«Σας τον έφερα», είπε χαμογελαστός ο Πέτρος, «αρκεί να κάνετε χώρο να καθίσουμε και εμείς», τον τράβηξε από το χέρι και έκατσαν στη άμμο. Μια γλυκιά φωνή άρχισε να τραγουδάει, μια μελωδία φανταστική. Μια βελούδινη κοριτσίστικη φωνή, που τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Εκείνη την στιγμή σταμάτησαν όλα γύρω του. Τα πάντα! Ο χρόνος! Η νύχτα! Η ώρα!
Άκουγε αυτή την υπέροχη φωνή κι ήταν, το μόνο πράγμα που τον κρατούσε σε επαφή με την πραγματικότητα! Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, κάτω από το φως του φεγγαριού, αυτή η φωνή, αυτή η μελωδία τον ταξίδευε!
Δέκα άτομα, λες μαγεμένα άκουγαν και, θαύμαζαν αυτό το υπέροχο ταλέντο που υπήρχε στην παρέα τους! Την άκουγαν σχεδόν με κομμένη την ανάσα! Κι όταν το τραγούδι τελείωσε τη γέμισαν με ενθουσιώδη χειροκροτήματα.
Εκείνη ντράπηκε! Χαμογέλασε με χαμηλωμένα τα μάτια.
«Μπράβο Χαρά! Είσαι απίθανη!» είπαν όλοι με μια φωνή.
«Ευχαριστώ παιδιά με συγκινείτε. Ευχαριστώ πολύ», απάντησε συγκινημένη. Ο Πάνος, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το πανέμορφο πρόσωπο με τα μεγάλα γκρίζα μάτια. Μπροστά στη φλόγα που σιγόκαιγε φάνταζε ακόμα πιο όμορφη.
«Συγχαρητήρια Χαρά. Έχεις υπέροχη φωνή. Μπράβο!», κατάφερε με δισταγμό μετά από ώρα να της πει.
«Ευχαριστώ, Πάνο», απάντησε χαμογελώντας του γλυκά!
Από νωρίς φαινόταν παράξενη τούτη η μέρα. Γιατί άραγε; σκεφτόταν μόνος την ώρα που ετοιμαζόταν για ύπνο.
Στριφογύριζε σαν σβούρα στο κρεβάτι του, δίχως να μπορέσει να βγάλει από το μυαλό του, την εικόνα της όμορφης κοπέλας με τα γκρίζα μάτια! Κοντά στο ξημέρωμα τον πήρε ο ύπνος. Μα η πρώτη εικόνα των ονείρων του ήταν Αυτή!!!
Σάββατο βράδυ και όλη η παρέα, μαζεμένη στο ίδιο μέρος δίπλα από μια παλιά βαρκούλα. Η βραδιά ήταν πολύ ζεστή, το θερμόμετρο ξεπερνούσε σίγουρα σε βαθμούς κάθε άλλη, μέχρι τώρα, βραδιά! Η θάλασσα ήταν γαλήνια! Έμοιαζε με μια απέραντη κηλίδα λαδιού! Ο φλοίσβος, μάλλον κι αυτός ζεσταινόταν πάρα πολύ, τόσο, που βαριόταν ακόμα και τον πιο μικρό κόκκο άμμου να μετακινήσει!
Το βλέμμα του Πάνου, έψαχνε κάτι να βρει. Κάτι του έλειπε αυτό το βράδυ. Τα παιδιά τραγουδούσαν και εκείνος με το βλέμμα στη άκρη του δρόμου έδειχνε πως κάτι περίμενε. Κανείς δεν το κατάλαβε παρά μόνο ο αδερφικός του φίλος.
«Τι συμβαίνει Πάνο; Δεν περνάς καλά. Νοστάλγησες τους δικούς σου μου φαίνεται φίλε», του είπε σιγανά ο Πέτρος που καθόταν δίπλα του!
«Όχι, όχι με πιάνουν οι μελαγχολίες μου, αφού με ξέρεις τώρα».
«Εδώ ήρθαμε για να περάσουμε καλά το είπαμε. Τα αφήνουμε πίσω όλα, κατάλαβες; Έλα να τραγουδήσουμε».
«Αλήθεια…», βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει, «…η κοπέλα που τραγουδούσε χτες… Η Χαρά…»
«Ναι, ίσως έρθει αργότερα. Έλα τώρα». Ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του και από εκείνη τη στιγμή άλλαξε όλη η διάθεσή του.
Από μακριά, μια μικρή νεράιδα με το κατάλευκο αέρινο φόρεμα της φάνηκε να πλησιάζει την παρέα. Τα μακριά ξανθιά μαλλιά της τα είχε μαζεμένα σε έναν όμορφο κότσο και γινόταν ακόμα πιο λαμπερό το όμορφο πρόσωπό της καθώς πλησίαζε! Όταν έφτασε κοντά ένα μικρός πανζουρλισμός επικράτησε για λίγο με την παρουσία της. Εκείνη χαιρέτησε με χαμόγελο την παρέα.
«Άντε βρε Χαρά σε περιμέναμε», είπε ο Πέτρος δείχνοντας της έτσι, ότι η απουσία της έγινε αισθητή!
«Μα υποσχέθηκα πως δεν θα λείψω από το βραδινό μπανάκι», απάντησε σαν να ήθελε να απολογηθεί.
Ο Πάνος την κοιτούσε κλεφτά, δήθεν αδιάφορα! Αλλά μέσα του θαύμαζε αυτό το εξαίσιο πλάσμα!
«Γεια σου Χαρά», κατάφερε να πει μετά από αρκετή ώρα.
«Γεια σου Πάνο, τι κάνεις; Έχεις ξανακάνει βραδινό μπάνιο;» Τον κοίταξε προκλητικά. Εκείνος για μόνο μια στιγμή σάστισε με την ερώτηση και το ύφος της, αλλά κατάφερε να μη το δείξει στους άλλους.
«Όχι… Αλλά… θα κάνω απόψε», απάντησε κοιτώντας την κατευθείαν στα μάτια! Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στην παρέα!
«Πάμε παιδιά!», είπε και άρχισε να βγάζει το άσπρο της φουστάνι.
Τα υπόλοιπα παιδιά έβγαλαν τα ρούχα τους, έμειναν με τα μαγιό τους και ήταν έτοιμα για να βουτήξουν στο σκοτεινό μπλε της θάλασσας.
Ήταν κι άλλες όμορφες κοπέλες στην παρέα, με ωραίο σώμα και πρόσωπο, αλλά αυτή η κοπέλα είχε κάτι ξεχωριστό! Από την στιγμή που την είδε, ή μάλλον που την άκουσε, δεν υπήρχε πια καμιά άλλη για τον Πάνο.
Η υπέροχη φωνή της ήταν, τα γκρίζα μεγάλα μάτια της που τον κοιτούσαν και τρελαινόταν, το πανέμορφο πρόσωπό της, ή το καλλίγραμμο σώμα της; Τι από όλα ήταν; Όλα τα χαρίσματα που ήθελε σε μια γυναίκα, αυτή η κοπέλα τα είχε πάνω της. Κάτι όμως τον φόβιζε, σ’ αυτή την ομορφιά!
«Έλα Πάνο! Μη το σκέφτεσαι. Είναι υπέροχη η θάλασσα!», φώναξε ο Πέτρος.
Μια βουτιά και βρέθηκε με την υπόλοιπη παρέα. Θύμιζαν μικρά παιδιά ξένοιαστα, ανέμελα. Έπαιζαν με το νερό και γελούσαν, έκαναν αγώνες ποιος έχει ποιο γερά πνευμόνια, ποιος θα πάει πρώτος πιο βαθιά. Ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο μακροβούτι! Τρελόπαιδα ήταν! Μια τρελοπαρέα! Όπως είναι όλα τα παιδιά και όλες οι παρέες σ’ αυτή την ξένοιαστη ηλικία!
Μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο το διήγημα εδώ