Είναι αυτή η στιγμή που ξεθάβεις ένα παλιό δίσκο, που είναι κάπου καταχωνιασμένος στο δωμάτιο σου, τον βάζεις να παίξει και την στιγμή που πατάς το play, θυμάσαι γιατί τον είχες λατρέψει την πρώτη φορά. Οι νότες ξεχύνονται και τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο και εσύ ερωτεύεσαι τον δίσκο από την αρχή. Αυτό τουλάχιστον έπαθα εγώ, όταν πρόσφατα έβαλα να ξανά ακούσω στην πληρότητα του, το Watershed των Opeth.
Δίσκος παράξενος, όπως και οι περισσότερες δουλειές των Σουηδών ιδιοφυών. Απαρτίζεται από επτά μόνο κομμάτια και οι περισσότεροι τώρα θα αναρωτιέστε πως γίνεται να βγαίνει LP με μόνο επτά τραγούδια. Γίνεται όταν ο μέσος όρος διάρκειας, είναι τα οχτώ λεπτά. Ταράχτηκες; Με το δίκιο σου. Δεν θα κρύψω, πως το να ακούσεις Opeth, πόσο μάλλον να γίνεις πιστός θαυμαστής τους, θέλει μια διαδικασία. Μια μύηση. Πρέπει να εξοικειωθείς σιγά, σιγά με το ύφος, τις διάρκειες, τους στίχους και φωνητικά.
Ο περισσότερος αμύητος κόσμος που έχει εκτεθεί στην μουσική των Opeth, είχε θέμα είτε με τα death growls, είτε με την μεγάλη διάρκεια. Θέματα που είναι κατανοητό να έχεις στην αρχή, και εγώ τα είχα, όμως αν δώσεις μια ευκαιρία και αφήσεις τον εαυτό σου να βουλιάξει μέσα στον μαγικό κόσμο, που ξεδιπλώνετε μπροστά σου, θα τα συνηθίσεις πολύ γρήγορα και ίσως τα λατρέψεις.
Ο δίσκος ξεκινάει με ένα πολύ βατό κομμάτι. Coil ο τίτλος του και είναι μόλις 3,5 λεπτά, έχει καθαρά φωνητικά και ακουστικές κιθάρες. Το ακούς και λες «αα καλέ έτσι είναι οι Opeth; Τους λατρεύω!». Το light αυτό διαμαντάκι όμως, διαδέχεται ένα κομμάτι επίθεση. Ένα κομμάτι που σε πιάνει Of guard. Έτσι ήρεμος που είσαι και ακούς τις ακουστικές κιθάρες, θα έρθουν σαν βροντές να πέσουν πάνω σου οι βαριές και ασήκωτες κιθάρες του Heir Apparent. Το κομμάτι είναι το πιο βαρύ του δίσκου, καθώς διαθέτει μόνο death growls στα φωνητικά και οι κιθάρες είναι πιο βαριές και από τσιμέντο.
Διαβολεμένα riffs σκίζουν στα δυο τα ηχεία σου, καθώς ο Mikael Åkerfeldt ουρλιάζει και βγάζει τα εσώψυχα του. Θα σε πιάσει για δεύτερη φορά εξ απήνης, όταν από τα ντραμς που χτυπάνε αλύπητα και τις λυσσασμένες κιθάρες, πέσει σε σχεδόν νανουριστικές μελωδίες. Με μια ξαφνική αλλαγή, βρίσκεσαι να ακούς απαλό πιάνο και αρμόνιο και αναρωτιέσαι μήπως άλλαξε το κομμάτι. Όχι φίλε μου, το κομμάτι είναι ακόμα το ίδιο. Αν θες να ακούσεις δίσκο των Opeth, τότε καλύτερα να το συνηθίσεις. Αγαπούν ιδιαίτερα τέτοιες απότομες αλλαγές και από την απόλυτη ησυχία να βρυχώνται δυνατά, αλλά και το αντίθετο.
Στην συνέχεια περνάμε στο καλύτερο κομμάτι του δίσκου, αλλά και κατά την ταπεινή μου γνώμη, σε ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ. The Lotus Eater ο τίτλος του και είναι πραγματικό αριστούργημα. Είναι ένα τραγούδι ταξίδι. Φωνητικά βρώμικα, εναλλάσσονται με καθαρά και οι κιθάρες που δίνουν πόνο, κάνουν εναλλαγή με τα απαλά αρμόνια και τις ambient πινελιές. Είναι σαν ένα καρδιογράφημα. Ένα συνεχές μουσικό ανεβοκατέβασμα, που σε κάθε αλλαγή, σου παίρνει την ανάσα και εσύ απλά παρασύρεσαι στην δίνη του.
Ξεκινάει με τον τραγουδιστή να, κυριολεκτικά, σιγομουρμουρίζει έναν ρυθμό και πολύ σύντομα οι κιθάρες παίρνουν φωτιά. Από το καθηλωτικό solo που οδηγεί σε έναν progressive οργασμό, μέχρι το εκρηκτικό φινάλε που θα κάνει τις τρίχες σου να σηκωθούν, το The Lotus Eater είναι ότι καλύτερο έχει γράψει ποτέ ο Åkerfeldt.
Στην συνέχεια έχουμε το Burden, που είναι κλασικό καλό ροκ. Καθαρά φωνητικά με πολύ γρέζι για να φανεί ο πόνος και ο οδυρμός, συνοδεύονται από εκρηκτικά σολάκια και catchy riffs. «There is an ocean of sorrow in you» λέει με σπασμένη καρδιά ο αοιδός, λίγο μετά την εισαγωγή με το πιάνο και αμέσως την θέση παίρνει ένα solo Κιθάρας που θα σου θυμίσει εποχές παλιού ροκ. Τραγούδι προσωπικής αναζήτησης και ταξιδιού, που όμως δεν του λείπει και ο πόνος του έρωτα.
Λίγο πριν το τέλος έχουμε το Porcelain Heart, που έχει μόνο καθαρά φωνητικά, αλλά βαριές κιθάρες που εναλλάσσονται με ακουστικές και τον τραγουδιστή να περιγράφει έναν πονεμένο χωρισμό. Ένα τραγούδι μοναξιάς, για κάποιον που άφησε φίλους και σύντροφο, για να φύγει μακριά.
Και για το τέλος έχουμε το εξαιρετικό, Hex Omega. Τίτλος που ακόμη και σήμερα, εννιά σχεδόν χρόνια μετά, δεν έχω καταλάβει τι σημαίνει. Δεν έχει όμως σημασία αυτό. Σημασία έχει πως είναι ένα εκρηκτικό φινάλε. Στίχοι ελάχιστοι και η σημασία δίνεται στην μουσική. Το μοτίβο που είχε όλος ο δίσκος, δηλαδή το εναλλάσσω βαριές κιθάρες με απαλές μελωδίες, εκφράζεται στο απόλυτο εδώ, καθώς όλο το κομμάτι πηγαίνει έτσι. Βαριά riffs και σολάκια που τσιρίζουν, δίνουν την θέση τους σε ambient κατάθλιψη και απαλές ακουστικές κιθάρες και τούμπλαλιν.
Και σας εγγυώμαι, πως το ριφάκι στο τέλος του κομματιού, είναι τόσο catchy που θα το σιγομουρμουρίζεις για καιρό. Εν κατακλείδι, ο δίσκος είναι παράξενος, ιδιαίτερος και σίγουρα όχι για όλους. Όμως αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που τον κάνουν μοναδικό και διαχρονικό.
Favorite tracks
Heir Apparent
Hex Omega
Least Favorite track
Hessian Peel