Brazil (1985)
-Αφήστε τα, είμαι ένα δράμα…
-Με λες κωμωδία, αλλά έχω κι εγώ τα υπαρξιακά μου.
-Έχω αναγνωρισιμότητα και ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Εσείς?
-Ξεσκονίζω τα παπούτσια μου από τη σκόνη των μεγάλων αλωνιών με τις κουρτίνες των μεγάλων σαλονιών.
-Ω! Με λένε 1984.
-Είμαι το άλλο σας μισό.
-…
-Με λένε Brazil. Οι φίλοι με φωνάζουν 1984 ½ .
Κάπως έτσι θα μπορούσαν να έχουν γνωριστεί οι ταινίες 1984 και Brazil, σε κάποιο πάρτι μιας ανείπωτης παράλληλης πραγματικότητας, με fruit punch ανά χείρας και ήχους μελλοντικών jazz standards στον αέρα…
Κι όσο αυτοί τα λένε μεταξύ τους αενάως, ας μάθουμε λίγα περισσότερα για το Brazil, το alter ego της ταινίας 1984 στην οποία αναφερθήκαμε προ ημερών. Οι δύο συνομήλικες ταινίες έχουν μόλις λίγους μήνες διαφορά και κοινό τόπο: ένα δυστοπικό μέλλον. Είναι και οι δύο ιστορίες αγάπης υπό αντίξοες συνθήκες και μιλούν ή μάλλον κραυγάζουν, ενάντια στη μαζική χειραγώγηση. Κατά τα άλλα όμως θα ήταν λάθος να προβούμε σε συγκρίσεις, διότι αν και έχουν παρόμοια θεματολογία και προσέγγιση, διαφέρουν σημαντικά στην έκφραση και αισθητική.
Η αλήθεια είναι πως η κοινή τους θεματολογία δεν είναι δα και τόσο μεγάλη σύμπτωση. Ο δημιουργός του Brazil, ο Τerry Gilliam, αυτή η μεγάλη μάρκα, αυτός ο αλλοπαρμένος ευφυολόγος του σινεμά, είχε δηλώσει πως δεν είχε διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα 1984 του George Orwell, απλά είχε μια γενική ιδέα για το τι πραγματεύεται. Η χρονιά 1984 πλησίαζε και αποφάσισε να κάνει μια ταινία εμπνευσμένη από αυτό το θέμα. Δε γνώριζε εκ των προτέρων πως την ίδια εποχή θα κυκλοφορούσε μια ταινία που θα βασιζόταν στο γνωστό μυθιστόρημα.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα (ίσως όχι και τόσο) μακρινό και ιδιόρρυθμο μέλλον, όπου η αρχή που ορίζει και χειρίζεται τα πάντα είναι η γραφειοκρατία. Για την παραμικρή κίνηση, όπως το να αλλάξεις το καζανάκι του μπάνιου, χρειάζονται αιτήσεις και εγκρίσεις. Άπαντες είναι φακελωμένοι και όλοι οι «παραβάτες» τιμωρούνται. Μέσα στην αχανή χαρτούρα γίνεται ένα μικρό αλλά μοιραίο λάθος. Ο ήρωας μας είναι ένα τυπικό καλοκουρδισμένο γρανάζι αυτής της μηχανής και πρέπει να κάνει ως συνήθως, τους σχετικούς δέοντες χειρισμούς για να μπουν όλα σε σειρά. Όχι όμως αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά αλλάζει ριζικά, στο όνομα της αγάπης…
Ο πρωταγωνιστής Jonathan Pryce, μας χαρίζει μια γλυκιά ερμηνεία, απαλλαγμένη από ανόητες και περιττές υπερβολές και με διακριτική κωμικότητα που λειτουργεί θαυμάσια. Ευχάριστη η παρουσία του Bob Hoskins με το σύντομο ρόλο του, αλλά αυτός που κάνει αίσθηση με το δικό του σύντομο ρόλο είναι ο Robert De Niro, ο οποίος ήθελε διακαώς να συμπεριληφθεί στο καστ και αφού ήταν πιασμένη η θέση του πρωταγωνιστή, εμφανίζεται ως ένας λαθραίος υδραυλικός – έκπληξη. Πέραν τούτου, ο De Niro υπήρξε και μάχιμος υποστηρικτής του Terry Gilliam, στον αγώνα που έδωσε ο δεύτερος με τα Universal Studios ώστε η ταινία του να παιχτεί χωρίς τις επεμβάσεις και τα κομμένα πλάνα που ζητούσαν οι μεγάλοι παραγωγοί, καθώς η πρωτότυπη κόπια τους είχε φανεί πολύ arthouse και καθόλου εμπορική. Τελικά ο Gilliam τα κατάφερε, μετά από μεγάλη επικοινωνιακή μάχη, να παιχτεί η ταινία του όπως αυτός επιθυμούσε. Τα κέρδη όντως ήταν μικρά, αλλά με τα χρόνια η ταινία αυτή έχει καταχωρηθεί στις συνειδήσεις των σινεφίλ, ως ένα ιδιαίτερο διαμαντάκι που έχει το δικό του φανατικό κοινό.
Η αισθητική των σκηνικών και κοστουμιών είναι χαρακτηριστική και ομολογουμένως πολύ όμορφη. Το στυλ είναι ρετρο-φουτουριστικό, συνδυάζοντας μοναδικά το vintage της δεκαετίας του ’40 με το industrial ενός φανταστικού μέλλοντος. Η λογική αυτή θυμίζει steampunk, ένα cult είδος science fiction όπου, όσον αφορά σκηνικά και κοστούμια, καιροί αλλοτινοί συναντούν αυτούς που δεν έχουν έρθει.
Για την ιστορία, o τίτλος “Brazil” προέρχεται από ένα πασίγνωστο τραγούδι του 1939, το οποίο είναι και το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας και ακούγεται σε διάφορες ενδιαφέρουσες παραλλαγές. Οι φήμες λένε πως ο Gilliam είδε κάποιον μια βροχερή μέρα σε μια παραλία να ακούει μέσα στην τρελή χαρά αυτό το τόσο ανάλαφρο κι ανέμελο καλοκαιρινό άσμα και στο σκηνοθέτη άρεσε η αντίφαση και η αισιοδοξία του συνδυασμού ήχου/θεάματος τόσο πολύ, που εμπνεύστηκε τον τίτλο του πονήματός του. Ο εναλλακτικός τίτλος του φιλμ είναι όντως 1984 ½, ως χαριτωμένη αναφορά στο περίφημο βιβλίο αλλά και στην ταινία 8 ½ του Fellini.
Ο δημιουργός Terry Giliam και πρώην Python, του γνωστού ανεκδιήγητου αδελφάτου των Monty Python– βεβαίως βεβαίως, εδώ συν-γράφει (sic) το σενάριο παρέα με τους Tom Stoppard και Charles McKeown και υπογράφει τη σκηνοθεσία της πρώτης του δουλειάς στη solo πλέον καριέρα του. To αποτέλεσμα είναι τόσο διαχρονικό και γεμάτο φρεσκάδα όσο και το τραγούδι που ενέπνευσε τον τίτλο του…
Απολαύστε υπεύθυνα!