Μετά από πολυάριθμους β’ ρόλους που σκίτσαραν γραμμή-γραμμή μια αξιοπρόσεχτη πορεία στο χώρο της υποκριτικής, ο Sam (Σάμυ θα σε λέμε εμείς) Rockwell, κράτησε φέτος στα χέρια του το πρώτο του Όσκαρ για τον ρόλο του στο «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» του Martin McDonagh. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από μια τυπική επιβράβευση του ταλέντου που όσοι τον παρακολουθούν ήδη γνώριζαν, το χρυσό αγαλματίδιο χειροκρότησε την δουλειά του ηθοποιού σε έναν από τους πιο καλογραμμένους ρόλους που βρέθηκαν μέχρι σήμερα στα χέρια του, ενώ του έδωσε, όπως κάθε μεγάλη διάκριση, ένα boost για τους επόμενους. Λογικά τόσο ο ίδιος όσο και ο ευφυέστατος δημιουργός της ταινίας απόλαυσαν τη στιγμή, αλλά αν κάποιος χάρηκε περισσότερο από εκείνους, είμαστε πιθανότατα εμείς (θα συνεχίσω τον πληθυντικό γιατί το ξέρω πως έχω παρέα) που μπορούμε πια να ελπίζουμε ότι θα τον αναφέρουμε σε φιλικές μαζώξεις αποτελούμενες όχι μόνο από φανατικούς σινεφίλ και κάποιος, ρε αδερφέ, θα σηκώσει το βλέμμα γνωρίζοντας για ποιον μιλάμε.
Η ανάγκη να συζητήσει κανείς τον Rockwell γεννήθηκε στους περισσότερους το 2009, όταν υποδύθηκε τον αστροναύτη Sam Bell, στο κλασσικό πλέον «Moon» του Duncan Jones. Σ’ έναν κινηματογραφικό μονόλογο (σχεδόν γιατί υπήρχε και ο GERTY το ρομπότ, δηλαδή η φωνή του Kevin Spacey), σήκωσε στους ώμους του (και δεν τον λες και εύσωμο) το βάρος μια ολόκληρης ταινίας η οποία έφερε την σύγχρονη επιστημονική φαντασία πίσω στον δρόμο του ρεαλιστικού ψυχογραφήματος. Κοίτα να δεις! Τελικά το σασπένς δε ζωγραφίζεται μόνο με εφέ και τρελά budget, αλλά και με την πίεση της μοναξιάς επ’ αόριστον, κυρίως όταν αυτή διαγράφεται τόσο όμορφα στο πρόσωπο που βλέπεις στην οθόνη. Ο Rockwell είχε καταφέρει να γυρίσει κεφάλια προς το μέρος του. Εκείνα στη γη, στον καναπέ τους ή στην πολυθρόνα του σινεμά. Εκείνος εγκλωβισμένος σε κάτι πανέμορφα γκρίζα πλάνα, κάπου στο διάστημα.
Το άστρο του όμως είχε εμφανιστεί στον χολυγουντιανό ορίζοντα νωρίτερα. To 2003, το «Matchstick Men» σε σκηνοθεσία Ridley Scott του φόρεσε τη φάτσα του κουλ απατεωνάκου που πρέπει να κάνει τον μπαμπά στον προβληματικό και απολαυστικό συνεργάτη του (Nicolas Cage) ενώ στο «Snow Angels» (2007) του David Gordon Green έκανε τολμηρά βήματα στο ρόλο του πρώην συζύγου που προσπαθεί να αποδείξει ότι άλλαξε και του ανθρώπου που χάνει ό,τι αγαπά πιο πολύ στη ζωή του. Για τις ανάγκες τις ταινίας ο Rockwell χτύπησε με τη γροθιά του ένα δέντρο τόσο δυνατά που χρειάστηκε να περάσει μια βόλτα απ’το νοσοκομείο. Τέτοιες μικρές ενδείξεις θάρρους κι αφοσίωσης, κυριολεκτικές (βλέπε δέντρο) και μεταφορικές (βλέπε επιλογές ρόλων) φαίνεται πως δεν έχουν σταματήσει από πλευράς του μέχρι και σήμερα. Σε συνδυασμό δε με την «ήρεμη δύναμη» του ταλέντου του, είναι μάλλον η αιτία της σταθερά ανοδικής του πορείας.
Φτιαγμένος ίσως για δεύτερους ρόλους με βάρος παρά για πρώτους με κλισέ περιεχόμενο, ο Rockwell είναι ο συμπρωταγωνιστής που κάθε ηθοποιός με σεβασμό στην τέχνη του θα ήθελε να έχει, ακριβώς επειδή δεν κλέβει την παράσταση. Όχι γιατί δε μπορεί, αλλά γιατί βρίσκεται εκεί για να υποστηρίξει το σύνολο, να δικαιώσει τον χαρακτήρα του κι όχι να επισκιάσει την προσπάθεια κάποιου άλλου. Παράλληλα, βέβαια, κοντεύει την εκφραστική ευλυγισία μεγάλων ονομάτων, με τον Johnny Depp, τη Nicole Kidman και τον Gary Oldman να έρχονται πρώτοι στο μυαλό. Γι’αυτό μαγκιά του, ας μου επιτραπεί η έκφρασις, που έχει μείνει εκεί που είναι, είτε το διάλεξε είτε όχι. Χωρίς περιόδους ξέφρενης επιτυχίας με πληθώρα εμπορικών ρόλων σε σύντομο χρονικό διάστημα, κάθε ηθοποιός είναι πιο ασφαλής γιατί αποφεύγει τον κίνδυνο κορεσμού του ενδιαφέροντος του κοινού (του). Μορφές σαν τον Rockwell, ωστόσο, είναι σχεδόν προαπαιτούμενο να προχωρούν με μέτρο. Η ομορφιά του β’ ρόλου, άλλωστε, (που εδώ αναφέρεται σαν γενικότερη περιγραφή της καριέρας κάποιου) πηγάζει, ορίζεται και προστατεύεται από αυτό το μέτρο.
3 χρόνια μετά το «Everybody’s Fine» (2009) και τον αποθαρρυμένο γιο του Robert De Niro (μια απρόσμενα γλυκιά, καλή ταινία, από τότε που ο Bob πρόσεχε ακόμα πού έλεγε ναι) και 2 μετά τον εκνευριστικό gadget-master Justin Hammer στο «Iron Man 2», ο Rockwell βρέθηκε δίπλα στον Colin Farell και εγκαινίασε την επαγγελματική του σχέση με τον Martin McDonagh. Ο λόγος για μια ακόμη μαύρη κωμωδία που ακούει στο όνομα «7 Ψυχοπαθείς» και ανταποκρίνεται επάξια στις προσδοκίες που δημιουργεί ο τίτλος της. Από τότε και μέχρι τις «Τρεις Πινακίδες», η αλήθεια είναι πως ο Σάμυ δεν συμμετείχε σε κανένα αριστούργημα, αλλά κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι τεμπέλιαζε, αφού μεσολάβησαν πάνω-κάτω 10 ταινίες που αποδεικνύουν το αντίθετο. Άξιο προβολής κατά κοινή ομολογία ήταν το «The Way Way Back», κάτι σαν το «Manchester by the Sea» χωρίς το δράμα και πιο αμερικάνικο. Όχι και τόσο must-see το σατιρικό «Don Verdean»… επίσης κατά κοινή ομολογία.
Όσον αφορά το «από ‘δω και πέρα» της υπόθεσης, o Sam Rockwell έχει διάφορα project στα σκαριά (ή στην αναμονή της πρεμιέρας τους) μεταξύ των οποίων το κοινωνικό δράμα «The Best of Enemies» του Robin Bissell, όπου θα συμπρωταγωνιστήσει με την Taraji P. Henson του περσινού, οσκαρικού «Hidden Figures». Θα μπει επίσης στο κουστούμι του πρώην Αμερικανού προέδρου George W. Bush, στο «Backseat» του Adam McKay («The Big Short») πλάι στους Christian Bale, Amy Adams και Steve Carell.