Το Εθνικό Μουσείο του Ρίο Ντε Τζανέιρο ιδρύθηκε το 1818 από τον βασιλιά Πορτογαλίας και Βραζιλίας Ιωάννη Στ΄. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2018 ύστερα από 200 χρόνια λειτουργίας, παραδόθηκε στις φλόγες. Τα εκθέματα που καταστράφηκαν, αποτελούσαν την ερευνητική βάση των ακαδημαϊκών τμημάτων του μουσείου, τα οποία εκτός από το πεδίο της εκπαίδευσης, είναι υπεύθυνα για επιστημονικές δράσεις στη Βραζιλία και σε διάφορα μέρη του κόσμου, μεταξύ άλλων και στην Ανταρκτική.
Το Εθνικό Μουσείο του Ρίο διέθετε επίσης μία από τις μεγαλύτερες επιστημονικές βιβλιοθήκες της Βραζιλίας, με περισσότερους από 470.000 τόμους και 2.400 σπάνια έργα. Στο χώρο υπήρχε, επίσης, μια από τις σπουδαιότερες συλλογές βραζιλιάνικης λογοτεχνίας και έργων τέχνης στον κόσμο. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος της χώρας Μισέλ Τέμερ, σε μια ανακοίνωση του, που δημοσιοποίησαν οι υπηρεσίες του, αποτελεί «ανυπολόγιστη καταστροφή για τη Βραζιλία». Επιπλέον, ανάμεσα στα εκθέματα, που φαίνεται ότι καταστράφηκαν, είναι και η «Λουτσία», ο σκελετός μιας γυναίκας 12.000 ετών που βρέθηκε στη Βραζιλία το 1975 και είναι το αρχαιότερο λείψανο ανθρώπου στην αμερικανική ήπειρο.
Ο καθηγητής Γεωλογίας στο τμήμα Παλαιοντολογίας, Ρενάτο Ροντρίγκεζ Καμπράλ, , τόνισε ότι η παρακμή του μουσείου δεν επήλθε μέσα σε μια νύχτα. «Ήταν μια προαναγγελθείσα τραγωδία. Διαδοχικές κυβερνήσεις δεν παρείχαν πόρους, δεν επένδυσαν στις υποδομές» είπε, υπενθυμίζοντας ότι το κτίριο απέκτησε νέα ηλεκτρική καλωδίωση πριν από περίπου 15 χρόνια αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να προστατευτεί από τις φλόγες. «Οι πυροσβέστες ουσιαστικά το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να κοιτάζουν τη φωτιά», είπε. «Για την ιστορία και τις επιστήμες της Βραζιλίας είναι η απόλυτη τραγωδία. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ανακτήσουμε όσα χάθηκαν», εξήγησε.
Το Εθνικό Μουσείο του Ρίο Ντε Τζανέιρο ήταν ένα από τα παλαιότερα και αξιολογότερα μουσεία της Βραζιλίας. Από το 1892 στεγαζόταν σε ένα παλιό ανάκτορο της βασιλικής οικογένειας. Λογίζονταν, επίσης, ως ένα από τα σημαντικότερα μουσεία φυσικής ιστορίας στη Λατινική Αμερική και εκτός από τα 20 εκατομμύρια εκθέματα διέθετε μια βιβλιοθήκη με 530.000 έργα. Η παραμέληση του μουσείου είχε έρθει πολλές φορές στο προσκήνιο και οι εκπρόσωποί του μίλησαν ξανά για τον κώδωνα του κινδύνου που είχαν κρούσει σε πολλές κυβερνήσεις. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός , ότι ενώ το μουσείο καταστράφηκε επειδή δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα για τη συντήρηση του και για την ύπαρξη συστημάτων ασφάλειας, μόλις τον περασμένο Ιούνιο, είχε πάρει χρηματοδότηση 5,35 εκατ. δολαρίων από ιδιώτες για «την αποκατάσταση του ιστορικού κτιρίου» και για την εγκατάσταση συστημάτων που θα εγγυόντανε την «ασφάλεια των συλλογών του».
Υπολογίζεται, ότι πάνω από 20 εκατομμύρια εκθέματα τυλίχθηκαν στις φλόγες. Οι γλωσσολόγοι έδειξαν και αυτοί δημόσια τον θρήνο τους, για την απώλεια αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς, που αποτελούσε θησαυρό αιώνων. Αναλυτικότερα, ο καθηγητής του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου, Cinda Gonda, αναφέρει, πως όλη η γνώση για τις γλώσσες των ιθαγενών έχει αφανιστεί. Ο καμένος χάρτης που απεικόνιζε όλες της φυλές στην Βραζιλία, καταχωρημένες από το 1945, αποτελεί δείγμα του μεγέθους της καταστροφή.