Το “The Interpreter”, αποτελεί δίκαια έναν εκπρόσωπο του ευρωπαϊκού λιτού κινηματογράφου. Έχοντας ως βάση μια καλή σεναριακή ιδέα και χτίζοντας καλά το πρωταγωνιστικό δίδυμο, δημιουργεί ένα τελικό αποτέλεσμα που δεν εντυπωσιάζει, αλλά ούτε απογοητεύει. Ο Martin Sulík, δημιουργεί ένα γλυκόπικρο road movie, που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Η καλή φωτογραφία και το απολαυστικό σάουντρακ- που ίσως χρησιμοποιήθηκε υπερβολικά- συνθέτουν το τελικό αποτέλεσμα. Η ταινία αποτέλεσε την πρόταση της Σλοβακίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Επίσης, προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου.
Ένας ηλικιωμένος μεταφραστής, ταξιδεύει από την Σλοβακία στην Βιέννη. Μοναδικός του σκοπός είναι να πάρει εκδίκηση από τον ναζί, που σκότωσε τους Εβραίους γονείς του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί, θα βρει τον γιο του στρατιωτικού ο οποίος φαίνεται να μην γνωρίζει το μέγεθος των εγκλημάτων που είχε διαπράξει ο πατέρας του. Οι δύο τους, θα ταξιδέψουν μαζί αναζητώντας ο καθένας στοιχεία για το παρελθόν τους. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες που θα τους φέρουν πιο κοντά, δημιουργώντας μια ουσιαστική φιλία.

Το “The Interpreter”, όπως και οι περισσότερες ταινίες του είδους, βασίζεται στις αντιθέσεις. Η σημαντικότερη από αυτές είναι οι άκρως διαφορετικοί χαρακτήρες. Από την μία, ο εγωιστής και δύστροπος μεταφραστής και από την άλλη ο γλεντζές και πλακατζής συνοδοιπόρος του. Οι δύο ηθοποιοί παίζουν υποδειγματικά και βοηθούν την ταινία να βρει την ταυτότητά της. Έτσι , ο θεατής φτάνει στο συμπέρασμα ότι οι δύο φαινομενικά αντίθετοι άνθρωποι είναι ίδιοι. Είναι ίδιοι, γιατί έχουν στιγματιστεί σε όλη την διάρκεια της ζωής τους. Ο πρώτος, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων και της καταγωγής του και ο δεύτερος, επειδή είναι γιος ενός επαγγελματία δολοφόνου.
Όντας τεχνικά άρτια, καταφέρνει έχοντας μηδενικό μπάτζετ ένα καλό αποτέλεσμα. Από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, μέχρι την ομάδα παραγωγής γίνεται αντιληπτό ότι έχει γίνει επαγγελματική δουλεία. Αυτά που προσωπικά εκτίμησα στο “The Interpreter” ήταν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η ικανότητα της να «μεταφέρεται» εξαιρετικά από την κωμωδία στο δράμα και το αντίθετο. Μια διαδικασία που μόνο εύκολη δεν είναι, αλλά ανταπεξήλθε χωρίς δυσκολίες και μάλιστα πάνω σ’ ένα λεπτό θέμα, όπως η γενοκτονία των Εβραίων. Το δεύτερο είναι , οι ιδιαίτεροι συμβολισμοί και οι μεταφορές που χρησιμοποιήθηκαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η σκηνή στην πισίνα, όπου οι δύο άντρες συνομιλούν στο ομιχλώδες τοπίο, ενώ από πίσω τους δύο κοπέλες κάνουν συγχρονισμένη κολύμβηση.

Τέλος, η ταινία θίγει πετυχημένα πολλά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Από τον καθημερινό ρατσισμό και το χάσμα γενεών ως τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους κύκλους της Ιστορίας. Χρησιμοποιεί κατάλληλα την ταλαιπωρημένη και διχασμένη κεντρική Ευρώπη. Παρουσιάζει κοινωνίες που έχουν αποπροσανατολιστεί και δυσκολεύονται να βρουν τον δρόμο τους. Παράλληλα, με μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική τεχνική, καταδικάζει άμεσα και έμμεσα το μίσος απ’ όπου και αν αυτό προέρχεται.