Μια φορά κι ένα καιρό, πριν ακόμη εμφανιστούν, δράκοι, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, βασίλεια και κόσμοι, υπήρχε ένα μικρό αγοράκι, που περπατούσε μόνο του πάνω στη Γη. Σπίτι δεν είχε, κοιμόταν στο δροσερό γρασίδι και ξεδιψούμε από τα κελαρυστά νερά των ποταμών. Τα ζώα του δάσους, του έφερναν διάφορα καλούδια για να γεμίζει την κοιλίτσα του και πάντα τον συντρόφευαν στα μεγάλα ταξίδια του.
Το αγοράκι, όπως είπαμε και πριν, γυρνούσε μόνο του πάνω στη Γη. Έδινε ονόματα σε όλα τα βουνά που συναντούσε, μιλούσε ώρες ολόκληρες με τα ποτάμια και τις λίμνες τους και μάθαινε νέα από τα πουλιά που διέσχιζαν τον ουρανό και τιτίβιζαν χαρούμενα. Κάτι όμως βαθιά μέσα στην ψυχή του, του έλειπε. Κάτι δεν ήταν σωστό.
Μια μέρα, εκεί που περπατούσε, συνάντησε μια γέρικη βελανιδιά. Την πλησίασε και κάθισε στις απλωμένες χοντρές ρίζες της.
«Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη;» την ρώτησε το αγοράκι.
«Μα γιατί να μην είμαι; Κοίταξε γύρω σου. Έχω φύλλα στα κλαδιά μου και πουλιά να κελαηδάνε χαρούμενα πάνω τους. Λαγοί και σκιουράκια σκαρώνουν παιχνίδια στις ρίζες μου. Και το βράδυ, όταν όλα αποκοιμιούνται, έρχεται το απαλό αεράκι, που είναι φίλος από παλιά, να μου κρατήσει συντροφιά με τις ιστορίες που φέρνει απ’ τα βουνά και τα λαγκάδια»
Το αγόρι την κοίταξε παραξενευμένος.
«Τι είναι φίλος;» την ρώτησε.
Η γέρικη βελανιδιά αναστέναξε, κουνώντας τα κλαδιά της.
«Δεν ξέρω τι είναι φίλος. Ξέρω όμως πως οι φίλοι λένε όμορφες ιστορίες ο ένας στον άλλον και παίζουν όλη την ημέρα μαζί»
«Θα μου άρεσε να είχα κάποιον να παίζω» μονολόγησε το αγοράκι. «Σε ευχαριστώ πολύ. Μάλλον θα ψάξω κι εγώ να βρω κάποιον που θα γίνει φίλος μου»
Το παιδί συνέχισε τον δρόμο του. Περπατούσε για μέρες και νύχτες ολόκληρες, όταν έφτασε στις όχθες ενός μικρού ποταμού. Τα νερά του έτρεχαν αργά αργά, τραγουδώντας γλυκές μελωδίες στο πέρασμα τους.
«Μα τι όμορφο τραγούδι!» αναφώνησε το αγοράκι.
«Σε ευχαριστώ πολύ» είπε ο ποταμός. «Κάθισε να ξεκουραστείς. Πιες από το νερό μου. Σου υπόσχομαι πως θα σε ξεδιψάσει αμέσως»
Το αγόρι ένωσε τις χούφτες του και τις βούτηξε στον ποταμό. Ήπιε από το δροσερό νερό που όντως τον ξεδίψασε με τις πρώτες γουλιές.
«Το νερό σου είναι τόσο γευστικό, δεν έχω δοκιμάσει ποτέ κάποιο σαν αυτό. Πως τα καταφέρνεις» τον ρώτησε.
«Ο, μα έχω τον φίλο μου και με βοηθάει. Βλέπεις αυτό το βουνό εκεί πέρα; Κρατάει για μένα όλο το πολύτιμο νερό της βροχής και ύστερα το αφήνει να έρθει σε μένα. Για αυτό τα νερά μου τραγουδάνε τόσο γλυκά»
Το αγόρι έξυσε το κεφάλι του απορώντας:
«Ίσως εσύ, ξέρεις να μου πεις τι είναι ένας φίλος»
«Δεν ξέρω τι είναι φίλος. Γνωρίζω όμως πολύ καλά, πως ένας φίλος σε προσέχει και σε φροντίζει όπως θα έκανε και με τον εαυτό του»
«Χμ, νομίζω πως θα μου άρεσε να έχω κάποιον να με φροντίζει και να με προσέχει. Σε ευχαριστώ πολύ ποταμέ» είπε το αγοράκι και ξεκίνησε ξανά την πορεία του.
Λίγο πιο κάτω, συνάντησε έναν λύκο. Ήταν ξαπλωμένος στο χορτάρι και απολάμβανε την ζεστασιά του ήλιου.
«Γεια σας κύριε Λύκε» φώναξε το αγόρι, «μπορώ να καθίσω για λίγο μαζί σας;»
«Μα φυσικά. Έχει άφθονο χώρο και για τους δύο μας»
Το αγόρι κάθισε δίπλα στο ζώο. Σήκωσε το κεφαλάκι του και άφησε τις ζεστές ακτίνες του ήλιου να το χαϊδέψουν.
«Άραγε εσείς ξέρετε τι είναι ο φίλος; Ούτε η βελανιδιά, ούτε ο ποταμός γνώριζαν να μου πουν»
Ο λύκος σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το μικρό αγόρι σκεφτικός.
«Ούτε εγώ ξέρω τι είναι ο φίλος. Μπορώ να σου πω όμως πως ένας φίλος δεν θα σε αφήσει ποτέ μόνο σου. Θα είναι πάντα μαζί σου στις χαρές, μα πάνω από όλα στις λύπες. Θα σκουπίζει τα δάκρυα σου και θα σε κάνει να γελάς μέχρι να πονέσει η κοιλιά σου»
Το αγόρι στεναχωρήθηκε. Ήθελε και αυτός να έχει έναν φίλο για να γελάνε μαζί μέχρι να πονέσουν οι κοιλίτσες τους. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε την γούνα του ζώου.
«Εσείς έχετε κάποιον φίλο;»
«Όχι. Είχα κάποτε. Τρέχαμε όλη μέρα στις πεδιάδες και το βράδυ, σαν έπεφτε η νύχτα τριγυρίζαμε στο δάσος»
«Και τώρα; Γιατί δεν είστε μαζί με τον φίλο σας;»
«Γιατί είμαι δειλός. Όταν με χρειάστηκε εγώ το έσκασα. Δεν άντεξα να μοιραστώ την λύπη του»
Το αγόρι αναστέναξε λυπημένο.
«Ελπίζω να βρείτε ξανά τον φίλο σας» είπε στον λύκο και συνέχισε τον δρόμο του.
Περπάτησε ξανά για μέρες και νύχτες ολόκληρες, για μήνες και χρόνους. Ρωτούσε όποιον συναντούσε στο διάβα του, αν γνωρίζει τι είναι φίλος. Αλλά κανείς δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Αποκαμωμένος και κουρασμένος από το ταξίδι του, σταμάτησε σε ένα ξέφωτο. Ξάπλωσε στο γρασίδι κι άρχισε να κλαίει.
«Δεν θα μάθω ποτέ τι είναι ένας φίλος. Δεν θα μου πει κανείς όμορφες ιστορίες ούτε θα παίζουμε όλη μέρα. Δεν θα με προσέχει και δεν θα με φροντίζει, ούτε θα είναι μαζί μου για να μοιραστούμε τις χαρές και τις λύπες μας, να γελάμε μέχρι να μας πονέσει η κοιλιά μας. Είμαι μόνος μου. Ολομόναχος»
Έκλαιγε κι έκλαιγε κι έκλαιγε, μέχρι που η νύχτα απλώθηκε γύρω του. Τα αστέρια άρχισαν να ανάβουν ένα ένα στον ουρανό κι το ολόγιομο φεγγάρι, βγήκε από την κρυψώνα του. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί και άφησε ένα μικρό χασμουρητό. Ήταν έτοιμο να φορέσει την πιο λαμπρή φορεσιά του, όταν άκουσε το κλάμα του παιδιού. Άφησε τα αστεράκια να περιμένουν λίγο ακόμα και κατέβηκε λίγο πιο χαμηλά για να μπορέσει να δει το αγόρι.
«Ει, εσύ εκεί, γιατί κλαις;» ρώτησε.
Το αγόρι σηκώθηκε από το δροσερό χορτάρι, σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. Όταν είδε το φεγγάρι, θαύμασε την λαμπρή, ακτινοβόλα ομορφιά του.
«Θα μου πεις γιατί κλαις;» τον ρώτησε το φεγγάρι ξανά.
«Να, κλαίω γιατί κανένας δεν ξέρει να μου πει τι είναι φίλος»
Το φεγγάρι γέλασε.
«Κανένας δεν ξέρει να σου πει, γιατί για τον καθένα, ο φίλος είναι κάτι το διαφορετικό. Αυτός είναι χαζός λόγος για να κλαις. Θα χαλάσουν τα ματάκια σου και ξέρεις, μεταξύ μας, στο γρασίδι δεν αρέσουν και τόσο τα δάκρυα»
Το αγόρι σκούπισε ξανά, όσα δάκρυα είχαν μείνει στα μάγουλα του, προσέχοντας να μην πέσουν στο χορτάρι.
«Ξέρεις, ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο κι δεν βρήκα ούτε ένα φίλο. Δεν θέλω να είμαι μόνος μου πια»
Το φεγγαράκι λυπημένο, πλησίασε ακόμα πιο πολύ και τύλιξε με το φως του το παιδί, αγκαλιάζοντας το.
«Μπορώ να γίνω εγώ φίλος σου, αν το θέλεις»
Το πρόσωπο του αγοριού έλαμψε από ευτυχία.
«Αλήθεια; Θα γίνεις φίλος μου;»
«Ναι, αμέ. Θα παίζουμε μαζί, θα γελάμε μέχρι να πονέσουν οι κοιλιές μας, θα λέμε ιστορίες, θα μοιραζόμαστε τα πάντα και πάνω από όλα θα προσέχουμε και θα φροντίζουμε ο ένας τον άλλον»
Το αγόρι, χαμογέλασε χαρούμενο.
«Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα» είπε το φεγγάρι. «Δεν μπορώ να φύγω από τον ουρανό. Τα αστεράκια είναι πολύ άτακτα και πρέπει να τα προσέχω συνεχώς»
«Μπορώ να έρθω εγώ μαζί σου» είπε το αγόρι.
«Ούτε αυτό γίνεται. Ο ουρανός την νύχτα είναι πολύ κρύος, παγωμένος. Δεν θα το αντέξεις»
«Τότε, τι θα κάνουμε;» ρώτησε το αγόρι απογοητευμένο.
Το φεγγάρι το σκέφτηκε για λίγο, ώσπου μετά από μερικά λεπτά, χοροπήδησε χαρούμενο.
«Είναι τόσο απλό. Θα σου δώσω ένα κομμάτι μου, έτσι θα είμαι μαζί σου συνέχεια και τα αστέρια θα κάθονται φρόνιμα, θα παίζουμε, θα κάνουμε σκανταλιές. Πως σου φαίνεται;»
«Μα δεν θέλω να πονέσεις»
«Δεν θα πονέσω καθόλου, αν υποσχεθείς να με αγαπάς και να με φροντίζεις όπως θα κάνω και εγώ»
«Το υπόσχομαι» είπε το αγόρι.
Το φεγγάρι έλαμψε ακόμα πιο πολύ από την χαρά του. Ανέβηκε ξανά στην θέση του στον ουρανό, έβαλε τα αστεράκια σε τάξη και μετά, μια ασημένια αχτίδα του, χάρισε στο αγοράκι, το κομμάτι που του είχε υποσχεθεί.
Το αγόρι ήταν πολύ χαρούμενο που είχε βρει επιτέλους ένα φίλο να αγαπάει και να μοιράζετε μαζί του, τόσα όμορφα πράγματα. Δεν ξανά έκλαψε ποτέ, μα κι αν καμιά φορά του ξέφευγαν δάκρυα, ο φίλος του, ήταν εκεί για να τα σκουπίσει και να τον κάνει να χαμογελάσει και πάλι.
Έτσι λοιπόν, από εκείνη την νύχτα και μετά, το φεγγάρι, φροντίζει όλα τα παιδιά που είναι μόνα τους στη Γη κι αναζητούν κάποιον να γίνει φίλος τους, δίνοντας κομμάτια από την ασημένια καρδιά του. Κι αν καμιά φορά, αισθανθείτε μόνοι και λυπημένοι, μην αφήσετε τα δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια σας. Είμαι σίγουρη πως αν κοιτάξετε ψηλά στον ουρανό, το φεγγαράκι θα έρθει αμέσως κοντά σας.
Πηγή εικόνας: https://www.warwickartscentre.co.uk/whats-on/2017/family-film-kubo-and-the-two-strings-/