Μόλις άνοιξε τα μάτια της, ένιωσε μια ευχάριστη μυρωδιά να πλανιέται μέσα στο σαλόνι όπου κοιμόταν. Χασμουρήθηκε και τέντωσε το κορμί της για να ξεπιαστεί, αφού κάθε φορά που κοιμόταν στον καναπέ, ένιωθε το σώμα της βαρύ και ο πόνος στη μέση τη δυσκόλευε. Κοίταξε γύρω της και είδε δίπλα στο τραπεζάκι ένα βάζο με λίγα λουλούδια.
Μετά από ακόμα ένα χασμουρητό έτριψε τα μάτια της θεωρώντας πως πάλι έβλεπε ένα όνειρο. Σηκώθηκε και έπιασε το βάζο. Τα λουλούδια ήταν φρέσκα, μοσχοβολούσαν και δε χόρταινε η Λένα να τα μυρίζει. Για πρώτη φορά, μετά από αρκετά χρόνια δεν άκουσε φωνές και φασαρία στην κουζίνα, αλλά αντίθετα από εκεί έβγαινε μια μυρωδιά ζεστού ελληνικού καφέ.
«Μπα, όνειρο θα βλέπω» σκέφτηκε καθώς έψαχνε τις παντόφλες της.
Στην κουζίνα την περίμενε άλλη μια ευχάριστη έκπληξη. Ο αδερφός καθόταν με τη μητέρα τους και πίνοντας τον καφέ τους συζητούσαν ήρεμα και, κυρίως, με το χαμόγελο στα χείλη.
«Τι έγινε; Τι έχω χάσει;» ρώτησε η Λένα και κάθισε δίπλα στον αδερφό της.
Ο Γιώργος αφού της έδωσε ένα φιλί και μια αγκαλιά, είπε πως χθες μετά το ραντεβού με τον γιατρό και την κουβέντα που έκαναν τον έκανε να δει κάποια πράγματα από άλλη οπτική γωνία και να προσπαθήσει να αλλάξει. «Χαίρομαι για σένα αδερφούλη!» αναφώνησε η Λένα χαρούμενη την ώρα που η μητέρα της της έφτιαχνε τον καφέ της.
«Καλά, έχω ακόμα πολλή δουλειά όπως λέει ο γιατρός, αλλά αν συνεχίσω να πηγαίνω θα καταφέρω να βρω τον εαυτό μου. Έτσι μου είπε καθώς έφευγα από εκεί χθες το βράδυ. Μου έδωσε και κάποια χάπια που πρέπει να παίρνω τακτικά, ενώ πρέπει να πηγαίνω και από εκεί κάθε βδομάδα, αλλά νιώθω να βλέπω το φως στην άκρη του τούνελ. “Η ζωή”, μου είπε, “δεν είναι μόνο μαύρη ή άσπρη, υπάρχουν και άλλα χρώματα και πολλές αποχρώσεις”» είπε ο Γιώργος και το πρόσωπό του ήταν πάλι ήρεμο και γλυκό όπως ήταν παλιά:
Εκείνο το όμορφο και γλυκό παιδί που γύρευε την αγκαλιά της αδερφής του και της μάνας του.
Τα ευχάριστα νέα δε σταματούσαν όμως εκεί για την Λένα. Ο άλλος της αδερφός τα πήγαινε μια χαρά στο κέντρο απεξάρτησης. Χθες μίλησε η μητέρα της με την υπεύθυνη και της είπε πως μέσα σε λίγες μέρες η πρόοδος του ήταν θεαματική.
«Μακάρι η ψυχούλα μου να ξεφύγει και να γυρίσει πίσω κοντά μας και να σας έχω εδώ μαζί μου όλα σας» είπε με δάκρυα στα μάτια η Μαρία και τα παιδιά σηκώθηκαν από τις καρέκλες και της έδωσαν μια μεγάλη αγκαλιά. Μια αγκαλιά που θα ολοκληρώνονταν μόλις και το άλλο της παιδί θα γλίτωνε από τα ναρκωτικά και θα ήταν πλέον καθαρός.
«Πότε μπορούμε να τον δούμε;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Ακόμα είναι νωρίς γιε μου, σύμφωνα με την υπεύθυνη. Θα πρέπει να περάσει λίγο καιρός ακόμα και μετά. Στο πρώτο όμως επισκεπτήριο σας θέλω όλους. Να πάμε και οι τρεις και να του δώσουμε κουράγιο να συνεχίσει. Σας θέλω δίπλα μου» είπε η Μαρία, κλαίγοντας: από χαρά αυτή τη φορά.
Η Μαρία βλέποντας την ευτυχία στα πρόσωπα των παιδιών της δεν τους ανέφερε τίποτα για τον πατέρα τους. Δεν ήθελε να χαλάσει την όμορφη εικόνα που έβλεπε μπροστά της μετά από πολύ καιρό. Μετά τις εξετάσεις που έκανε ο Γιάννος στο νοσοκομείο οι γιατροί της πρότειναν να τον μεταφέρουν στο Δαφνί, στο ψυχιατρικό νοσοκομείο των Αθηνών, αφού η κατάστασή του δεν τους επέτρεπε να κάνουν κάτι παραπάνω.
Τις επόμενες μέρες ο άλλοτε δυνατός Γιάννος, θα μεταφερόταν στην ψυχιατρική κλινική και θα έμενε εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του παίρνοντας χάπια και ακολουθώντας τις οδηγίες των γιατρών.
Όταν τα παιδιά της βγήκαν για μια βόλτα στην πλατεία, η Μαρία άναψε το καντήλι στο εικονοστάσι και προσευχήθηκε στην Παναγία που τη βοήθησε και τη λύτρωσε από τα προβλήματά της. Για την ακρίβεια, όλα τα προβλήματα ξεκίνησαν από τη μέρα που οι γονείς της την ανάγκασαν να παντρευτεί στα 21 της χρόνια τον Γιάννο, τον όμορφο εκείνο νέο από το διπλανό χωριό, που οι γονείς του είχαν πολλά στρέμματα με ελιές και καλαμπόκι.
Η Μαρία, δειλή και φοβισμένη, δεν έφερε καμία αντίρρηση και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μια μέρα φορώντας το λευκό νυφικό της στα σκαλιά της εκκλησίας δίπλα στον νεαρό, γεροδεμένο άντρα με το παχύ μουστάκι. Προσπάθησε να τον αγαπήσει και να κάνει την καρδιά της να τον δει διαφορετικά, αλλά όσο και αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε ποτέ.
Από τις πρώτες μέρες του γάμου, ο Γιάννος μετά τη δουλειά στα χωράφια αντί να γυρίσει σπίτι πήγαινε στα μπαρ της περιοχής και έπινε παρέα με τους φίλους του. Η Μαρία τα έβλεπε, αλλά δε μιλούσε, έκανε υπομονή όπως της έλεγε η μάνα της. «Άντρας είναι μωρέ, αν δε βγει τώρα πότε θα βγει κόρη μου; Εσύ κοίτα το σπιτικό σου να έχεις καθαρό και το φαγητό να είναι στη φωτιά», έλεγε η μάνα της και η Μαρία έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε.
Τα βράδια που επέστρεφε στο σπίτι ο Γιάννος, τσιμπούσε λίγο από το φαγητό και στην συνέχεια μέσα στο μεθύσι του, την πήγαινε στο κρεβάτι και της ξέσκιζε το κορμί. Όχι, δεν ήταν έρωτας αυτό, δεν ήταν αγάπη, ποτέ η Μαρία δεν ένιωσε τι πάει να πει αγάπη και έρωτας. Ο Γιάννος τη χτυπούσε και την έβριζε και η Μαρία άβγαλτη και μη γνωρίζοντας τον έρωτα, νόμιζε πως όλες οι γυναίκες τα ίδια περνούσαν, πως ο έρωτας και ο γάμος ήταν μια πράξη βίαιη.
«Σιγά καημένη και να φας καμιά ανάστροφη δεν έγινε και τίποτα», της έλεγε η μάνα της όταν της μιλούσε καμιά φορά και η Μαρία στην συνέχεια σώπαινε ξανά και γύριζε στο σπίτι της και στις δουλειές της. Ένα κουτάβι ήταν η Μαρία που έπεσε στα δόντια του λύκου και προσπαθούσε να επιβιώσει. Σιωπή, ξύλο και δουλειά, αυτή ήταν η ζωή της.
Τη μέρα που έμαθε πως θα ερχόταν στον κόσμο το πρώτο της παιδί η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη, που άρχισε να φωνάζει και να χοροπηδάει μέσα στο σπίτι σαν μικρό παιδί. Επιτέλους θα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδί και η ζωή της θα έφτιαχνε, θα είχε νόημα, έναν σκοπό ίσως, σκέφτηκε, και ο Γιάννος να άλλαζε και τα πράγματα να γίνονταν καλύτερα. Τα όνειρά της όμως ήταν χτισμένα με άμμο στη θάλασσα και γκρεμίστηκαν την ίδια μέρα. Ο Γιάννος γύρισε το βράδυ τύφλα στο μεθύσι και μόλις άκουσε πως η Μαρία περίμενε παιδί, έγινε έξαλλος.
Άρχισε να τη βρίζει, να τη χτυπά και να την κλωτσά σε όλο της το κορμί. Η Μαρία βρέθηκε στο πάτωμα να αιμορραγεί και να κλαίει κρατώντας την κοιλιά της. Όταν οι γείτονες άκουσαν τις φωνές και τα κλάμματά της, κάλεσαν την αστυνομία, ήταν όμως ήδη αργά. Από τους πόνους η Μαρία δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της και οι αστυνόμοι κάλεσαν ασθενοφόρο. Ο Γιάννος που μετά το ξύλο που της έδωσε πήγε και κοιμήθηκε, μόλις είδε τους αστυνόμους πάνω από το κεφάλι του έκανε πως δεν ήξερε τίποτα. Εκείνος πέρασε το βράδυ στο αστυνομικό τμήμα και η Μαρία στο νοσοκομείο να προσπαθεί να ξεχάσει το παιδί που έχασε και δεν πρόλαβε καν να το κρατήσει στην αγκαλιά της.
Το μικρό φασολάκι που δεν μπόρεσε ποτέ να μεγαλώσει μέσα της, αφού ο Γιάννος φρόντισε να το ξεριζώσει βίαια από μέσα της.
Η Μαρία φοβισμένη από τους γονείς της, αλλά και από την κλειστή κοινωνία της Σπάρτης, δεν έκανε μήνυση στον Γιάννο και λίγες μέρες μετά επέστρεψε στο σπίτι της. Τα στόματα όμως στην γειτονιά μιλούσαν και ο Γιάννος αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα χωράφια και να έρθουν να εγκατασταθούν στην Αθήνα όπου θα ξεκινούσαν πάλι, με μια νέα αρχή, όπως έλεγε στην Μαρία.
Εκείνη τον πίστεψε, είχε ανάγκη να πιστέψει στα λόγια του και μέσα στη βαλίτσα με τα ρούχα της στρίμωξε και τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα, την πόλη των ευκαιριών, όπως την αποκαλούσαν όλοι τότε στο μικρό χωριό της. Σύντομα όμως έμαθε πως τα όνειρα που έκανε θα έμεναν για πάντα καλά κρυμμένα στην βαλίτσα της και πως η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνη.
Ο Γιάννος βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο πλαστικών στο Αιγάλεω και επειδή τα έξοδα δεν έφταναν η Μαρία δούλευε σαν μοδίστρα σε μια βιοτεχνία ρούχων στο Περιστέρι. Τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ στην Αθήνα. Ο Γιάννος δεν μπορούσε να κόψει το ποτό και σχεδόν κάθε μέρα χτυπούσε την Μαρία, η οποία έπρεπε να κρύβει τις μελανιές από το σώμα και το πρόσωπο, πότε με γυαλιά ηλίου και πότε με μακριά ρούχα που σκέπαζαν όλο της το κορμί.
Ένα χρόνο μετά ήρθε στην ζωή η Λένα και η Μαρία νόμιζε πως θα άλλαζε ο Γιάννος και η ζωή της θα ήταν καλύτερη. Πάλι έκανε όμως λάθος και πίστεψε σε όνειρα που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Για ένα μικρό διάστημα όντως ο Γιάννος προσπάθησε να κόψει το ποτό, αλλά δεν τα κατάφερε. Η Μαρία άφησε τη δουλειά και όλη μέρα ήταν με την κόρη της, αφού ο Γιάννος δεν άντεχε το κλάμα της μικρής και τον έπιανε όπως έλεγε πονοκέφαλος, κάθε φορά που το μικρό τέρας άνοιγε το στόμα του.
Ένα βράδυ ο Γιάννος γύρισε τύφλα από το μεθύσι και μέσα στην ζάλη του έλεγε πως τον απέλυσαν και πως για όλα έφταιγαν η μάνα και η κόρη που την γκρίνια και το κλάμα τον άφηναν άυπνο.
Όταν ο Γιάννος άρχισε να σπάει τα πράγματα στο σπίτι και να βρίζει, η Λένα άρχισε να κλαίει.
Η Μαρία φοβήθηκε μην κάνει κανένα κακό στο παιδί και μπήκε στην μέση. Την χτύπησε άγρια και στην συνέχεια την έριξε στο κρεβάτι και έβγαλε πάνω της όλο του τον θυμό. Το πρωί η Μαρία ένιωθε νεκρή. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κάθε κίνηση, έστω και η πιο μικρή, της δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Έμεινε στο κρεβάτι να κοιτάζει το ταβάνι και τα δάκρυα να κυλούν από το ματωμένο της πρόσωπο. Άκουγε την 4χρονη Λένα που έκλαιγε από το διπλανό δωμάτιο, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί, το σώμα της είχε παραλύσει και η ψυχή είχε διαλυθεί σε χίλια κομμάτια.
Τα επόμενα χρόνια κύλησαν με τον ίδιο ρυθμό. Η Μαρία δεν καταλάβαινε πως έμενε έγκυος κάθε φορά και δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει έκτρωση, αν και ο Γιάννος της το ζήτησε επίμονα στο τρίτο τους παιδί.
Για πρώτη φορά η Μαρία σήκωσε την φωνή της και του είπε πως είναι αμαρτία να κάνει φόνο. Προτιμούσε να τη σκοτώσει, παρά να σκοτώσει η ίδια το παιδί της που κυοφορούσε. Έτσι αν και τα οικονομικά τους ήταν σε άσχημη κατάσταση, η τρίτη εγκυμοσύνη έφερε ακόμα περισσότερα έξοδα στην οικογένεια.
Ο Γιάννος δούλευε από εδώ και από εκεί όπου έβρισκε ώσπου μια μέρα ένας φίλος του από την οικοδομή που δούλευαν μαζί, του πρότεινε να αγοράσουν ένα ταξί και να το δουλεύουν μαζί σε βάρδιες. Όλες οι οικονομίες δόθηκαν στην αγορά του ταξί και στην αρχή τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Η Μαρία όταν τα παιδιά ήταν στο σχολείο πήγαινε και καθάριζε σπίτια για να μπορέσει να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε στα τρία της αγγελούδια που τις έδιναν μόνο χαρά.
Και τα χρόνια περνούσαν με τον Γιάννο να μεθάει και γυρίζοντας σπίτι να βρίζει, να φωνάζει και να χτυπάει τα παιδιά και την γυναίκα του. Η Μαρία κάθε φορά έκανε την προσευχή της στο μικρό εικονοστάσι και περίμενε να γίνει ένα θαύμα και τα πράγματα να αλλάξουν, αλλά το θαύμα που περίμενε δεν ερχόταν και έβλεπε την οικογένειά της να διαλύεται σιγά-σιγά όσο εκείνη έμενε θεατής, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει τη μοίρα της που από την αρχή της φέρθηκε τόσο άσχημα.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της καθώς θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της μάνας της στο νοσοκομείο, που της ζητούσε συγγνώμη που δεν μπόρεσε να την προστατέψει, που νόμιζε πως ο γάμος αυτός θα ήταν το τυχερό της, το λαχείο της για μια ζωή στον Παράδεισο και τελικά, η ίδια της η μάνα την οδήγησε στην Κόλαση.
Εκεί, στο κρεβάτι του νοσοκομείου με την ψυχή της να φεύγει και την ανάσα της να χάνεται, της έσφιγγε το χέρι και της είπε πως όπου και αν ήταν θα της έδινε φως στη ζωή της, αλλά ούτε και αυτή την υπόσχεση κατάφερε να κρατήσει η μάνα της, καθώς στην Κόλαση δεν έφτανε το φως που της έταξε.
«Το φως σου δε με βρίσκει μάνα μου», είπε και έπιασε την σκούπα να διώξει την σκόνη και τις σκέψεις μακριά της.
***