Δεύτερο μέρος με ατάκες σας υποσχέθηκα, δεύτερο μέρος με ατάκες σας έχω. Δεν πιστεύω κανείς σας να το αρνείται. Α, όλα κ’ όλα! Και αυτήν την εβδομάδα, θα σας πάρω αλαμπρατσέτα και μαζί θα πάμε να ανατρέξουμε σε όλες εκείνες τις ατάκες, τις φράσεις, τις λέξεις, ακόμη, του ελληνικού κινηματογράφου, που θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του. Και ερχόμαστε να συμφωνήσουμε! Μην κάθεστε καθόλου. Πάμε, πάμε να τις δούμε με χρονολογική σειρά, με χρονολογική σειρά βεβαίως βεβαίως!
«Δε με ξέρεις, δε σε ξέρω, υποφέρεις και υποφέρω!» – Ο Ηλίας του 16ου (1959)
Τρεις φίλοι, οι άνεργοι Ηλίας (Κώστας Χατζηχρήστος) και Θωμάς (Θανάσης Βέγγος) και ο μοναδικός εν ενεργεία εργαζόμενος Βαγγέλης (Σταύρος Ξενίδης), έχοντας από κοινού ανάγκη να αποκτήσουν χρήματα καταστρώνουν το τέλειο σχέδιο. Γνωρίζοντας, πως το αφεντικό του Βαγγέλη, ο κυρ Λάμπρος, ως τοκογλύφος «φυλάει» ό,τι κρατά για ενέχυρο σε μία αρβύλα, αποφασίζουν να την κλέψουν. Ο Θωμάς καλείται να κάνει να διάρρηξη και ο Ηλίας, ντυμένος αστυνομικός, να κρατάει τσίλιες. Όμως, μία αναπάντεχη κλοπή, θα κάνει τον Ηλία να παραστήσει πράγματι τον αστυνόμο και το Θωμά να οδηγηθεί στο ίδιο τμήμα ως επ’ αυτοφώρω κλέφτης της αρβύλας. Τότε, ο Ηλίας πλησιάζει το Θωμά και διακριτικά του λέει «δε με ξέρεις, δε σε ξέρω, υποφέρεις και υποφέρω». Και οι καρπαζιές δεν έχουν τελειωμό!
«Θα σας εξαφανίσωμεν» – Υπάρχει και φιλότιμο (1965)
Ένας εν ενεργεία υπουργός, ο Ανδρέας Μαυρογιαλούρος (Λάμπρος Κωνσταντάρας) είναι αρμόδιος των δημοσίων έργων. Πηγαίνει, που λέτε, στην εκλογική του περιφέρεια να εγκαινιάσει το μαιευτήριο, που πρόσφατα έχει αναγερθεί. Προτού εκφωνήσει τη σχετική ομιλία, την προβάρει. Παρά τις αντιρρήσεις ενός γαιδάρου, που τις εκφράζει έντονα με τις «φωνές» του, ο Μαυρογιαλούρος εκθέτει το λόγο του, ένα λόγο στιβαρό σαν το έργο του. Σε κάποιο σημείο μπερδεύεται και λέει «θα σας εξαφανίσωμεν» αντί του «θα σας εξασφαλίσομεν». Πολιτικός γάρ…
«Ε όχι, Νικολάκη, δεν είμαστε ειλικρινείς!» – Τζένη Τζένη (1966)
Η Τζένη (Τζένη Καρέζη), φοιτήτρια φιλολογίας, είναι η κόρη του Κοσμά Σκούταρη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), κοινώς του πιο ένθερμου υποστηρικτή του υποψήφιου βουλευτή Γκόρτσου. Ο Νίκος Μαντάς (Ανδρέας Μπάρκουλης), ανιψιός του Κασσανδρή και παιδικός φίλος της Τζένης, έχει έρθει και πάλι στο νησί διεκδικώντας τη θέση του υπουργού. Ο Κασσανδρής (Λάμπρος Κωνσταντάρας), γνωρίζοντας τις οικονομικές δυσχέρειες του Σκούταρη και εκμεταλλευόμενος τη συμπάθεια της Τζένης στο πρόσωπο του Νίκου, εξαναγκάζει τους δύο νέους σε σύναψη γάμου. Απώτερος σκοπός να στραφεί όλο το νησί υπέρ του Μαντά. Επρόκειτο, όμως, για λευκό γάμο, καθώς ο Νίκος έχει έρθει ήδη παντρεμένος από την Αμερική με άλλη γυναίκα. Στην πορεία, ερωτεύεται την Τζένη, γίνεται ζηλόφθων όταν τη φλερτάρει ο Δερμέζης (Δημήτρης Καλλιβωκάς) και η Τζένη, θέλοντας να τον κάνει να το παραδεχτεί του λέει «ε όχι, Νικολάκη, δεν είμαστε ειλικρινείς!». Αφού δεν είμαστε, Νικολάκη!
«Έχει η Αγγλία Καλαμάτα;» – Γαμπρός απ’ το Λονδίνο (1967)
Η Μαίρη (Νόρα Βαλσάμη) είναι ερωτευμένη με έναν Άγγλο, η ιστορία τους, όμως, λήγει άδοξα και απογοητευμένη προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Για καλή της τύχη, την αποτρέπει ο Κώστας (Κώστας Βουτσάς), ένας νέος, εργαζόμενος σε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, του οποίου ο ιδιοκτήτης θέλει να τον παντρέψει με την κόρη του, Μπέτυ. Ωστόσο, κανείς από τους δύο δεν τρέφει αισθήματα για τον άλλον, εν αντιθέσει με την Μαίρη με τον Κώστα να ερωτεύονται παράφορα. Το πρόβλημα έγκειται στον πατέρα της Μαίρης (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), που θέλει σώνει και καλά γαμπρό απ’ το Λονδίνο. Έτσι, ο Κώστας παριστάνει τον Εγγλέζο, Τζακ. Κάποια στιγμή, η ταυτότητα του Κώστα πέφτει στα χέρια του αδελφού της Μαίρης και ευθύς φωνάζει τον πατέρα του, λέγοντάς του όλο απορία «Ρε πατέρα, έχει η Αγγλία Καλαμάτα;». E, άρπα την!
«Αυτή, μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις!» – Οι θαλασσιές οι χάντρες (1967)
Η Μαίρη (Ζωή Λάσκαρη) είναι μία πλούσια κοπέλα που, σε μία λαϊκή γειτονιά των Αθηνών, κάνει κάτι πρωτοποριακό. Ανοίγει ένα μαγαζί, πολύ διαφορετικό από τα άλλα, αφού παίζει μόνο μοντέρνα μουσική. Το σουξέ δεν είναι άλλο από το πασίγνωστο «crazy girl». Aυτό, προκαλεί πολλές αναταραχές και εντάσεις. Στον αντίποδα του μοντέρνου και ακριβώς απέναντι, βρίσκεται ο Φώτης (Φαίδων Γεωργίτσης), ο γόης της γειτονιάς και εξαιρετικός παίκτης μπουζουκιού. Γοητευμένος από το χορό και το σκέρτσο της Μαίρης, την ερωτεύεται σφόδρα. Ο φίλος του (Γιάννης Βογιατζής), καταλαβαίνοντας τι θυσίες είναι διατεθειμένος να κάνει για να την κατακτήσει , λέει την ατάκα- θρύλο «αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις!». Και τον επιβεβαίωσε πανηγυρικά!
«Τράβα μαλλί ανεβαίνουμε!» – Μια Ελληνίδα στο χαρέμι (1971)
Η Ρένα (Ρένα Βλαχοπούλου) δουλεύει ως τηλεφωνήτρια σε μία επιχείρηση, προσπαθώντας να συνεισφέρει στα οικονομικά τα δικά της και των δύο αδελφών της, του εφευρέτη Χρόνη (Χρόνη Εξαρχάκος) και του χορευτή Βαγγέλη (Βαγγέλης Σειληνός). Έπειτα από ένα μπέρδεμα με συνάδελφο της Ρένας για ένα κερδισμένο λαχείο, καταφεύγουν στη Ρόδο, όπου και παριστάνει το μέντιουμ. Η επικερδής, αυτή, απόπειρα λήγει άδοξα, όταν μία πελάτισσα τους καταδίδει. Τότε, ο Χρόνης δανείζεται ένα μικρό αεροπλάνο για άγνωστο προορισμό. Χωρίς να ξέρει καλά καλά να το κουμαντάρει, αυτό παίρνει απότομα ύψος, η Ρένα του τραβάει τα μαλλιά και εκείνος αναφωνεί «τράβα μαλλί ανεβαίνουμε!». Άσε, άσε μαλλί, ανεβήκατε!
Και μετά από αυτό το ταξίδι στο χρόνο και τον κόσμο του ελληνικού κινηματογράφου, ήρθε και πάλι η στιγμή να σας αποχαιρετήσω. Αν μου λέγατε να διαλέξω μία από όλες όλες τις ατάκες ως την αγαπημένη μου, τον κακό σας τον καιρό! Είναι κάτι πάρα δύσκολο, πιστέψτε με. Ελπίζω όμως, να συνέβαλα στο να βρήκατε εσείς, τη δική σας. Για να ακούσω…