Ο Ηλίας ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου, πήγαινε βλέπεις στην Πέμπτη τάξη και μάλιστα σε διαφορετικό σχολείο, αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε να γίνουμε κολλητοί. Έμενε με τη μάνα του εδώ πλάι στο ρέμα, ένα στενό μακριά από το δικό μου σπίτι. Τον μπαμπά του δεν τον είχα δει ποτέ αλλά άκουγα ότι μπαινόβγαινε στις φυλακές.
«Πάρε λίγο κιμά να τον πας το απόγευμα στον Ηλία. Και τσιμουδιά στη μάνα σου» μου ‘λεγε ο παππούς. «Και δώσε του και λίγο από το ψωμί που ζυμώσαμε». Φορτωνόμουν λοιπόν κάθε τόσο το ζεμπίλι με τα λιγοστά φαγώσιμα και τραβούσα ολοταχώς για το παλιό μονώροφο σπίτι του Ηλία.
Η κυρα- Όλγα στεκόταν στην κουζινίτσα με το καλοσυνάτο στρογγυλό πρόσωπο και τα χέρια προσεκτικά τεντωμένα μακριά από το σώμα της να μην λερωθεί και λερώσει, πάντα με λαδωμένα δάχτυλα, πάντα κάτι να τηγανίζει, κάτι να ζεματά στον μεγάλο τέντζερη που όσο άντεχαν τα γόνατά της να ξενοπλένει σκάλες και πατώματα όλο και κάτι θα μαγείρευε μη στερηθεί ο κανακάρης της. Παρόλα αυτά το μεροκάματό της έφτανε μόνο για τα αναγκαία και τώρα μάλιστα τελευταία που την είχαν απολύσει, είχα μάθει ότι ο Ηλίας στο σχολειό του μήτε έφερνε φαΐ από το σπίτι μήτε αγόραζε από το κυλικείο τίποτα. Απλά στεκότανε παράμερα και κοίταζε την ατελείωτη σειρά από παιδιά που φιδογύριζε περιμένοντας μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο απ’ όπου ξεπηδούσαν ευωδιές από τυρόπιτες, τοστ και άλλα καλούδια που μπορούν να κάνουν ένα παιδί ευτυχισμένο, ιδίως όταν το ρολόι σημαίνει 9.40 και το στομάχι γουργουρίζει. Μάλιστα όταν η δασκάλα της Πρώτης η κυρία Αναστασία, αυτή με τα όμορφα μαύρα μάτια τον πλησίασε για να του προσφέρει κάτι, ο Ηλίας γύρισε την πλάτη και το έβαλε στα πόδια λες και αυτός έφταιγε για το μαύρο ριζικό του και για το ότι είχαν διώξει τη μαμά του από τη δουλειά.
«Από τον παππού μου και καλή καρδιά» της έλεγα δίνοντας το μικρό πολύτιμο δέμα και το πρόσωπό μου έλαμπε μιας και μοιραζόμουν τη χαρά της. Μπορεί η μάνα μου να ήταν η καλύτερη μαγείρισσα μα τα κεφτεδάκια της κυρα-Όλγας…. καλοψημένα και ζουμερά με μεγάλα κομμάτια γλυκό κρεμμύδι. «Στην πατρίδα μου δεν το ψιλοκόβουν» απολογούνταν. «Εμ βέβαια, το ξένο είναι διαφορετικό» γκρίνιαζε η μάνα μου που δεν μπορούσε να δεχτεί άλλη πιο άξια στη μαγειρική.
Παίρναμε λοιπόν τον κεφτέ πάνω στη φέτα του ψωμιού, να μοσχομυρίζει δυόσμο και κρεμμύδι και καθόμαστε με τον Ηλία στο παλιό ντιβάνι αργομασώντας με απόλαυση και διαβάζοντας περιοδικά μιας και ο φίλος μου δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από το τσαντίρι του να παίξει. Ήταν πολύ ντροπαλός βλέπεις, σαν κορίτσι όπως έλεγε η μάνα του. Ξεφυλλίζαμε περιοδικά Life style όπως τα λένε, που τα έφερνε με τις αγκαλιές η κυρα- Όλγα χαρίσματα από τα σπίτια που πάστρευε, ταξιδεύαμε σε καλοφωτισμένες πολιτείες σε κοσμικά σαλόνια παρέα με καλοντυμένες κοπέλες φορώντας τις ακριβότερες κολόνιες, κόβαμε προσεχτικά όμορφες εικόνες και τις κολλούσαμε στα ντουβάρια, στην παγωνιέρα, στις σχολικές μας σάκες μεταμορφώνοντας το φτωχικό δωμάτιο σε Παρίσι, Λονδίνο, Αμέρικα. Τις Κυριακές που γυροφέρναμε αργόσχολοι, σκοτώναμε την ώρα μας παίζοντας «χαρτάκια» και χωρίζαμε αργά το μεσημέρι σχεδόν πάντα μουτρωμένοι μιας και πάντα ο ένας ήταν χαμένος και μόνιμα αδικημένος.
Ο Ηλίας στο σχολείο πήγαινε και δεν πήγαινε. «Θα την χάσει τη χρονιά κυρα- Όλγα» προειδοποιούσαν οι δάσκαλοι που νοιάζονταν και συμπονούσαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα. Και συνέχιζε ο Ηλίας να κάνει κοπάνες όπως τις έλεγαν τα παιδιά, γιατί τα περισσότερα πρωινά τον έβρισκαν στο κρεβάτι βυθισμένο σε ύπνο βαθύ μιας και τα βράδια δούλευε σε ταβέρνες της πόλης μας. Γιατί χόρευε ο Ηλίας ζεμπεκιά και μάλιστα πολύ καλά με τσαλίμια και σπασίματα και σήκωμα το πόδι και υφάκι μόρτη. Ήτανε και πιτσιρίκι δωδεκάχρονο, τρελαινόταν ο κόσμος, χτυπούσε παλαμάκια, σηκώνονταν οι μάγκες να χορέψουν, άναβε το γλέντι και έκανε είσπραξη το κουτούκι. Αργά το βράδυ έπαιρνε τον ανήφορο για την Άνω Πόλη για τα Κάστρα και άπλωνε το ταλέντο του σε γνωστά ρεμπετάδικα και φοιτητάδικα. Έπεφτε η παραγγελιά, και ο Λιάκος περίμενε σε στάση προσοχής λίγα δευτερόλεπτα ανασαίνοντας αργά, έσπρωχνε τον σκούφο προς τα πίσω και με μισόκλειστα μάτια χόρευε με πάθος. Δεν ήταν πια το παιδί που δεν μιλούσε σε κανέναν, που κατέβαζε το κεφάλι έφταιγε- δεν έφταιγε, ήταν αϊτός που γυρόφερνε στην πίστα. Και να η υπόκλιση στο τελείωμα και ο σκούφος απλωμένος να μαζέψει το νυχτοκάματο, να βοηθήσει τη μάνα του που μάτωνε τα χέρια της τρίβοντας ξένα πατώματα.
Παίρνοντας καθημερινά το δρόμο της επιστροφής από το σχολείο μου, περνούσα κι από το σχολείο του Ηλία κι αν τον πετύχαινα εκεί δα να χαζεύει σε καμιά βιτρίνα ή να χασομεράει «παίζοντας χαρτάκια», τον συμμάζευα και κάναμε μαζί τον δρόμο για τα σπίτια μας.
Χειμώνας ακόμα, βαρύς Σαλονικιότικος γεμάτος υγρασία να τρυπάει τα κόκαλα. Πάνω μου καπάκι ασήκωτο εκείνος ο αδιάφορος ουρανός χωρίς γραμμές μήτε σκιές με τα μουντά μονόχρωμα γκρι σύγνεφα μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι. Τάχυνα το βήμα να φτάσω μιαν ώρα αρχύτερα στην κουζινίτσα μας να απλωθώ στο παλιό μιντέρι να ρουφήξω ζεστασιά από τη σόμπα μέχρι να ανάψουν και να κοκκινίσουν τα αυτιά μου.
Στην οδό Δελφών πολύς ο κόσμος ακριβώς μπροστά στα ψιλικατζίδικο του κυρ Αντώνη! Φασαρία, φωνές, απειλές και φοβέρες και το πλήθος όλο κι αυγάταινε. Το ψιλικατζίδικο του κυρ Αντώνη που σήμερα είναι μεσιτικό γραφείο, την δεκαετία του 60 ήταν στις δόξες του, ένας ζαχαρένιος παράδεισος, ένας μαγικός κόσμος για μας τα παιδιά με τους πάγκους γεμάτους γκοφρέτες, παστέλια και καραμέλες όλων των λογιών και χρωμάτων μέσα σε διάφανα καλαμάκια να κάθεσαι χαζεύοντας με το ένα ευρώ σφιχτά στην παλάμη μην ξέροντας τι να πάρεις και τι ν’ αφήσεις. Γύρισα να φύγω μιας και οι καυγάδες των μεγάλων ποτέ δεν με συγκινούσαν, ίσα-ίσα με τρόμαζαν, αλλά σα να άκουσα, σαν κάτι να άκουσα: Μια αδύναμη παιδική φωνή ανάμεσα στις διαπεραστικές κραυγές των μεγάλων και την αναγνώρισα, ήταν η φωνή του Ηλία! Πλησίασα και προσπάθησα να ανοίξω δρόμο ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες που φώναζαν απειλώντας θεούς και δαίμονες. Με δυσκολία κατάφερα να φτάσω στο κέντρο του ανθρώπινου κύκλου που χειρονομούσε με υψωμένα τα χέρια στον γκρι ουρανό.
«Είσαι κλέφτης» έλεγε ο κυρ- Αντώνης «Είσαι κλέφτης, άρπαξες και έφυγες τρέχοντας, σε είδα αφιλότιμε!» και έδειχνε τον Ηλία με ένα κοκαλιάρικο τεντωμένο δάχτυλο σαν να σημάδευε πουλί ακριβώς στην καρδιά. Ό Ηλίας είχε μαζευτεί, είχε μικρύνει, είχε γίνει τόσος δα λες και ήθελε να εξαφανιστεί από προσώπου γης, να βγάλει φτερά να πετάξει ψηλά να χαθεί στα σύγνεφα. Κοιτούσε αυτό το δάχτυλο- καρφί και ψιθύριζε συνεχώς τα ίδια λόγια: «Δεν το ’κανα εγώ θείο, δεν ήμουν εγώ, λαθεύεις και θα με πάρεις στο λαιμό σου». Το κόκκινο σημάδι στο μάγουλο, αυτό που είχε εκ γενετής όπως έλεγε, έφεγγε σαν φάρος. «Είμαι σίγουρος, να εδώ ήταν τα παστέλια» και μια έδειχνε το κουτί στο χαμηλό ράφι, μια γυρνούσε γύρω από τον δύσμοιρο τον Λιάκο σαν λέαινα που περικυκλώνει το θύμα της.
«Τον ξέρω τον μικρό» ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος «αυτός δεν είναι ο γιος του κλέφτη του Νώντα που μένει στο ρέμα;»
«Την αστυνομία, φωνάξτε την αστυνομία» ακούστηκαν κι άλλοι και όλο και φώναζαν και όλο και αγρίευαν ακούγοντας τα λόγια τους.
Ήμουν ένα συνεσταλμένο παιδί, ένα παιδί που σπάνια μιλούσε στους μεγάλους εκτός κι άμα του έδιναν τον λόγο. Δεν ήθελα καυγάδες και φασαρία και η μάνα μου με αποκαλούσε χαζό γιατί δεν υπεράσπιζα το δίκιο μου. Δεν ξέρω τι μ’ έκανε εκείνη τη μέρα να ανοίξω το στόμα μου, δεν ξέρω από πού άντλησα το κουράγιο να σταθώ αντίκρυ σ’ όλους αυτούς που ζητούσαν την κεφαλή του Ηλία «επί πίνακι» και να τους κοιτάξω θαρρετά στα μάτια! Ίσως να ήταν η αξιολύπητη εικόνα του φίλου μου που μαζεμένος κουβάρι προσπαθούσε μάταια να κρυφτεί να μην βλέπει και να μην βλέπεται ή η αντίδραση στην αδικία που έκανε ένα παιδί να ζει χωρίς τον πατέρα του και να μην μπορεί να γεμίσει το στομάχι του παρά μόνο με όνειρα. Μπορεί απλά ένας άγγελος δικαίου, ο άγγελος του Ηλία να μου έδωσε θάρρος και πνοή εμένα τον Νάσο που δεν ανταπαντούσε στους μεγάλους ποτέ.
«Δεν το έκανε αυτός» φώναξα θαρραλέα και σταθερά.
«Δεν ήταν αυτός» επανέλαβα κοιτώντας γύρω μου. «Ήταν ένα ξανθό αγόρι. Έφυγε προς τα εκεί». Έδειξα προς τη μεριά της θάλασσας με τη σιγουριά ανθρώπου που κάνει το σωστό. Οι φωνές κόπασαν, τα χείλια έκλεισαν και χαλάρωσαν.
«Ο πατέρας του είναι αστυνομικός, ποτέ δεν θα έκλεβε» συμπλήρωσα με θράσος. «Νάσο αν σε ζορίσουν θα λες ότι ο μπαμπάς σου είναι αστυνόμος» με συμβούλευε ο παππούς κι όπως πάντα είχε δίκιο.
Τώρα ακόμα και ο κυρ- Αντώνης είχε αρχίσει να αμφιβάλλει γι αυτό που είχε δει. Ψιθύριζε μόνο «μα τον είδα» κατεβάζοντας το χέρι και κοιτώντας χαμηλά. Πήρα «έναν πεθαμένο» Ηλία από το χέρι, μάζεψα από κάτω τη σάκα του και σπρώχνοντας απομακρυνθήκαμε νοιώθοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα μας τραβήξουν πίσω και «θα μας φάνε ζωντανούς». Μετά από λίγο προσπεράσαμε το ρέμα, στρίψαμε αριστερά και ανηφορίσαμε τη Φλέμιγκ.
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/min_petakseis_to_palio_biblio-63105284/