Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της ακόμα μπορούσε να τον φανταστεί. Την ανάσα του στο λαιμό της, το απαλά του φιλιά κατά μήκος της σπονδυλικής της στήλης που ήταν πιο ανάλαφρα και από πούπουλο, το χάδι του στα μακριά μαλλιά της, τη φωνή του σιγανή και βαθιά καθώς πλησίαζε για να ασπαστεί τα χείλη της. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, νιώθοντας πόνους στους μυς της στο μυαλό της ήρθαν εικόνες από το προηγούμενο, μαγικό βράδυ και ένιωσε το αίμα της να καίγεται, να πάλεται, ήθελε και άλλο, διψούσε για συνέχεια τώρα και κάθε δευτερόλεπτο ευχόταν να ήταν αυτό το πολυπόθητο τώρα. Αυτός κοιμόταν ακόμα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ξεκίνησε να ντύνεται προσπαθώντας να κάνει ησυχία ώστε να μην τον ξυπνήσει παρόλο που παράλληλα ευχόταν με όλη της δύναμη να την ακούσει και να τη σταματήσει. Αυτό δεν έγινε όμως ποτέ. Ήταν σχεδόν ντυμένη όταν παρατήρησε το πουκάμισό του που κρεμόταν άτσαλα στην άκρη του κρεβατιού. Ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε χωρίς ούτε και η ίδια να το καταλάβει, καθώς το πήρε και το φόρεσε βιαστικά πάνω στο λεπτό κορμί της. Το δικό της μπλουζάκι το έχωσε με βιαστικές κινήσεις στη τσάντα που είχε φέρει. Πριν φύγει οριστικά από το διαμέρισμα, μπήκε στο μπάνιο για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν. Η γυναίκα που την κοίταζε από τον καθρέφτη ήταν πανέμορφη, με μια ζωηρή ομορφιά, πλημμυρισμένη νεότητα και με μάτια τεράστια και λαμπερά. Καιρό είχε να δει αυτήν την γυναίκα με τα ανακατεμμένα κόκκινα μαλλιά και τις φακίδες παρόλο που ήταν έντονες να μην χαλάνε ούτε στο ελάχιστο την ομορφιά της. Έριξε βιαστικά νερό στο πρόσωπό της και ύστερα βγήκε από το σπίτι.
Μέχρι χθες το απόγευμα δεν τον γνώριζε καν. Δεν τον είχε δει ποτέ, δεν είχανε ανταλλάξει τη παραμικρή κουβέντα αν και το πρόσωπό του της φαινόταν οικείο και την έλκυε τόσο πολύ όσο δεν είχε νιώσει περισσότερη έλξη για κανέναν άλλον με την πρώτη ματιά. Της κίνησε την περιέργεια. Το μυαλό της προσπαθούσε να κάνει τη σύνδεση, να βρει γιατί τον γνωρίζει αλλά μάταια.. Ήταν απλά ένας ξένος.
Δεν είχε σκοπό να πάει στο φεστιβάλ. Η καλύτερή της φίλη όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνη χωρίς ούτε η ίδια να γνωρίζει τι θα προσφέρει στη φίλη της αυτή της η αποφασιστικότητα. ‘Θα έρθω να σε πάρω για να πάμε μαζί. Μη με αφήσεις μοναχή μου’ Μόνο μοναχή της δεν ήταν. Είχαν έρθει ένα σωρό φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι. Όλοι ήταν χαρούμενοι, πασπαλισμένοι με κάθε λογής χρώμα – τι φεστιβάλ χρώματος θα ήταν με αυτό να λείπει; Η μουσική ξαφνικά άλλαξε. Όλοι από τη μια στιγμή στην άλλη άρχισαν να χοροπηδούν στο ρυθμό με τα χέρια τους ψηλά προσπαθώντας να φτάσουν τον ουρανό και τον ήλιο που έκαιγε – συμμετείχε και αυτός στην νεανική χαρά. Ένιωθε να πνίγεται, να παραγκονίζεται από όλα αυτά τα κορμιά που χόρευαν ανέμελα χωρίς να νοιάζονται για τίποτα, χωρίς να ανυσηχούν για το αύριο. Κάποιος την έσπρωξε. Παραπάτησε και προσπαθώντας να βρει την ισσοροπία της ξανά έκανε μια μικρή στροφή γύρω από τον εαυτό της και όταν σήκωσε τα μάτια της τον είδε. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να την προσέξει και αυτός – η δική της ματιά έδρασε σα μαγνήτης πάνω του. Ήταν λες και σταμάτησε η γη να γυρνάει – αυτή η στιγμή που νιώθεις ότι ξέρεις τον άλλον ενώ τον βλέπεις για πρώτη φορά στη μέχρι τότε σύντομη ζωή σου – έτσι σου φαίνεται μέσα σε μια στιγμή. Πρώτα κάνει αυτός τη κίνηση, σπρώχνει ανθρώπους, προσπαθεί να περάσει για να φτάσει κοντά της, τόσο πολύ το λαχταρά, και αυτή δε φοβάται. Για πρώτη φορά νιώθει περιέργεια για κάποιον, ένα πρωτόγνωρο, ενθουσιώδες δέσιμο. Παραλίγο να χαθούν. Οι άνθρωποι γύρω τους ενοχλούνται από τον θόρυβο των δυο ψυχών που προσπαθούν να ενωθούν. Αλλά αυτοί δεν κάνουν πίσω και ανάμεσα σε δυο ηλιόλουστες στιγμές συναντιούνται.
Αυτή έχει ένα τεράστιο σφίξιμο στο στομάχι μόλις αντικρίζει τα φωτεινά του μάτια και το γεμάτο περιέργεια βλέμμα του. Εκείνο, που έχεις όταν συναντάς κάτι καινούριο, κάτι μοναδικό αλλά δεν έχεις ιδέα τι να κάνεις, πως να φερθεις, τι να πεις και τι να μη πεις. Τότε ήταν λες και είχαν δημιουργήσει τον δικό τους κύκλο, όλοι τους έκαναν χώρο χωρίς καν να το συνειδητοποιούν, αφήνοντάς τους στη δική τους σφαίρα μαγικής φαντασίωσης που κατα λάθος ανακαλύψανε. ‘Έλα’ ήταν η μοναδική του λέξη ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες οι οποίες ταξίδευαν τριγύρω. Και αυτή τον ακολούθησε χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, χωρίς να επιτρέψει στο μυαλό της να διστάσει και να αμφιβάλλει για πρώτη φορά στη ζωή της. Όλο το βράδυ ήταν δικό τους. Μιλούσαν ασταμάτητα για τα πάντα, κοιτώντας τα αστέρια. Είχαν την περίεργη αίσθηση ότι δεν είχαν αρκετές ώρες, προσπαθούσαν να γεμίσουν το κάθε κενό του χρόνου που είχαν μαζί, ο ενθουσιασμός κατέβαλλε τις λέξεις. Αυτός την άφηνε να μιλάει περισσότερο, δε μπορούσε να πιστέψει πως πράγματι υπήρχε μια φωνή, μια ήρεμη μελωδική φωνή που τον έκανε να νιώθει ένα σκίρτημα στο στήθος καθώς την άκουγε. Αυτή ένιωθε περίεργα – ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε σημαντική στα μάτια κάποιου, μοναδική σε ένα απέραντο σύμπαν όπου βρίσκονταν μόνο οι δυο τους ανάμεσα στους εκατοντάδες ανθρώπους μιας απρόσωπης πόλης.
Πρώτα ήρθε το χέρι του, τα δάχτυλά του πλέχτηκαν τρυφερά και δυστακτικά. Αυτή δεν είπε τίποτα, μόνο σταμάτησε να μιλά και χαμογέλασε. Αυτός δεν είδε το χαμόγελο έτσι ένιωθε μια απίστευτη τυφλή αγωνία να τον διαπερνά και δεκάδες ερωτήματα τριγύριζαν το μυαλό του. Δεν έπρεπε όμως ούτε στιγμή να αμφιβάλλει. Τον φίλησε, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ήταν λες και ο χρόνος είχε παγώσει. Τα πάντα σταμάτησαν να κινούνται και να γυρίζουν και ήταν λες και όλος ο κόσμος έπαψε να υπάρχει με το άγγιγμα των χειλιών τους. Ήταν ήδη σα πυροτέχνημα αλλά η έκρηξη των πάντων θα ερχόταν αργότερα και ήδη ανυπομονούσαν και οι δυο για αυτό το ‘αργότερα’. Το νερό φιλούσε τα γυμνά τους κορμιά και σχημάτιζε ρυάκια στο χρωματιστό δέρμα. Έκαναν ντους με το γέλιο τους να γεμίζει τον χώρο. Μύριζε γλυκό σαπούνι και την τεχνιτή μυρωδιά των χρωμάτων. Αυτή σκεφτόταν πόσο υπέροχο ήταν το κορμί του, πόσο σφιχτό το δέρμα πάνω στους μυς του, πως μικρές σταγόνες έσταζαν από τις άκρες των μαλλιών του και και κυλούσαν πανέμορφα πάνω στο στήθος του. Αυτός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ήταν τόσο όμορφη με τα μακριά της μαλλιά υγρά στη πλάτη της. Οι φακίδες της έγιναν έντονες και άρχιζαν να εμφανίζονται παντού στο σώμα της, αυτές που ήταν αόρατες κάτω από το φως του φεγγαριού. Τα μάτια της ήταν τεράστια και γελαστά. Το σώμα της ήταν εξίσου πανέμορφο, καμπυλωτό με λαμπερό, απαλό δέρμα και σημεία τα οποία ποθούσε να ανακαλύψει με το άγγιγμά του. Το νερό έγινε πολύχρωμο καθώς εξαφανιζόταν.
Κάθε άγγιγμά του τη τρέλαινε. Ήθελε περισσότερο, ήθελε και άλλο, ήθελε να μη τελειώσει αυτή η πείνα για το κορμί του ποτέ. Τα χέρια του ήταν η πηγή έμπνευσής της, τα ακροδάχτυλά του την έκαναν να έχει μια γλυκιά ανατριχίλα σε όλο της το σώμα. Αυτός την είχε σαν έναν πολύτιμο καμβά στον οποίο ήθελε να απαθατίσει τα χρώματα του πάθους του για εκείνη. Ένα πάθος που δεν είχε βιώσει μέχρι στιγμής τόσο έντονα, τόσο απεγνωσμένα. Την ήθελε και ενώ αφηνόταν στα χέρια του και την έκανε δική του με κάθε του πνοή την ήθελε περισσότερο. Κάτω από τα χέρια του, ένιωθε τη σάρκα της να σπαρταρά και δε μπορούσε να εμποδίσει τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του, φαντασιώσεις γεμάτες ζωή για τα επόμενα βήματά του, για την επόμενη ανάσα που θα παίρνανε μαζί, για το επόμενο λεπτό που θα ήταν σαν να ζούσανε μια καινούρια ζωή όπου υπήρχε μόνο το πάθος τους πλεγμένο σφιχτά ανάμεσα στα σώματά τους. Γλυκοχάραζε και το φως προσπαθούσε να βρει σχισμή για να εισβάλει και να φωτίσει τη δίψα που υπήρχε ανάμεσά τους. Κανείς από τους δυο δε μπορούσε να νιώσει πιο πλήρης πιο γεμάτος – ακόμα υπήρχε αυτό το κάτι άλλο, κάτι που δεν προλάβανε να ανακαλύψουν. Μιλούσαν με ψιθύρους, οι λέξεις μπλέκονταν σχηματίζοντας αόρατο στεφάνι που χόρευε πάνω από τα
εξουθενωμένα από τη γλυκιά κούραση κορμιά και δραπέτευε ακολουθώντας τον πανέμορφο φως του ήλιου που έκανε αργά και όμορφα την εμφάνιση του φέρνοντας μαζί του την καινούρια μέρα. Καμία γυναίκα δε μπορούσε να συγκριθεί με το κάλλος της καθώς την έβλεπε να αποκοιμιέται στα μπράτσα του. Ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα ήταν σχηματισμένο στο μέτωπό της καθώς το πρόσωπό της ήταν το πιο όμορφο και το πιο λεπτεπίλεπτο που είχε δει ποτέ. Ήταν λες και καμία άλλη γυναίκα δεν είχε κοιμηθεί ποτέ ξανά στα χέρια του. Το στήθος της αναβοκατέβαινε στο ρυθμό της ήρεμης ανάσας του. Τότε ήταν που ένιωσε πιο τυχερός από ποτέ.
Το δέρμα της μύριζε ακόμα το άρωμα του, ήδη είχε μετανιώσει που έφυγε.Δεν είχαν ανταλλάξει κανένα στοιχείο επικοινωνίας. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Ποιος ξέρει; Ίσως να τον ξαναέβλεπε έτσι τυχαία καθώς θα σηκώνει το βλέμμα της από το βιβλίο που θα διαβάζει στη βιβλιοθήκη ή ίσως θα τον συναντήσει στο σινεμά μες στο σκοτάδι, θα δουν αυτή την αόρατη για τους άλλους λάμψη να τους διαπερνά και θα νιώσουν και πάλι ξεχωριστοί και ενωμένοι.