Ο φιλελευθερισμός ως ιδέα:
Ο φιλελευθερισμός ξεκίνησε ως μια πολιτική φιλοσοφική θεωρία ήδη από τις απαρχές του 18ου αιώνα. Η ελευθερία του ατόμου και της ιδιοκτησίας του, βρέθηκαν στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Βασικές αρχές όπως η διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών με την είσοδο των μαζών στη ενεργή πολιτική δράση ως απόρροια απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων, η ελευθερία του τύπου, η θρησκευτική ελευθερία καθώς και η ανεξαρτητοποίηση του εμπορίου έφεραν την επανάσταση στο τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε ο κόσμος.
Κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, ο φιλελευθερισμός άρχιζε να ανθίζει αποκτώντας όλο και περισσότερη ανταπόκριση και αποδοχή στους κύκλους των φιλοσόφων και των οικονομολόγων του δυτικού κόσμου και απορρίπτοντας καθιερωμένες έννοιες της εποχής, όπως τα κληρονομικά προνόμια που πήγαζαν από τίτλους ευγενείας, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία καθώς και την ελέω Θεού βασιλεία. Ο Τζον Λοκ φιλόσοφος του 17ου αιώνα, ως βασικός υποστηρικτής άρχισε να πιστώνει την ίδρυση του φιλελευθερισμού ως μια ξεχωριστή φιλοσοφική παράδοση. Ο Λοκ διατύπωσε πως κάθε άνθρωπος έχει το φυσικό δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία. Σύμφωνα με το κοινωνικό συμβόλαιο, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να καταπατούν τα βασικά αυτά δικαιώματα.
Επιπλέον ο Λοκ διαχώρισε τον ορισμό ανάμεσα στη σχέση της Εκκλησίας με το κράτος. Έχοντας ως θεμελιώδη αρχή το κοινωνικό συμβόλαιο, υποστήριξε ότι υπάρχει ένα φυσικό δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης, η οποία θα πρέπει να προστατεύεται από την οποιαδήποτε κρατική αρχή. Επιπροσθέτως, υποστήριξε μια γενική υπερασπιστική θέση για τη θρησκευτική ανοχή στις «Επιστολές σχετικά με την ανοχή». Οι φιλελεύθερες ιδέες του Λοκ αποτελούσαν απόρροια των θεωρητικών στοχασμών του Τζον Μίλτον, ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας σε όλες τις μορφές της. Ο Μίλτον τόνισε την καθαίρεση των προνομίων της Εκκλησίας ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο για την επίτευξη ευρείας ανοχής. Στο έργο του «Areopagitica», παρέχει τα πρώτα επιχειρήματα για τη σημασία και την αναγκαιότητα της ελευθερίας του λόγου:
«Η ελευθερία του να γνωρίζεις, να εκφράζεις άποψη και να επιχειρηματολογείς ελεύθερα και με συνείδηση, είναι η σημαντικότερη από όλες τις ελευθερίες.»
Advertising
Η μετάβαση:
Η πολιτική αυτή θεωρία, με το πέρασμα των χρόνων και των αιώνων μετατράπηκε σε οικονομική πρακτική αντιμετώπισης κρίσεων της αγοράς. Κύριος εκπρόσωπος προσαρμογής του φιλελευθερισμού στην οικονομική δραστηριότητα ο Σκωτσέζος οικονομολόγος Adam Smith.
Ο Adam Smith υποστήριξε ότι ο περιορισμός της κρατικής παρεμβατικής εξουσίας πρέπει να αντικατασταθεί από κανόνες ελεύθερης αγοράς. Αν θέλουμε να επιτύχουμε μεγαλύτερα ποσοστά κοινωνικής ωφέλειας. Και αυτό διότι, ο κρατικός τομέας είναι ιδιαίτερα δαπανηρός. Η διεξαγωγή δημοσίων έργων ναι μεν ανοίγει νέες θέσεις εργασίας και απασχόλησης αλλά μακροπρόθεσμα τα αποτελέσματα δεν θα αποβούν και τόσο θετικά λόγω της υπερχρέωσης του κρατικού προϋπολογισμού μέσω των δανείων και των πιστώσεων που λαμβάνει για να αναπτύξει, προωθώντας το δημόσιο τομέα. Ως φυσικό επακόλουθο της «εξόφλησης» των δανειακών υπολοίπων και της αντιμετώπισης του κρατικού ελλείμματος, ακολουθεί η υπέρ-φορολόγηση των πολιτών, η αύξηση της ανεργίας, η μείωση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων. Με άλλα λόγια η πορεία της οικονομίας περνά σε μια νέα «εποχή» παρακμής.
Η θεωρία του Keynes:
Ο Άγγλος οικονομολόγος John Maynard Keynes μίλησε για τη διεύρυνση της λειτουργίας του κράτους, με στόχο τη σταθεροποίηση του οικονομικού συστήματος. Σε περιόδους ύφεσης δηλαδή θα πρέπει να αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες ενώ σε περιόδους πληθωρισμού να μειώνονται. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ρόλος του κράτους μεταλλάχθηκε σε φορέα επιτάχυνσης της οικονομικής μεγέθυνσης. Εξαιτίας της αστικοποιημένης εκβιομηχάνισης προέκυψε η αναγκαιότητα εκτέλεσης έργων υποδομής στην παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης, στην παραγωγή δημοσίων αγαθών και στις ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους. Τη δεκαετία του ‘80 όμως ξεκινά και πάλι ο περιορισμός του κράτους για την αντιμετώπιση «κυβερνητικών αποτυχιών». Εξαιτίας δηλαδή των προβλημάτων που δημιούργησε η διόγκωση του δημόσιου τομέα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι νέο-Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι αναθεώρησαν την κλασσική Κεϋνσιανή θεωρία, υποστηρίζοντας κάποιας μορφής ρύθμιση στην οικονομία, όχι όμως με την ασφυκτική οπτική γωνία του παλαιού Κεϋνσιανισμού. Βασικό όμως παραμένει το ερώτημα αν αυτή η επαναρρύθμιση της οικονομίας θα πρέπει να πάρει τη μορφή της κυβερνητικής ρύθμισης ή της αυτορύθμισης. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα αν το κράτος από παρεμβατικό θα πρέπει να γίνει ρυθμιστικό ή ουδέτερο.
Ο φιλελευθερισμός δεν έφτασε ακόμα:
Υπάρχει φυσικά μια ιστορία. Μια ιστορία που εξηγεί την ανάγκη της συνεχούς αλλαγής. Και το πέρασμα από τη φεουδαρχική κοινωνία, στην καπιταλιστική και μετέπειτα στην φιλελεύθερη. Ο φιλελευθερισμός ή εναλλακτικά με τον πιο σύγχρονο ορισμό του, ο νέο-φιλελευθερισμός προέκυψε σταδιακά μέσω της κρίσης του καπιταλισμού. Από το φεουδαρχικό καθεστώς και τον ακραίο συντηρητισμό, δημιουργείται ένα μεγάλο κενό εκπροσώπησης στην κοινωνία. Ένα κενό που δεν μπορούν να καλύψουν τα δύο υπάρχοντα κόμματα, Φιλελεύθεροι και Συντηρητικοί.
Πλέον οι εργάτες γης μεταβιβάστηκαν σε εργοστασιακούς και βιομηχανικούς. Η βιομηχανική παραγωγή και ανάπτυξη διαδίδεται με ταχύτατους ρυθμούς. Και τώρα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οι εργάτες ενώνονται. Δημιουργούν οργανώσεις προκειμένου να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους, που καταπατούνται από τους ιδιώτες, οι οποίοι αποτελούν την ολιγάριθμη «ελίτ». Σύντομα οι οργανώσεις αυτές μετατρέπονται σε εργατικά συνδικάτα. Και τα συνδικάτα σε κόμμα. Εφόσον υπάρχει κοινός στόχος και κοινή ιδεολογία μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών για μια καλύτερη ζωή. Η δημιουργία κόμματος αποτελεί πια μονόδρομο προς την αλλαγή.
Η σοσιαλιστική οικογένεια μεγαλώνει, έχοντας σημαντικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Το Labour party στο Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθεί πιο μετριοπαθείς πολιτικές. Επηρεασμένο από τις απόψεις του Bernstein, ο οποίος υποστήριξε ότι: «Η αλλαγή του άδικα διαμορφωμένου καπιταλιστικού συστήματος δεν θα επέλθει με την ρήξη ή την επανάσταση. Όπως κατηγορηματικά διατύπωνε ο Μarx. Αλλά με την συνεργασία και την εύρεση μια ειρηνικής λύσης-συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών δρώντων». Ενώ αντίθετα, το Γερμανικό κόμμα SPD παρέμενε πιο πιστό στις απόψεις του Μarx περί κοινωνικής επανάστασης και ρήξης.
Τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα όμως μεταβάλλονται ξανά με τον πιο «βίαιο» τρόπο. Από το 1914 έως και το 1945 η ιστορία περνά στην πιο σκοτεινή της φάση. Ξεκινώντας με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και την αντιμετώπιση των τεράστιων απωλειών που προκάλεσε. Με τον πολιτικό κόσμο να διχάζεται και τις σοσιαλιστικές κομματικές οικογένειες να διασπώνται, καθώς τα μέλη των ηγετικών ομάδων τάσσονταν κατά του πολέμου ενώ τα μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων υπέρ.
Επιπλέον χτυπήματα:
Το 1919 ξεσπά εμφύλιος πόλεμος στην Γερμανία, με μια οικονομία που ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, ενώ ταυτόχρονα όλο και περισσότερα εθνικιστικά κινήματα άρχιζαν να ακμάζουν. Μέσα σε αυτά και το ναζιστικό κόμμα. Καθώς το πιο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, που προσέφερε δηλαδή θέσεις εργασίας ήταν η πολεμική βιομηχανία. Η μεγάλη κορύφωση όμως έφτασε με την κρίση του 1929 στις Η.Π.Α. και το κραχ των χρηματιστηρίων. Η «αναμενόμενη» έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ολοκλήρωσε την ισχύουσα «ηθική» παρακμή με τον πιο αιματηρό τρόπο.
Ο φιλελευθερισμός σώζει τον καπιταλισμό:
Μετά και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γίνεται μια προσπάθεια ανάκτησης και σταθεροποίησης της οικονομίας. Κυρίως μέσω του κράτους. Η κρατική παρεμβατικότητα αυξάνεται ενώ φαίνεται ότι το όνειρο της σοσιαλδημοκρατίας αποκτά για πρώτη φορά μετά από αγώνες σάρκα και οστά. Δημιουργούνται κοινωνικά κράτη (κράτη πρόνοιας) παρέχοντας σημαντικές υπηρεσίες περίθαλψης, πρόνοιας, στέγασης, εκπαίδευσης προς όλους τους πολίτες. Για πρώτη φορά το δίκαιο των εργατών γίνεται δίκαιο και σκοπός υλοποίησης του έθνους-κράτους.
Η συγκεκριμένη περίοδος «καπιταλιστικής ευημερίας» και ασύδοτης κρατικής λειτουργίας (1945-1970), εκδηλώθηκε φανερά μέσω της πετρελαϊκής κρίσης το 1973 με 1974. Το οικονομικό σύστημα έπρεπε να αλλάξει επειγόντως τρόπο άσκησης εφαρμογής πολιτικών στη λειτουργία της αγοράς και ο καπιταλισμός να αποκτήσει νέο χαρακτήρα.
Έτσι έρχονται στο προσκήνιο νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Ως αναγκαιότητα αντιμετώπισης της κρίσης. Η «νέα πολιτική οικονομία» και ο νέο-θεσμισμός θεσπίζουν την μεταβολή της οικονομίας στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να περιοριστεί στην επίβλεψη της κανονικής και απρόσκοπτης λειτουργίας του ανταγωνισμού. Τη δεκαετία του ’80, η σχολή της δημόσιας επιλογής υποστήριξε ότι η απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς και η ανάπτυξη του ανταγωνισμού είναι η λύση στον αυξημένο κρατικό παρεμβατισμό και στις οικονομικές αναποτελεσματικότητες που δημιουργούνται εξαιτίας του.
Γενικά, η κρατική παρέμβαση στον νεοφιλελευθερισμό δε θεωρείται πλέον ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των ατελειών και των αδυναμιών της αγοράς. Αλλά μάλλον η αιτία των οικονομικών κρίσεων. Με την έννοια αυτή, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν στόχο κεντρικής σημασίας. Η επίτευξη του οποίου αναμένεται να λύσει τα χρόνια προβλήματα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα, οι ιδιωτικοποιήσεις αναμένεται να αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και έτσι να μειώσουν το κόστος παραγωγής και άρα να συμβάλλουν στη μείωση του πληθωρισμού.
Στο νεοφιλελευθερισμό, το κράτος δεν είναι υπεύθυνο για την σωτηρία των πολιτών. Τα άτομα είναι υπεύθυνα για την επιβίωση και ανέλιξη του πνευματικού και κοινωνικού εαυτού τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αυτό της κυβέρνησης Θάτσερ. Ακραίος ανταγωνισμός, με εμφανή διαχωρισμό της κοινωνικής ιεραρχίας και των κοινωνικών τάξεων (διαχωρισμός εργατικής τάξης από τους εργαζομένους).
Άγγιξε ποτέ ο φιλελευθερισμός τα ελληνικά δεδομένα;
Τι συμβαίνει όμως αλήθεια στην ελληνική περίπτωση συγκριτικά με άλλες χώρες; Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στη οικονομία ακολούθησαν ποτέ τα δυτικά πρότυπα; Και τον ευρωπαϊκό ρυθμό εξέλιξης και ανάπτυξης;
Οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνικό-πολιτικής ζωής αποδεικνύονται και ιστορικά. Όταν για παράδειγμα την περίοδο 1950 με 1967 στην υπόλοιπη Ευρώπη γίνονται προσπάθειες δημιουργίας κοινωνικού κράτους, επηρεασμένο από τα πρότυπα το οικονομικού προγράμματος New Deal στις Η.Π.Α. , η Ελλάδα προσπαθεί να κλείσει τις πληγές του εμφυλίου και όλης της οικονομικής δεινότητας που υφίστατο. Μέσα σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και απουσίας στοιχειώδους πολιτικής εκπροσώπησης κάθε προσπάθεια εφαρμογής «δυτικών πολιτικών» ναυαγούν, υπό το βάρος μιας «καχεκτικής» δημοκρατίας και της απειλής που αιωρείται νοερά στον αιθέρα της επερχόμενης δικτατορίας.
Το «χρόνιο» όμως μοτίβο της ελληνικής οικονομικής αναπαραγωγής, βασίζεται εξ ολοκλήρου στον κρατικό τομέα. Με πελατειακές σχέσεις εξαρτώμενες από το κράτος «πατερούλη» που εξασφαλίζει θέσεις εργασίας σε δημόσιες υπηρεσίες, σεε συνδυασμό με την ελλιπή οργάνωση της κρατικής και δημόσιας διοίκησης, την απουσία παραγωγικών επιχειρηματικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, της ατέρμονης γραφειοκρατίας και της ορθής αναδιανομής των κοινωνικών υπηρεσιών και ανθρωπίνων πόρων.
Προβλήματα που εξακολουθούν να παραμένουν αμετακλήτως άλυτα. Και αυτό γιατί η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί εύκολα να αποδεχτεί την αλλαγή, σε ότι έχει «συνηθίσει» χρόνια τώρα να τη σκοτώνει. Καθώς η αυτοκαταστροφή είναι στην φύση της.