Κάπου ανάμεσα στις φτωχογειτονιές της Αθήνας του 40’ έρχεται στη ζωή η Βασιλική Μοσχολιού ή αλλιώς Βίκυ Μοσχολιού, όπως έγινε γνωστή. Γεννήθηκε στο μεταξουργείο στις 17 Μαΐου του 1943. Η οικογένεια της κάθε άλλο παρά εύπορη θεωρούνταν, μιας και μετά βίας είχαν τα προς το ζην. Έτσι, σύντομα, πήρε την απόφαση να εργαστεί προκειμένου να συνεισφέρει με τον τρόπο της στο οικογενειακό ταμείο. Ήταν μόλις 13 ετών όταν έπιασε δουλειά σαν κορδελιάστρα σε εργοστάσιο. Αρκετά δύσκολη και απαιτητική δουλειά. Παρόλα αυτά, η Βίκυ την αντιμετώπιζε με μαεστρία και κέφι. Όσο δούλευε σιγοτραγουδούσε και με το τραγούδι της έκανε, ακόμα και τους χώρους του εργοστασίου να μοιάζουν ομορφότεροι. Αυτό ήταν, η κλήση της είχε προκαθοριστεί. Ο θεός την είχε προικίσει με ένα σπάνιο δώρο. Μια φωνή τόσο ιδιαίτερη την οποία θα χαρακτηρίσει «ογκόλιθο», στο μέλλον ο Μίκης Θεοδωράκης και «Κοτοπούλη του τραγουδιού», ο Γιάννης Τσαρούχης.
Στην ηλικία των 19 ετών και μετά την άδεια του πατέρας της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρών αρχών, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μοίρα της. Η «Τριάνα» δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα ήταν το πρώτο της καλλιτεχνικό σπίτι και δίπλα τους παρέμεινε μέχρι το 1964, όπου έκανε την εμφάνισή της στην ταινία «Λόλα». Εκείνη τη περίοδο, ο Σταύρος Ξαρχάκος αναζητούσε μια νέα τραγουδίστρια, η οποία θα εμφανίζονταν στην ταινία και θα ερμήνευε το τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι». Για τις ανάγκες του έργου χρειαζόταν ένα νέο φρέσκο κορίτσι με έντονο συναίσθημα και ζεστή μπάσα φωνή. Φαίνεται πως τη βρήκε στο πρόσωπο της Βίκυ.
Κατά τη δεκαετία του 60’, η Βίκυ Μοσχολιού συντρόφευσε τον Μπιθικώτση και τον Ξαρχάκο στις συναυλίες που έδωσαν σε όλη την Ελλάδα, κάνοντας γνωστή τη φωνή της σε όλη την επαρχία. Το τραγούδι άρχισε να γίνεται πλέον πέρα από μέσο έκφρασης και στάση ζωής. Μια στάση η οποία θα την ακολουθούσε για όλο το υπόλοιπο της ζωής της.
Παράλληλα, γνωρίζει και παντρεύεται τον παίκτη του Παναθηναϊκού, Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες, την Ράνια και την Ευαγγελία. Αξιοσημείωτη στέκεται η προσέλευση του πλήθους στο Μητροπολιτικό Ναό, καθώς έφτασε τον αριθμό των 30.000 ατόμων. Παρόλο το χαμηλό προφίλ που κράτησε, ως προς τη προσωπική της ζωή, καθ όλο το διάστημα της καριέρας της, ο γάμος της με τον Δομάζο έχει στιγματίσει τον τύπο της εποχής.
Με σύμμαχό της την αγάπη της για το τραγούδι δούλεψε σκληρά και εργάστηκε δίπλα σε καλλιτέχνες όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Άκης Πάνου, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μίμης Πλέσσας, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας και μια πληθώρα άλλων μουσικών και συνθετών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα τραγουδίστρια που πραγματοποίησε συναυλία στην Κύπρο, με όλα τα έξοδα καλυμμένα απ την ίδια. Το 1972, ήταν η πρώτη επίσης τραγουδίστρια που εγκατέλειψε τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα της εποχής και μπήκε σε μπουάτ, οι οποίες «λάνσαραν» ένα άλλος είδος, σε αλλιώτικο ύφος. Το βήμα για εκείνη ήταν μεγάλο, μιας και τα νυχτοκάματα της εποχής ήταν αρκετά ανεβασμένα στα μεγάλα κέντρα εκείνη τη περίοδο. Η Βίκυ, όπως ήταν φυσικό, δε δίστασε να δοκιμάσει το άγνωστο για ακόμη μια φορά. Γοητευμένη από τη πρόκληση έβαλε όλα της τα δυνατά για να στηρίξει την επιλογή της και τα κατάφερε. Ο χαρακτήρας και η στάση ζωής της ήταν τέτοια που λίγοι ξέρουν για τις εμφανίσεις της στο
«Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, το Ρουαγιάλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού»
Η ίδια ποτέ δεν αποζητούσε τη δημοσιότητα, παρόλο που απολάμβανε την αγάπη τον κοινού. Ένα κοινό που ταυτίστηκε μαζί της. Που έκλαψε, γέλασε και έβγαλε τον καημό του ακούγοντάς την. Η δισκογραφικές τις επιτυχίες αμέτρητες. «Τα δειλινά», «Δε ξέρω πόσο σ αγαπώ», «Ξενύχτησα στη πόρτα σου», «Γωγώ», «Καινούργιο πράγμα», «Ξημερώματα» και το «Ένα αστέρι πέφτει πέφτει» είναι μόνο κάποια απ τα τραγούδια που αγαπήσαμε.
Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε από κοντά μας στις 16 Αυγούστου του 2005, μετά από μια διετή μάχη με τον καρκίνο. Η ζωή και το έργο της όμως θα μείνει για πάντα χαραγμένο μέσα μας και στις γενιές που θα έρθουν μετά από μας. Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος ότι μας προβληματίζει και μας βαραίνει. Και ας σκεφτούμε ένα πολύ αγαπημένο μας τραγούδι της. Είμαι σίγουρος, πως μέχρι να ψελλίσουμε τον πρώτο στοίχο, η φωνή της θα ζωντανέψει στα αυτιά μας…..