«Μπράβο Πέτροοο» φώναξαν όλοι κάποια στιγμή που ο Πέτρος βρισκόταν πιο βαθιά απ’ όλους!
«Είμαι αστέρι, σας πέρασα όλους. Είδατε για να μη καπνίζω», είπε γελώντας. «Πάμε έξω τώρα, γιατί μπορεί να έχω γερά πνευμόνια, αλλά μπορώ να πω ότι κουράστηκα λιγάκι».
Το βλέμμα του Πάνου, δεν ξεκόλλαγε από πάνω της όση ώρα σκούπιζε με τη πετσέτα το βρεγμένο κορμί της. «Αφροδίτη!» σκεφτόταν. Κάθισε δίπλα του και ένιωσε την υγρασία των μαλλιών της να αγγίζουν το πρόσωπό του, ένιωσε το άγγιγμα της, την ανάσα της. Σε πολύ λίγο άκουσε πάλι την υπέροχη φωνή της να τον ταξιδεύει σε μέρη μακρινά με το τραγούδι της.
«Σ’ άρεσε;» τον ρώτησε όταν τέλειωσε και, κάρφωσε τα μεγάλα μάτια της στα δικά του.
«Έχεις φανταστική φωνή Χαρά, απίστευτη. Και το τραγούδι τέλειο!.
«Σ’ ευχαριστώ Πάνο. Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, μιλάει στη ψυχή, δεν συμφωνείς;»
«Πράγματι, έχει λόγια που αγγίζουν τη ψυχή Χαρά, μα και φωνή σου το ίδιο ακριβώς κάνει». Για μια ακόμα φορά το βλέμμα του χάθηκε μέσα στο δικό της.
«Κάποιο βράδυ, πριν φύγεις για Αθήνα, θα κάνουμε ένα περίπατο οι δυο μας στην παραλία Πάνο. Το θέλω πολύ. Μόνο μια χάρη ζητώ από σένα. Καλό είναι να μην το μάθουν τα παιδιά καταλαβαίνεις. Δεν μ’ αρέσουν τα σχόλια», του είπε ψιθυριστά.
«Δεν θα μάθει κανείς τίποτα Χαρά. Στο υπόσχομαι. Και εγώ το θέλω πολύ».
Όμορφες καλοκαιρινές βραδιές! Ρομαντικές στιγμές, κάτω από το ασημένιο φεγγάρι, δίπλα στην θάλασσα στην ζέστη αμμουδιά! Βραδιές που όμως, κυλάνε σαν νεράκι. Έτσι γίνεται πάντα. Οι ξένοιαστες ,ευτυχισμένες στιγμές κρατάνε τόσο λίγο!
Η πλατεία που γέμιζε τα βράδια από παιδιά και μεγάλους, οι ταβερνούλες στην παραλία που περίμεναν στη σειρά να προσφέρουν το ολόφρεσκο ψάρι τους, άρχισαν σιγά σιγά να ερημώνουν.
Τα παιδάκια δεν μπορούσαν να παίξουν πια στην μικρή παιδική χαρά που βρισκόταν στη παραλία. Τα μελτέμια με τους δυνατούς αέρηδες σήκωναν την άμμο και γέμιζαν τα ματάκια τους. Έτσι, οι γονείς τους, τα μάζευαν πλέον νωρίς! Η μέρα είχε μικρύνει πια! Είχαν χάσει και την ανεμελιά του καφέ, ενώ συγχρόνως τα παιδιά τους έπαιζαν στην παραλία, έτσι η απουσία τους ερήμωνε την, πριν λίγες μέρες, πολύβουη περιοχή!
Μόνο στο μόλο, που υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια και που έδεναν οι ψαράδες τα καΐκια τους, έβλεπες τα βράδια, κάποιες παρέες μαζεμένες να διασκεδάζουν προσπαθώντας να αντλήσουν όση περισσότερη χαρά μπορούσαν απ’ τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού!
Ήταν το προτελευταίο τους βράδυ στο Μαραθώνα! Η τελευταία Παρασκευή! Όχι βέβαια για όλους! Κάποιοι απ’ την παρέα θα έμεναν. Ο Πέτρος και ο Πάνος όμως έπρεπε να φύγουν! Είχαν τη δουλειά τους στο εργοστάσιο από Δευτέρα άρχιζε πάλι το «χαμαλίκι». Στο μυαλό τους έφερναν τις όμορφες στιγμές που είχαν ζήσει! Γελαστά, ξένοιαστα πρόσωπα, μαζεμένα στην αμμουδιά. Ο κύκλος, σχηματισμένος από τα παιδιά στην άμμο, η αναμμένη φωτιά στη μέση, η κιθάρα να παίζει διάφορες μελωδίες και ατέλειωτο τραγούδι με πολύ κέφι. Δεν ζητούσαν πολλά. Περνούσαν όμορφα δημιουργώντας μικρές χαρούμενες δικές τους στιγμές. Έτσι είχαν μάθει εκείνα τα παιδιά, απλά και ταπεινά. Δεν χωρούσαν ξένοι στην παρέα. Κάποιοι άλλοι διασκέδαζαν διαφορετικά και προσπάθησαν πολλές φορές να τους πλησιάσουν αλλά εκείνοι δεν τους δέχτηκαν. Ήξεραν πως δεν τους πλησίαζαν για καλό. Μπορεί να ήταν απλά και ταπεινά παιδιά αλλά ήταν έξυπνα και απέφευγαν τις κακοτοπιές!
Προτελευταίο βράδυ λοιπόν! Διακοπές τέλος! Όμως ο Πάνος δεν είχε καμιά διάθεση για την παρέα!
«Μα δεν μου πάει καρδιά να σε αφήσω μόνο στο σπίτι», είπε ο Πέτρος, κοιτάζοντας τον φίλο του που ήταν ξαπλωμένος στο καναπέ. «Λείπουν και οι δικοί μου, τι θα κάνεις ολομόναχος;»
«Έλα βρε Πέτρο, είσαι σοβαρός τώρα; Τι θα πάθω; Θα δω τηλεόραση και μετά θα κοιμηθώ. Λίγο πονοκέφαλο έχω δεν πεθαίνω κιόλας, θα περάσει. Εσύ θα πας με τα παιδιά να δεις το έργο, το είπαμε. Θα μείνεις να με νταντεύεις;».
«Καλά! Κοίταξε αύριο να είσαι εντάξει, είναι η τελευταία μας μέρα. Θα το κάψουμε! Α.. Ξέχασα… Ούτε η Χαρά θα έρθει σινεμά, πάει σε μια ξαδέρφη της που έχει γενέθλια».
Ο Πάνος ταράχτηκε δίχως να μπορέσει να μιλήσει. Πήρε το τηλεκοντρόλ στα χέρια του και άνοιξε την τηλεόραση.
Με την δικαιολογία ότι είχε πολύ πονοκέφαλο απέφυγε να πάει σινεμά με τα παιδιά, γιατί ήδη είχε κλείσει το ραντεβού του για τον περίπατο στην παραλία με τη Χαρά. Όταν του το ψιθύρισε στο αυτί το προηγούμενο βράδυ μόνο που δεν πέταξε από τη χαρά του αλλά προσπάθησε να μη το δείξει. Σκεφτόταν τι δικαιολογία να βρει, για να μη πάει με τους άλλους. Η χαρά ήδη την είχε βρει: «Έλα βρε αγόρι μου, εγώ θα πω ότι θα πάω στην ξαδέρφη μου και εσύ, θα βρεις πρόφαση πως έχεις πονοκέφαλο. Απλά πράγματα» του είχε πει.
Μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο το διήγημα εδώ