Μεγάλη η επιτυχία μου λέει. Να δώσω συνέντευξη, οπωσδήποτε, λέει. Να διηγηθώ το success story μου, λέει! Τα λες αυτά κύριε υπεύθυνε προγράμματος, αλλά ξέρεις; Ξέρεις ποιο είναι το success story μου; Ξέρεις ότι άμα το διηγηθώ, εγώ θα γίνω ρεζίλι κι η εκπομπή .. ή που θα πέσει στα τάρταρα ή …. που θα ανεβάσει νούμερα; Ναι μάλλον θα ανεβάσει νούμερα, γιατί ο κόσμος είναι κουτσομπόλης! Ευχαριστιέται από τέτοια!
Αλλά και πάλι, να πάω στο στόμα του λύκου να ξεφτιλιστώ; Πανελλαδικά; Άντε καλά, στο χωριό και τα περίχωρα, ο κόσμος το’ χε τούμπανο! Τι θα γίνει; Τώρα και στο πανελλήνιο; Να του κάνω και διαφήμιση;
Από την άλλη να πω ψέματα; Δεν μπορώ! Δεν μπορώ το ψέμα! Γι’ αυτό πέρασα και όσα πέρασα!
Τι να κάνω;!
Τι να κάνω; Να πω ‘Είχα πάντα κλίση στο μαγείρεμα, από μικρή, μου άρεσε να δοκιμάζω, να αλλάζω συνταγές, να να να’;
Πώς να πω ότι όλα ξεκίνησαν από τον Λάζαρο; Τον Λάζαρο Ντεληκερχανατζόγλου ως σύζυγό μου; Τον Λάζαρο που ανέλαβε να με ομορφύνει; Χωρίς να είναι γιατρός! Χωρίς να είναι μάγος! Ούτε μέσω της αγάπης και άλλων τέτοιων ρομαντικών!
Αρκούσε το ‘χάρισμά’ του. Που το πρόσφερε αφειδώς! Το κέρατο! Αυτό το θαυματουργό! Ένιωθα ότι δεν χωράω να περάσω από τις πόρτες – που λένε – σαν να ήμουν πρώτο μπόι. Μαλλιά; Πολύ περισσότερα! Απίστευτο, αλλά είπα θα φταίει η μεγάλη δόση κερατίνης που μου χορηγούσε. Και φοβόμουνα να πάω στο κομμωτήριο να τους αλλάξω χρώμα. Θα έλεγε όλο το χωριό, ‘το είχε το κέρατο, τώρα το έχει και βερνικωμένο’.
Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Είχα πάει στα ξαδέρφια μου στα Μεσόγεια και με ρωτάει η διπλανή μου στο λεωφορείο ‘Κερατέα κατεβαίνετε;’. Μόνο που δεν την έβρισα τη γυναίκα!
Αλλά κι ο κόσμος είναι άδικος. Εκείνος έβγαζε τα μάτια του εδώ κι εκεί, εγώ έπαθα μόλυνση στο μάτι. Πάμε στον οφθαλμίατρο, λέει κάτι για τον κερατοειδή, σηκώνομαι σαν τρελλή και φεύγω. Με κυνηγούσε μέχρι το ΚΤΕΛ Καβάλας ο Ντεληκερχανατζόγλου.
Που από τις πολλές τις γιαβουκλούδες[1], φοβήθηκα ότι κάποια μέρα θα βρούμε στην πόρτα μας κανένα νόθο του. Κι ένα πρωΐ – είχα πάλι τα νεύρα μου που γύρισε ξημερώματα ο προκομμένος – χτυπάνε την πόρτα δύο δίδυμα κοριτσάκια. ‘Τι θέλετε’, τα λέω μες τα νεύρα μου. ‘Μας έστειλε η μαμά μας για το Λάζαρο’. ‘Τον άτιμο! Και δίδυμα;’. Νόμιζα ότι ήταν του Λάζαρου. Αλλά τελικά ήταν του Λαζάρου. Είχαν έρθει να πούνε τα κάλαντα τα παιδάκια.
Τι πέρασα;!
Και θα με ρωτήσει κανείς, ‘o κόσμος σου το έλεγε για τα χαΐρια του;’. Μπα! Τα καταλάβαινα μόνη μου; Όταν ξενο… άλλαζε η μυρωδιά του! Μοσχοβολούσε το άρωμα του κεράτου. Όχι της γιαβουκλούς! Γιατί γιαβουκλούδες άλλαζε συνέχεια, αλλά το άρωμα του κεράτου το ίδιο. ‘Κερατάνς’: Για τον άντρα που χαρίζει το σώμα του στην ανθρωπότητα! Και είναι και δυο μέτρα! Δε λέει να τελειώσει αυτό το σώμα. Να ήταν ένας συνηθισμένος άντρας; Θα είχαμε ξεμπερδέψει νωρίς. Αλλά αυτός είχε πολλά εκατοστά να δώσει! Και για να το ευχαριστηθεί, τα έδινε αργά και απολαυστικά. Χιλιοστό χιλιοστό! Και ήθελα να’ξερα, δεν κουράζονταν; Στο τέλος, με κείνο το ρυθμό και τα εκατοστά του, χιλιοστά θα γίνονταν…..
‘Κάνε υπομονή, μπορεί να αλλάξει’, με λέγαν. Αλλάζει το χούι;! Εδώ εκτός από τόπο γέννησης την Καβάλα, αυτός και τόπο θανάτου πάλι την καβάλα θα έχει. Γιατί έτσι θα τον αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο, ο προκομμένος. Πάνω στο ‘καθήκον’. Γιατί κάθε άνθρωπος έχει γεννηθεί με έναν σκοπό. Αυτός, αυτό το σκοπό έχει. Να υπηρετεί τη φύση. Δε λέω! Τη φύση την υπηρετείς! Αλλά και κάθε τρεις και λίγο μετάθεση;
Και θα ρωτούσε τώρα εδώ ο δημοσιογράφος: ‘Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την εξέλιξή σας στον συγκεκριμένο χώρο;’
Τι σχέση έχουν;
Αμ! πώς ξεκίνησαν όλα; Όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι πονηρό γίνεται με τον ακατανόμαστο, στην αρχή ‘μπήκα’ κατευθείαν στο ψυγείο. Και δεν ξαναβγήκα για μήνες. Εκείνο το καλοκαίρι, δεν καταλάβαμε ζέστα. Όλη την ώρα το ψυγείο ανοιγόκλεινε.
Ε! και μετά το χειμώνα δεν καταλάβαμε κρύο. Γιατί μέχρι τον Απρίλη, έψηνα. Κουραμπιέδες! Κι όσο στενοχωριόμουνα, τόσο έψηνα. Αντικαταθλιπτικό, ‘κουραμπιάξ’. Είχε μοσχοβολήσει ο τόπος.. Το χωριό δεν είχε άλλη μυρωδιά. Σήμα κατατεθέν. Άμα ερχόσουνα από την Καβάλα, δεν γινότανε να χάσεις το δρόμο. Ακολουθούσες τη μυρωδιά. ‘Ο μίτος του κουραμπιέ’!
Από τότε κρατάει το … χόμπυ.
Έτσι. Στην αρχή, όποτε ζοριζόμουνα, κουραμπιεδοθεραπεία! Το έριχνα στους κουραμπιέδες….. Και έριχνα και τους άλλους. Έφιαχνα τόσους πολλούς που τους μοίραζα και στο χωριό. Κι έτσι, ακόμα κι όταν δε φαίνονταν τίποτα από τον ίδιο το Λάζαρο, το καταλάβαιναν στο χωριό από τα πολλά φιλέματα με κουραμπιέδες! Όταν μάλιστα άρχισε να ξεχειλίζει το κερατοποτάμι, ξεχείλισε το χωριό κουραμπιέδες! Όσο μύριζα το Κερατάνς, τόσο μύριζε το χωριό κουραμπιέ. Χόρτασε το χωριό γλυκό.
«Που άμα σε κάθε ‘μετάθεση’ του Ντεληκερχανατζόγλου, άλλαζα και συνταγή, θα είχα γίνει η μεγαλύτερη ζαχαροπλάστισσα! Τέτοια ποικιλία! Κάθε εβδομάδα και μια έκπληξη», έτσι είπα σε μια θειά μου όταν της εξιστορούσα τι τραβούσα από τον Ντεληκερχανατζόγλου και σαν να τότε φυτεύτηκε ο πρώτος σπόρος αυτής της ιδέας στο μυαλό μου. Έτσι άρχισα να ακολουθώ τον Λάζαρο στις ‘αλλαγές’ του και να δοκιμάζω να χορταίνω το χωριό και με άλλα γλυκά. Πειραματιζόμουνα με τις συνταγές, τις άλλαζα, πρόσθετα, αφαιρούσα, κάτι στα υλικά, κάτι στον τρόπο ψησίματος, κάτι στο σερβίρισμα, κάτι στον συνδυασμό με άλλα γλυκά, κάτι από δω, κάτι από κει, άλλαζα, άλλαζα, άλλαζα… να μη βαριόμαστε κιόλας τις γεύσεις. Κι όσο άλλαζα εγώ, ‘άλλαζε’ κι ο Λάζαρος. Κι όσο ‘άλλαζε’ ο Λάζαρος, άλλαζα και γω γλυκά και συνταγές! Το χωριό κατά βάθος θα έπρεπε να τον ευγνωμονεί. Ταψιά με γλυκά μοίραζα στο χωριό. Αλλά είναι και το άλλο. Ένας γέρος μια μέρα στο δρόμο μου είπε ‘νισάφι κορίτσι μου! Με ανέβασες το ζάχαρο!΄. Κατηγορούμενη θα πήγαινα στο τέλος για μαζική δολοφονία διαβητικών.
Κι αφού συνεχίστηκε για καναδυό χρόνια αυτή η ‘ευτυχία’, κι αφού κοντεύαν να τελειώσουν οι συνταγές και οι ιδέες μου πια, σαν να φοβήθηκα το τι θα κάνω τώρα πια χωρίς αυτές και ζήτησα διαζύγιο! Κάπου μέσα μου ένιωθα ότι ‘τελειώνει το φάρμακό’ μου και πρέπει να λάβω τα μέτρα μου, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έγινε κάτι πιο τραβηγμένο τότε και δεν το θυμάμαι; Δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε, πάντως εγώ πήρα την απόφαση και απαλλάχτηκα! Και ήταν τόση η χαρά μου – δεν το έκανα νωρίτερα;- που για τα επινίκια ξαναέψησα! Και τι δεν έψησα! Δεν θα πιστέψει κανείς ότι κερνούσα και στο Δικαστήριο από τη χαρά μου. Λες και ήταν ορκωμοσία σε Πανεπιστήμιο! Κι όπως λένε κάποιοι, όταν σπάσεις τα δεσμά, απελευθερώνονται όλες οι δυνάμεις για χάρη σου! Εκείνο το μεσημέρι στο Δικαστήριο, εκτός από τα δεσμά του γάμου (που τόσο δέσμευαν τον Λάζαρο τόσα χρόνια!), ήταν τόση η χαρά μου, που τίποτα δεν με κράτησε ώστε να μην περιφέρομαι σαν σουρεάλ ηρωΐδα και να κερνάω από τα χειροποίητά μου όλο τον κόσμο στον ναό της Δικαιοσύνης. Μοσχοβόλησε ο τόπος, κάποιοι ‘ευτυχισμένοι’ εύχονταν και στα δικά τους, κάποιοι επέστρεφαν για ανεφοδιασμό, ακούστηκε και σε άλλους ορόφους – μπορεί να τους έφερε και η μυρωδιά – και ανέβαιναν και κατέβαιναν να μου ευχηθούνε και να κεραστούνε, ήταν και μεσημέρι δεν έμεινε ούτε ψίχουλο και κάπως έτσι θα έληγε οριστικά αυτό το κομμάτι της ζωής μου, αν μέσα στους ενθουσιασμένους με τη ζαχαροπλαστική, δεν ήταν και ένας ωραιότατος – πολύ ‘ωραιότατος’ – παράγοντας τηλεόρασης που δοκίμασε τουλάχιστον τρία από τα γλυκά μου. Τα δοκίμασε, ενθουσιάστηκε, ενθουσιάστηκε και με το ταμπεραμέντο μου – όπως είπε – και μου πρότεινε να περάσω από το διάσημο κανάλι του να κάνουμε ένα δοκιμαστικό.
Και πέρασα. Και έγραφα πολύ ωραία –είπαν – στην οθόνη. Και είχα πολύ ‘γκελ’ σαν παρουσία. Και τα γλυκά φαίνονταν και ήταν καταπληκτικά – τα εξαφάνισαν σε ένα τέταρτο.
Με προσέλαβαν για εκπομπή. Μετακόμισα στην Αθήνα και δύο χρόνια τώρα έχω δική μου εκπομπή ζαχαροπλαστικής με μεγάλη απήχηση. Το γνωστό σε όλους, ‘Κάθε εβδομάδα και μια έκπληξη’. Και δουλεύω και σε μεγάλο ζαχαροπλαστείο. Και περνάω θαύμα! Και έχω ιαθεί! Προχτές το κατάλαβα για τα καλά στο ζαχαροπλαστείο. Είχα μια διαφωνία με τον αρχιζαχαροπλάστη για κάποιο γλυκό και όταν μου είπε ‘Τα φαινόμενα απατούν’, … εγώ ψύχραιμη και άνετη. Ούτε καραγκιοζιλίκια, ούτε τάσεις φυγής, ούτε καν ταχυπαλμίες. Δεν μου έχει μείνει κανένα κουσούρι όπως φοβόμουνα. 100% ίαση!
Όσο για την εκπομπή, περνάω θαυμάσια, δεν κουράζομαι καθόλου. Ίσα ίσα, και πλάκα έχει και με περιποιούνται κομμώτριες, μανικιουρίστες και αισθητικοί! Πού τέτοια πράγματα εγώ παλιά! Και ούτε μεγάλο τρέξιμο για ψάξιμο συνταγών έχω. Ακόμα τις συνταγές του ‘Λάζαρου’ φιάχνω. Με βγάζουν για τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα! Να’ ναι καλά ο άνθρωπος!
Τι να πω στη συνέντευξη; Αυτά να πω;
[1] Ερωμένες