Σε μια πολιτεία μακρινή, με τεράστιους δράκους μικροσκοπικές νεράιδες και πονηρά ξωτικά, ζαβολιάρηδες νάνους, αγαθούς γίγαντες και μάγισσες με σκούπες χρωματιστές, ζούσε ο πιο παιχνιδιάρης, ο πιο ζωηρός δράκος του κόσμου. Του άρεσε πάντα να παίζει, με τους γίγαντες κρυφτό, με τα ξωτικά τάβλι αλλά και με τις μάγισσες διαγωνισμούς με κόλπα μαγικά. Όλοι ευχαριστιόταν να παίζουν μαζί του, όμως υπήρχαν και φορές που τον έδιωχναν καθώς ήθελαν να κάνουν τις δουλειές τους. Τότε δεν άφηνε κανένα σε ησυχία, άρχιζε τις ερωτήσεις καθώς ήθελε να ανακαλύπτει τα πάντα. Γιατί οι μάγισσες πετάνε σε σκούπες και όχι σε καναπέδες; Γιατί είναι νεράιδες έχουν φτερά και όχι έλικες; Όλα τα έβλεπε παιχνίδι και τους ζάλιζε όλους με τις ερωτήσεις του. Και πεισματάρης όπως ήταν δεν έκανε πίσω μέχρι να του απαντήσουν!
Ώσπου μια μέρα ο ζωηρούλης αυτός δράκος ανακάλυψε ένα καινούριο παιχνίδι που έγινε και το αγαπημένο του. Του άρεσε λοιπόν να κυνηγάει γκρίζα σύννεφα, να τα τρομάζει και να τα διώχνει μακριά. Βλέπετε στο ζωηρούλη αυτό δράκο δεν άρεσε καθόλου να έρχονται τα γκρίζα σύννεφα στην πόλη του. Γιατί τότε έβρεχε και όλα γινόταν μουντά και γκριζωπά. Έτσι μόλις τα έβλεπε να μαζεύονται στον ουρανό, έπαιρνε φόρα και ορμούσε. Τα κυνηγούσε τόσο πολύ που έφτανε μέχρι την άκρη του ουρανού για να τα διώξει.
Στην αρχή όλοι χαμογελούσαν με την καινούργια του ανακάλυψη, αφού τους άφηνε και λίγο ήσυχους να κάνουν τις δουλειές τους. Όμως το παιχνίδι του ζωηρούλη αυτού δράκου με το καιρό άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στην πόλη. Γιατί βλέπετε κάθε φορά που ο ζωηρούλης δράκος ορμούσε με φόρα και χαρά στα γκρίζα σύννεφα, τα τρόμαζε τόσο πολύ που δεν προλάβαιναν να ρίξουν ούτε μια σταγόνα νερό στην πόλη. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια έμεναν βρώμικα, τα λουλούδια και όλα τα φυτά της πόλης άρχισαν να μαραίνονται, ακόμα και το μεγάλο ποτάμι άρχισε να στερεύει.
Μάταια όλοι προσπαθούσαν να συνετίσουν τον ζωηρούλη δράκο και να τον κάνουν να σταματήσει το κυνηγητό. Οι γίγαντες παραπονιόντουσαν ότι τα τριαντάφυλλά τους δεν μπορούσαν πια να μεγαλώσουν, οι νάνοι νευριάζανε γιατί το χώμα ήταν πάντα ξερό όταν σκάβανε και έτσι γεμίζαν σκόνες, οι νεράιδες δεν μπορούσαν να βρουν μικρές σταγόνες πάνω στα φύλλα των λουλουδιών να δροσιστούν, οι δράκοι δεν μπορούσαν να απλώσουν τα φτερά τους και να τα πλύνουν κάτω από τις σταγόνες της βροχής, τα ξωτικά δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα βότανα που χρειαζόταν και οι μάγισσες δεν έβρισκαν σαλιγκάρια και βατράχια για τα μαγικά τους ξόρκια. Έτσι ο καιρός περνούσε και όλα γύρω μαράζωναν. Όμως ο ζωηρούλης δράκος δεν καταλάβαινε τίποτα. Συνέχιζε το παιχνίδι του ακόμα πιο έντονα και με περισσότερη μανία.
Έτσι μια μέρα η μαμά του ανέλαβε δράση!!! Μόλις είδε τα γκρίζα σύννεφα να πλησιάζουν μίλησε στον ζωηρούλη δράκο και του εξήγησε ότι σήμερα δεν θα μπορούσε να βγει έξω, μέχρι να τελειώσει η βροχή!!! . Μάταια ο ζωηρούλης δράκος παρακαλούσε την μαμά του να τον αφήσει να βγει για λίγο. Τι και αν ξάπλωνε κάτω και χτυπούσε χέρια και πόδια δυνατά, τι και αν φώναζε και πετούσε τα παιχνίδια του στην πόρτα, τι και αν φώναζε λέξεις και κουβέντες άσχημες στην μαμά του ακόμα και αν δεν το εννοούσε… Η μαμά του ήταν ανένδοτη και δεν έκανε πίσω. Ο ζωηρούλης δράκος θα μπορούσε να βγει μόνο όταν θα σταματούσε η βροχή. Και οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν. Στην αρχή δειλά-δειλά, σαν να μην ήταν σίγουρα τα σύννεφα ότι θα μπορούσαν να εκτελέσουν το έργο τους ανενόχλητα. Και οι σταγόνες γίνανε δυνατή βροχή και η δυνατή βροχή έγινε μπόρα τρομερή, λες και τα σύννεφα ξεσπάθωσαν και ήθελαν να ρίξουν όλο το νερό του κόσμου πάνω από την πόλη.
Τι χαρά μεγάλη ήταν αυτή; Οι δράκοι όρμησαν στον ουρανό και άπλωσαν τα φτερά τους για να πλυθούν καλά-καλά, οι νάνοι έπιασαν τις αξίνες και άρχισαν να σκάβουν με γρήγορες κινήσεις το χώμα, οι νεράιδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι και ρουφούσαν με όρεξη τις σταγόνες της βροχής, οι γίγαντες χόρευαν στους κήπους τους και χάιδευαν τρυφερά τα λουλούδια που άρχισαν να ζωντανεύουν, τα ξωτικά άρπαξαν τους σπόρους τους και έτρεξαν να τους φυτέψουν σε όλα τα μέρη του δάσους, όσο για τις μάγισσες; Έτριβαν τα χέρια τους και ετοίμαζαν τα σακούλια τους για να βγουν και να μαζέψουν σαλιγκάρια και βατράχια αμέσως μόλις σταματούσε η βροχή. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια καθάρισαν και το μεγάλο ποτάμι άρχισε να γεμίζει ξανά.
Μόνο ο ζωηρούλης δράκος καθόταν λυπημένος στο παράθυρο και στεναχωριόταν. Πήρε και το μπλοκ ζωγραφικής του και σχεδίαζε μικρά και μεγάλα σύννεφα, γκρίζα και μαύρα, όπως αυτά που βρισκότανε τώρα στον ουρανό και δεν μπορούσε να τα πλησιάσει. Και ζωγράφισε και τον εαυτό του να ορμά ανάμεσα στα σύννεφα και να τα τρομάζει. Η μαμά του τον πλησίασε, τον χάιδεψε απαλά και του είπε « Μικρούλη μου μην ανησυχείς, πρέπει να καταλάβεις ότι ακόμα και η βροχή, μας είναι απαραίτητη. Μπορεί να σε στεναχωρεί και να σε κάνει να νιώθεις θλιμμένος όμως την χρειαζόμαστε όπως χρειαζόμαστε τον λαμπερό ήλιο. Και που ξέρεις μπορεί να κρύβει και κάτι άλλο πέρα από την τόση μουντάδα και την βαριά ατμόσφαιρα». Όμως ο ζωηρούλης δράκος δεν μίλησε αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει. Η μαμά του και οι μεγάλοι δεν καταλάβαιναν τίποτα. «Τι το ωραίο να κρύβει η βροχή; Όλα τα κάνει γκρίζα και τα χρώματα γίνονται τόσο θολά. Δεν είναι ωραία η βροχή», σκέφτηκε και αναστέναξε.
Η μεγάλη μπόρα, μετά από δυο ώρες άρχιζε να κοπάζει και τα σύννεφα να απομακρύνονται σιγά-σιγά. Ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του περήφανος και έτσι η μαμά του δράκου του άνοιξε την πόρτα και του είπε ότι τώρα θα μπορούσε να βγει έξω. Μόλις ο ζωηρούλης δράκος άκουσε την πόρτα να ανοίγει, ξεχύθηκε στον ουρανό. Σαν μια τεράστια βολίδα, πέρασε σαν σίφωνας μπροστά από την μαμά του και όρμησε να πιάσει έστω και ένα σύννεφο και να το κυνηγήσει. Όμως όσο και να προσπάθησε να τα προλάβει τα σύννεφα είχαν απομακρυνθεί τόσο πολύ….
Όμως για στάσου!!!! Τι ήταν εκείνη η πολύχρωμη γεφυρούλα που έβλεπε εκεί κάτω; Έμοιαζε σαν….. σαν…… σαν ουράνιο τόξο!!!! Πρώτη φορά έβλεπε στα αλήθεια ουράνιο τόξο. Τόσο καιρό μόνο στα βιβλία το συναντούσε… αμέσως χωρίς να το δευτεροσκεφτεί ο ζωηρούλης δράκος όρμησε προς το ουράνιο τόξο για να το πιάσει… όμως τι γινόταν; Κάθε φορά που το πλησίαζε εκείνο απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ…. μα να το εμφανίστηκε τώρα πιο κοντά του. Πέταξε πάλι γρήγορα για να το πιάσει αλλά το ουράνιο τόξο έφυγε πάλι μακριά. Πέρασε πολλή ώρα να παίζει αυτό το κυνηγητό με το ουράνιο τόξο , ώσπου στο τέλος εκείνο χάθηκε….
Ο ζωηρούλης δράκος γύρισε στο σπίτι του πολύ στεναχωρημένος αλλά και με ένα μικρό κρυμμένο ενθουσιασμό, που είχε δει για πρώτη φορά ουράνιο τόξο. Χωρίς να πει κουβέντα, όρμησε στο δωμάτιο του και άρχισε να ψάχνει σε όλα τα βιβλία του να βρει από που έρχεται το ουράνιο τόξο. Έψαξε, έψαξε πολύ ώσπου βρήκε τις κατάλληλες πληροφορίες. Το ουράνιο τόξο εμφανίζεται μετά την βροχή;;; Μα γίνεται κάτι τόσο μουντό και γκρίζο να φέρνει μετά κάτι τόσο πολύχρωμο και χαρωπό; Τελικά είχε δίκιο η μαμά που του είπε ότι κάτι μαγικό μπορεί να κρύβει η βροχή!
Και τότε το αποφάσισε! Με ύφος σοβαρό και επίσημο πήγε στην μαμά του και της ανακοίνωσε : « μαμά, τέρμα πια το κυνηγητό με τα σύννεφα! Από δω και μπρος θα κυνηγώ μόνο τα ουράνια τόξα»
Η μαμά του, τον κοίταξε γλυκά, του χαμογέλασε και τον πήρε στην αγκαλιά της. « εντάξει αγάπη μου όχι πια κυνηγητό με τα σύννεφα, μόνο με τα ουράνια τόξα» και σκύβοντας να τον φιλήσει, είδε ότι ο ζωηρούλης δράκος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της.