόλαση», ενώ οι ήρωες φαίνεται να παίρνουν τελικά αυτό που τους «αξίζει» για αντίποινα των πράξεων τους… ίσως και λίγο παραπάνω!
Lost Boys (1987)
Σκηνοθεσία: Joel Schumacher
Πρωταγωνιστούν: Jason Patric, Dianne Wiest, Kiefer Sutherland
Βαθμολογία στο IMDb: 7,3/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=hsv_NQFbQzo
Ο έφηβος Michael μετακομίζει μαζί με τον μικρό του αδερφό και την προσφάτως διαζευγμένη μητέρα του σε μια μικρή πόλη της California, στο σπίτι του παππού του. Στην προσπάθεια του να ενταχθεί στο καινούργιο του περιβάλλον, ανακαλύπτει μια «αίρεση» νεαρών μηχανόβιων βρικολάκων. Η «αίγλη» της παρανομίας με το προσωπείο μιας όμορφης δεσποινίδας, δεν θα του επιτρέψει να μην υποκύψει στην ενσωμάτωση της ομάδας τους. Όμως το αποτέλεσμα θα είναι μη αναστρέψιμο και για χάρη μιας -επιπόλαιης- παροδικής «ηδονής» επιλέγει να μην αποχωριστεί ποτέ την τερατώδη δεύτερη φύση του. Στην συνέχεια ο ίδιος με τις εναπομείναντες δυνάμεις του και ο μικρός του αδερφός με την παρέα του, θα προσπαθήσουν να αποκαλύψουν την ταυτότητα όλων των «τερατοειδών» ύποπτων. Το «Lost Boys» (για το ελληνικό κοινό «Τα παιδιά της Νύχτας») αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά ταινία του αμφιλεγόμενου σκηνοθέτη (Joel Schumacher) αλλά και μια από τις διασημότερες εφηβικές ταινίες της εποχής. Πρόκειται για μια μοντέρνα διασκευή του «Rebel Without A Cause», αλλά αυτή την φορά με διψασμένους -για αίμα- βρικόλακες με πλούσια χαίτη, δερμάτινα jacket, σκουλαρίκια και μηχανές. Φυσικά, στα έντονα χρώματα, την μόδα και τα φρέσκα πρόσωπα που αντικατοπτρίζουν «επαναστατικά» το νέο αίμα, συμβάλλει και το εκπληκτικό soundtrack με αρκετές χαρακτηριστικές επιτυχίες (όπως «Good Times»,«People Are Strange», «Don’t Let the Sun Go Down on Me» και «Cry Little Sister») των «Easybeats» και «INXS» μεταξύ άλλων. Επιπλέον αποτελεί μια από τις πρώτες πρωταγωνιστικές εμφανίσεις του Kiefer Sutherland, ο οποίος εδώ κάνει το «κομμάτι» του εμφανώς επηρεασμένος από το παρουσιαστικό του Billy Idol.
Fright Night (1985)
Σκηνοθεσία: Tom Holland
Πρωταγωνιστούν: Chris Sarandon, William Ragsdale, Roddy McDowall
Βαθμολογία στο IMDb: 7,1/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=LKI9-ZaVi2I
Ο 17χρονός Charley ανακαλύπτει ότι ο γείτονας του στην πραγματικότητα είναι βρικόλακας και είναι διατεθειμένος να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον «ξεσκεπάσει». Ενώ αρχικά κανένας στον περίγυρο του δεν παίρνει τις μαρτυρίες του στα σοβαρά, απογοητευμένος στρέφεται στον κύριο Peter Vincent (Roddy McDowall), έναν ηθοποιό και παρουσιαστή ενός show τρόμου που παρακολουθεί φανατικά. Στην δύσκολη αποστολή του να εξοντώσει το κακό, οι βρικόλακες εξαπλώνονται σαν επιδημία και τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο για τον Charley και τους «συμμάχους» του. Μετά το επιτυχημένο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Tom Holland, ακολούθησε το sequel δύο χρόνια αργότερα από διαφορετικό σκηνοθέτη («Fright Night Part 2») και ένα ομότιτλο remake του ίδιου, το 2011 (με τον Colin Farrell και την Toni Collette). Η «Νύχτα Τρόμου» (για το ελληνικό κοινό), με τα εξαιρετικά αληθοφανή ειδικά εφέ για το budget και την εποχή της (με την υπογραφή του Richard Edlund και της ομάδας του) και το ιδιαίτερα ανατριχιαστικό χιούμορ της, απέκτησε σημαντική φήμη (παρ’ ότι δεν κατάφερε να γίνει το blockbuster που «ονειρευόταν» η παραγωγή) και μια θέση στα πιο αγαπημένα cult classics όλων των εποχών. Αναμφίβολα, είναι μια από τις πιο υποτιμημένες -κωμική- ταινία τρόμου και μια συναρπαστική περιπέτεια, με το λιθαράκι του θρυλικού Roddy McDowall σε «ρόλο» Vincent Price. Χάρη στο Netflix, αυτό το «κρυφό» διαμάντι δεν παρέμεινε για πολύ κρυφό…
Pet Semetary (1989)
Σκηνοθεσία: Mary Lambert
Πρωταγωνιστούν: Dale Midkiff, Denise Crosby, Fred Gwynne
Βαθμολογία στο IMDb: 6,6/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=JMao8sg4DPA
Άλλη μια από τις εξαιρετικά υποτιμημένες ταινίες που βρίσκεται στην λίστα είναι αδιαμφισβήτητα η προσαρμογή του μυθιστορήματος του Stephen King, το υπερφυσικό «Pet Semetary» («Νεκροταφείο Ζωντανών») του 1989 (γνωστή και για το -αγαπημένο- ομότιτλο τραγούδι των «Ramones»). Η Mary Lambert, προσθέτοντας την δική της «γυναικεία» πινελιά στο είδος, μεταφέρει την νουβέλα του μαέστρου King ενώ ακολουθεί (ως «φυσικό» επακόλουθο) το sequel του 1992 με τον -τότε νεαρό- Edward Furlong («Pet Semetery Two»), σκηνοθετημένο από την ίδια αλλά και το φαντασμαγορικό remake του 2019 από τον Kevin Kölsch, το οποίο επίσης μπορούμε να απολαύσουμε στο Netflix. Μια τετραμελής οικογένεια μετακομίζει σε μια περιοχή, ενώ στην συνέχεια ανακαλύπτει ένα νεκροταφείο ζώων ακριβώς δίπλα από το σπίτι της. Οι συγκεκριμένοι τάφοι αποτελούν μια σημαντική ιδιαιτερότητα σε αντίθεση με τους «κοινούς» και οι ψυχές αυτών που θάβονται εκεί ζουν ακόμη μετά τον θάνατο τους, ερχόμενοι πλέον ως ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Πρόκειται για μια τρομακτική «αλληγορία» για την μετά θάνατον ζωή και την ανικανότητα να «απογαλακτιστούμε» από τους εκλιπόντες, αφήνοντας ένα σπουδαίο ερώτημα-συμπέρασμα να αιωρείται: Είναι τελικά εφικτό να ανατρέψουμε την μοίρα με το να «αναστήσουμε» τους νεκρούς αφήνοντας τους να υπάρχουν αιώνια ακόμη και με «διαβολική» μορφή και κατά πόσο μπορούμε να επέμβουμε στην φύση; Το ερώτημα φαινομενικά προκαλεί συγκινήσεις και προβληματισμούς, όμως τελικά η απάντηση είναι αληθινά τρομακτική και απόλυτα σαφής!
Christine (1983)
Σκηνοθεσία: John Carpenter
Πρωταγωνιστούν: Keith Gordon, John Stockwell, Alexandra Paul
Βαθμολογία στο IMDb: 6,7/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=ieBmy6qjiCI
Χωρίς δεύτερη σκέψη, το Netflix έχει μια έκδηλη αδυναμία στον Stephen King αλλά και στην δεκαετία του ’80 (η οποία έχει επανέλθει πανηγυρικά στην μόδα σήμερα) και το «Christine» (πηγή έμπνευσης για πολλές μεταγενέστερες ταινίες, όπως για παράδειγμα το «Death Proof» του Tarantino) του 1983, δεν αποτελεί καμία εξαίρεση. Αυτή την φορά όμως με την συμβολή του ανυπέρβλητου Carpenter, που «παίζει στα δάχτυλα» το συγκεκριμένο είδος, με πρωταγωνιστή ένα δαιμονικό αυτοκίνητο (Christine) και συμπρωταγωνιστή τον εκκεντρικό Keith Gordon («Dressed to Kill», «Happy Birthday to Me»). Ο έφηβος Arnie, παραγκωνισμένος πλήρως από τον κοινωνικό του περίγυρο και συχνά πυκνά «θύμα» bullying, παίρνει την απόφαση να αγοράσει ένα χλιδάτο vintage αμάξι σε εξευτελιστική τιμή με την προϋπόθεση να το «διατηρήσει» και να το μετατρέψει σε καινούργιο με το δικό του χαρτζιλίκι. Ωστόσο, η τρομακτικά απότομη αλλαγή στον χαρακτήρα του, η μυστηριωδώς υψηλή αυτοπεποίθηση που κατακτάει και ο εμμονικός του έρωτας με το αυτοκίνητο του, θα είναι η αιτία για μια «φρικιαστική» περιπέτεια. Τελικά κάτι τόσο όμορφο και μοναδικό όσο η Christine, μπορεί να αποβεί μοιραίο και καταστροφικό, καθ’ ότι η εμμονή του κατόχου της για εκείνη είναι αμοιβαία, με την μόνη διαφορά ότι εκείνη είναι λίγο περισσότερο κτητική και ζηλιάρα. Το Netflix μας χαρίζει απλόχερα την ευκαιρία να «ξεθάβουμε» μαζί μερικά από τα λατρεμένα cult και να τα απολαμβάνουμε σε αξιοπρεπή ποιότητα και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Οι πιστοί φαν των slasher ευελπιστούν η ελληνική έκδοση της πλατφόρμας να συνεχίσει με περισσότερες εκπλήξεις σαν κι αυτές, «σκάβοντας» ακόμη βαθύτερα στα άδυτα ώστε να αναδείξει κι άλλα -ξεχασμένα- αγαπημένα.
World War Z (2013)
Σκηνοθεσία: Marc Forster
Πρωταγωνιστούν: Brad Pitt, Mireille Enos, Daniella Kertesz
Βαθμολογία στο IMDb: 7/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=Md6Dvxdr0AQ
Ο πλανήτης σταδιακά αρχίζει να μειώνεται σημαντικά και να καταστρέφεται ολοκληρωτικά, «κατασπαραγμένος» από μια πρωτόγνωρη νόσο. Ο οικογενειάρχης Gerry (Brad Pitt), καλείται να βρει την αιτία και την πηγή αυτού του ιού που μετατρέπει τους ανθρώπους σε «λυσσασμένα τέρατα» (ζόμπι) -ως αντιπροσωπευτικό στέλεχος των Ηνωμένων Εθνών- ώστε να σώσει την ανθρωπότητα, ενώ ταυτόχρονα να προστατεύσει την σύζυγο και τα παιδιά του. Στον δύσβατο δρόμο του για την επίλυση του μυστηρίου, θέτει επανειλημμένως την ζωή του σε κίνδυνο χωρίς να καταφέρει να φτάσει κοντά στην «πηγή», καθώς οι απαντήσεις που ψάχνει θα δοθούν πολύ πιο δύσκολα από ότι περίμενε και αυτός ο ιός, δεν φαίνεται να«σταματάει πουθενά. Ύστερα από αρκετές επιτυχίες, ο Marc Forster δημιουργεί μια επική post apocalyptic -αλλά και άλλη μια εκ των πολλών που λειτούργησε ως προοικονομία της τωρινής πανδημίας- αποτυπώνοντας το θέμα, ξεχωριστά και σε μορφή «blockbuster». Την εξίσου επική μουσική (όχι απλά από άποψη θεματολογίας αλλά και ποιότητας) επιμελείται ο Marco Beltrami, που δίνει στην ταινία μια αριστουργηματική χροιά, προκαλώντας το κοινό του να δυναμώσει στο «τέρμα» την ένταση και να απολαύσει εκ νέου το οπτικοακουστικό αυτό θέαμα. Εμπνευσμένο από αρκετά ρετρό zombie comic σε συνδυασμό με τις σημερινές χολιγουντιανές ταινίες, έρχεται να «σαρώσει» και αυτό με την σειρά του αρκετές υποψηφιότητες και να αποτελέσει μια από τις πιο περιζήτητες ταινίες τρόμου των τελευταίων χρόνων.
Us (2019)
Σκηνοθεσία: Jordan Peele
Πρωταγωνιστούν: Lupita Nyong’o, Winston Duke, Elisabeth Moss
Βαθμολογία στο IMDb: 6,8/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=hNCmb-4oXJA
Ένας ταλαντούχος, ανερχόμενος κωμικός από την Νέα Υόρκη, ξεκινώνοτας την καριέρα του στις αρχές του 2000 με ιδιαίτερη έφεση στις μιμήσεις και στο stand up comedy, σήμερα αποτελεί μια σημαντική παρουσία στον κινηματογραφικό χώρο εμφανιζόμενος στο σκηνοθετικό τιμόνι με την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, το «Get Out» (το 2017). Ο Jordan Peele με εμφανή αγάπη για το σινεμά και την ιστορία του (εξού και η συμμετοχή του στο ντοκιμαντέρ «Horror Noire: A History of Black Horror»), αναδεικνύει τον αφρο-αμερικάνικο κινηματογράφο και δημιουργεί ένα δικό του πρωτότυπο είδος που μπλέκει τον τρόμο με την κωμωδία, σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Το 2019 με το ίδιο πάθος και δημιουργικότητα, επανέρχεται με το «Us», κατά το οποίο παρακολουθούμε μια -ψυχικά «τραυματισμένη» από την παιδική της ηλικία- γυναίκα που επισκέπτεται το εξοχικό της με την οικογένεια της (τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της). Κατά την διάρκεια της διαμονής τους, οι δύσκολες αναμνήσεις της επανέρχονται στην μνήμη της, ενώ παράλληλα μια απροσδόκητη επίθεση από μια -μυστηριωδώς- πανομοιότυπη οικογένεια με την δική της (κλώνοι), καταλαμβάνει τον χώρο ξεσκεπάζοντας πολλά κρυμμένα μυστικά που θα ανατρέψουν τα δεδομένα. Η μητέρα ανακαλύπτει μια εντελώς διαφορετική ζωή από την δική της, μέσω μιας γυναίκας με ολόμοια όψη, όνειρα και προσδοκίες με τις δικές της, αλλά με άκρως αντίθετες ευκαιρίες και «αποκτηθέντα». Στο μεταξύ η -γειτονική- φιλική οικογένεια εύπορων λευκών με την οποία «σκοτώνουν» τον ελεύθερο χρόνο τους οι πρωταγωνιστές, «προσβάλλεται» επίσης από τους αντίστοιχους σωσίες τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχει για κάθε ανθρώπινο ον ένας «καθρέπτης» που μπορεί σε ανυποψίαστο χρόνο να διεκδικήσει τα κεκτημένα του. Σύμφωνα και με τα λεγόμενα του ίδιου του σκηνοθέτη, με αφορμή αυτή την ταινία σκοπός του είναι να περάσει ένα σοβαρό κοινωνικό μήνυμα για την ζωή στην σημερινή Αμερική, αποζητώντας έναν κόσμο μέσα στον οποίο μαχόμαστε και για τους μη προνομοιούχους συνανθρώπους μας χωρίς να «πατάμε» πάνω τους για να ενισχύσουμε το δικό μας όφελος. Με αυτά και άλλα έμμεσα νοήματα και ανατρεπτικό τέλος, ως θεατές αναμένουμε διακαώς την επόμενη επιτυχία του.
*Και μια από τις ταινίες που περιμένουμε ανυπόμονα να επανέλθει στο ελληνικό Netflix μαζί με το sequel του!*
A Quiet Place (2018)
Σκηνοθεσία: John Krasinski
Πρωταγωνιστούν: John Krasinski, Emily Blunt
Βαθμολογία στο IMDb: 7,5/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=WR7cc5t7tv8
Πειραματιζόμενος στο παρελθόν με το είδος της κωμωδίας, ο σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός, John Krasinski, αναδεικνύει το σκηνοθετικό του ταλέντο στο είδος του τρομακτικού, με πρωταγωνίστρια την σύζυγο (και -πιθανή- μελλοντική του μούσα), Emily Blunt αλλά και τον ίδιο. Γνωρίζοντας εξαιρετικά μεγάλη επιτυχία και κερδίζοντας την θέση στις καλύτερες ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα, δύο χρόνια αργότερα έρχεται και το δεύτερο μέρος της ταινίας («A Quiet Place Part II»). Η οικογένεια Abbott, προσπαθεί να ξεφύγει από κάποια «εξωγήινα» τέρατα με υπερευαίσθητη ακοή που έχουν έρθει με σκοπό να κατακτήσουν και να εξοντώσουν τον ανθρώπινο πολιτισμό ολοσχερώς (και μέχρι στιγμής τα έχουν καταφέρει περίφημα). Με δεξιοτεχνία στο να κρατήσουν την απόλυτη ησυχία και ιδιαίτερη προσοχή, προσπαθούν να ζήσουν την ζωή τους με όλες τις καθημερινές τους συνήθειες, αλλά κρατώντας την ύπαρξη τους άκρως μυστική καθώς όπως θα φανεί στην πορεία, είναι τα μοναδικά εναπομείναντα ανθρώπινα όντα. Διατηρώντας την πλήρη απουσία ήχου και με ανατριχιαστικά αγωνιώδη ατμόσφαιρα, ο σκηνοθέτης μας εισάγει σε μια ιδιόμορφη μετα-αποκαλυπτική ταινία με τους πρωταγωνιστές να μεταδίδουν τον φόβο τους στους θεατές με ευχέρεια και ρεαλισμό, παρά την εντελώς σουρεαλιστική υπόσταση της. Οι θεατές με τους ήρωες γίνονται «συνεργάτες» και παρακολουθούν μια ιστορία, χωρίς να έχει σημασία ο χώρος, ο χρόνος και η αιτία της καταστροφής αλλά αποκλειστικά η επιβίωση τους. Παρά τις σεναριακές «τρύπες» και τα αναπάντητα ερωτήματα που προκύπτουν, η διαχείριση του συναισθήματος του τρόμου, της ταλαιπωρίας και τις κακουχίες των χαρακτήρων είναι τόσο ισχυρά που επικρατούν και μεταφέρονται στην μεγάλη οθόνη με αβίαστη επιτυχία.