Πηγαίνοντας να δω το «The Wife», είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Καλώς ή κακώς την παράσταση είχε κλέψει μήνες πριν η πρωταγωνίστρια Glenn Close, λόγω της ερμηνείας της. Αυτή της η ερμηνεία χάρισε στην ταινία και την μόνη της υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ. Η σπουδαία ηθοποιός τελικά έχασε το πολυπόθητο αγαλματίδιο από την Olivia Colman (The Favourite) και για έβδομη φορά έμεινε με άδεια χέρια. Παρόλα αυτά θεωρώ, ότι η ταινία πρέπει να αισθάνεται αδικημένη με την γενικότερη αντιμετώπιση που έλαβε. Πρόκειται για ένα καλοστημένο δράμα, με αληθοφανείς χαρακτήρες και δυνατά κοινωνικά μηνύματα.
Το 1992, το ζεύγος Κάσλμαν δέχεται ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα ενώ κοιμάται. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής βρίσκεται ο αντιπρόσωπος της Σουηδικής Ακαδημίας. Αυτός τους ανακοινώνει ότι ο σπουδαίος συγγραφέας Τζόζεφ Κάσλμαν έχει επιλεχθεί ώστε να βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Τζόζεφ μαζί με την σύζυγό του, Τζόαν, ξεσπούν σε πανηγυρισμούς. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στα πρώτα λεπτά της ταινίας που χοροπηδούν χέρι-χέρι πάνω στο κρεβάτι τους, από χαρά. Μια σκηνή που προκαλεί συγκίνηση, αλλά και γέλιο. Φτάνοντας στην συμμετρικά οικοδομημένη και κάτασπρη Στοκχόλμη, το ζευγάρι θα βρεθεί αντιμέτωπο με τα λάθη μιας ολόκληρης ζωής. Οι ανατροπές και οι εκπλήξεις που θα ακολουθήσουν μπορεί να αποβούν καταλυτικές. Παράλληλα, ο θεατής έχει την δυνατότητα να γνωρίσει το παρελθόν των ηρώων, αφού η ταινία κάνει πολλαπλά flashback.

Η ταινία είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Meg Wolitzer. Το «The Wife», είναι επικεντρωμένο πάνω σε δύο άξονες. Το καλογραμμένο σενάριο, που φαίνεται να έχει γερά θεμέλια και έμφαση στην λεπτομέρεια, επιδιώκοντας παράλληλα βαρύγδουπα αποφθέγματα. Το δουλεμένο, όμως, σενάριο απογειώνουν οι δύο καταπληκτικές ερμηνείες του ζευγαριού. Η Glenn Close, όπως προείπα μνημονεύτηκε σε τεράστιο βαθμό θετικά από κοινό και κριτικούς. Την απλά καλή και εσωτερική ερμηνεία έρχονται να απογειώσουν δύο σκηνές που παίζει με το βλέμμα της και όχι με το στόμα της. Αντίθετα, ο κινηματογραφικός της σύζυγος, Jonathan Pryce, περιορίστηκε στην σκιά της, μάλλον άδικα. Η σκηνοθεσία και η φωτογραφία είχαν σίγουρα θετική συμβολή στο τελικό αποτέλεσμα που προβλήθηκε στην μεγάλη οθόνη.
Θα ήθελα να αναφερθώ ,όμως, και στα σπουδαία κατορθώματα της ταινίας, που επιτεύχθηκαν έμμεσα. Και λέω έμμεσα, γιατί το σενάριο και οι ερμηνείες ήρθαν με άλλο τρόπο. Το πρώτο σημαντικό της επίτευγμα είναι το γεγονός, ότι χαρίζει στον θεατή σκηνές που τον κάνουν να αισθάνεται χαρά και λύπη μαζί. Με αυτό τον τρόπο το κοινό δένεται ακόμα περισσότερο με τους χαρακτήρες, αδυνατώντας να πάρει ξεκάθαρα μέρος στις σκηνές έντασης. Επιπρόσθετα, το συνολικό καλό αποτέλεσμα οφείλεται κατά πολύ στις αντιθέσεις (ζέστες αίθουσες-κρύοι εξωτερικοί χώροι/ζωή-θάνατος/θάρρος-δειλία). Το σενάριο του «The Wife» αρχικά και οι υπόλοιποι παράγοντες στην συνέχεια παίρνουν αυτό το ρίσκο και ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα κερδίζουν τον θεατή.

Τέλος, μιας και πρόκειται για μια ταινία εποχής που κινείται από το 1950 ως το 1992, λογικό είναι να θίγονται κοινωνικά και ηθικά προβλήματα, που φαίνεται να μην έχουν εξαλειφθεί μέχρι σήμερα. Η ανδροκρατούμενη κοινωνία κυριαρχεί παντού. Έτσι και εδώ, δίνει ελάχιστες -αν όχι καθόλου- ευκαιρίες σε μια γυναίκα να θριαμβεύσει στον χώρο της συγγραφής. Αντίστοιχα σε προσωπικό επίπεδο, οι αδύναμοι και ανώριμοι χαρακτήρες δεν δέχονται καθόλου την κριτική και επιδιώκουν την αναγνώριση προς ικανοποίηση του ναρκισσισμού τους. Παράλληλα δίνει ελπίδα και θάρρος στους τολμηρούς να κυνηγήσουν τα όνειρα τους και να μην κάνουν συμβιβασμούς.