Γοητευμένη από τη «συνομιλία» μουσικής και δραματικής τέχνης, η Ευασία Κουτουλάκη, δεν μπορεί να φανταστεί μια ζωή άρρυθμη. Αφοσιωμένη στην τέχνη μέσα από διάφορα φάσματα της, οδηγήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και μαζί της ταξίδεψε και ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Στο Maxmag.gr μιλά για τον τόπο που είναι η κατοικία της τους τελευταίους μήνες, για τη σκηνοθεσία και πώς προέκυψε στη ζωή της, αλλά και για την πρόσφατη παράσταση που σκηνοθέτησε στο Δουβλίνο, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
Επιμέλεια συνέντευξης: Γιώργος Βιτωράτος
Ποιοι οι λόγοι που σε οδήγησαν στην τωρινή σου κατοικία το Δουβλίνο;
Ήθελα πάντοτε να ζήσω έστω για ένα χρονικό διάστημα εκτός Ελλάδας. Πιστεύω ότι κάθε διαφορετικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε και αλληλοεπιδρούμε, εμπλουτίζει τόσο τις δεξιότητες μας, αφού καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε ένα καινούργιο πλαίσιο και να λειτουργήσουμε με εντελώς νέους όρους, όσο και τον εσωτερικό μας κόσμο. Σε αυτό το δεύτερο μάλιστα στέκομαι περισσότερο, αφού είναι το μυαλό και ο συναισθηματικός κόσμος οι δέκτες και οι επεξεργαστές όλων των εξωτερικών αυτών ερεθισμάτων – εμπειριών, σε μια γη μακριά από αυτή που έχεις συνηθίσει, χωρίς το προστατευτικό δίχτυ που πάντα είναι εκεί για να σε σώσει όσο βρίσκεσαι στο δικό σου τόπο, την οικογένεια, τους φίλους, με λίγα λόγια όλα όσα συνθέτουν αυτό που αντιλαμβανόμαστε τελικά ως μια αίσθηση ασφάλειας.
Προσωπικά όμως ποτέ δεν αρκέστηκα στο αίσθημα της ασφάλειας, αντιθέτως από παιδί υπήρξα λάτρης της περιπέτειας, του παιχνιδιού και της εξερεύνησης του αγνώστου, έχοντας πάντα την γνώση ότι η ζωή μας είναι απρόβλεπτη και καμιά στιγμή δεν είναι δεδομένη. Όλα τα παραπάνω συναντήθηκαν με την επιθυμία μου να συνεχίσω τις σπουδές μου στο θέατρο και τη μουσική που τόσο αγαπώ, κι έτσι αποφάσισα να αλλάξω πίστα, όπως μ´ αρέσει να λέω, και να δοκιμάσω τη ζωή μου στο όμορφο Δουβλίνο τον Οκτώβριο του 2022.
Τι αγαπάς περισσότερο σε αυτήν την πόλη και τι λιγότερο;
Το Δουβλίνο έχει αμέτρητα θετικά στοιχεία, είναι πραγματικά δύσκολο αλλά θα προσπαθήσω να ξεχωρίσω αυτά που αγαπώ περισσότερο: Είναι μία πόλη γεμάτη ζωή. Οι Ιρλανδοί στην συντριπτική πλειοψηφία τους είναι ένας πολύ φιλικός λαός, αρκετά ανοιχτοί στις ιδέες τους, αγαπούν όλες τις μορφές τέχνης και αυτό φαίνεται παντού στην πόλη. Ειδικά το κέντρο είναι καθημερινά πλημμυρισμένο από μουσικές, καλλιτεχνικές δράσεις, βιβλιοθήκες, ένας ονειρεμένος κόσμος για μένα! Πόλη με πνεύμα διαρκώς ανήσυχο, δεν είναι τυχαία άλλωστε η πρωτεύουσα της χώρας που γέννησε κάποιες από τις δυνατότερες συγγραφικές πένες παγκοσμίως. Μπορείς να αποκαλέσεις το Δουβλίνο σταυροδρόμι πολιτισμών, αφού αναπτύσσεται πλέον πολύ γρήγορα, και προσελκύει ανθρώπους από όλο τον κόσμο, κάτι που φυσικά του δίνει ακόμα μια ενδιαφέρουσα διάσταση. Όλα αυτά, συνδυάζονται με την ομορφιά του τοπίου, την φύση που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης με πράσινες οάσεις κυριολεκτικά παντού. Είναι επίσης ανακουφιστικό για μένα το ότι η ζωή εδώ είναι καλύτερα οργανωμένη σε απλές καθημερινές λεπτομέρειες σε σχέση με αυτό που είχα συνηθίσει έως τώρα.
Κάπως έτσι θα συνοψίσω αυτά που με γοητεύουν σ’ αυτή την πόλη, συμπληρώνοντας ότι εδώ μου δίνεται η αίσθηση ότι μπορώ να τολμήσω να ονειρευτώ και πως υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να δω τα όνειρα μου να γίνονται πραγματικότητα, αίσθηση επίσης πρωτόγνωρη για μένα ως προς τις δυνατότητες που μου δίνονται σε ένα μέρος.
Φυσικά όπως κάθε τόπος, υπάρχουν και εδώ αρνητικά, το κόστος ζωής είναι αρκετά ψηλό κυρίως στον τομέα της στέγασης, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τον αλκοολισμό και σίγουρα σε προσωπικό επίπεδο μου λείπουν άνθρωποι, αγαθά και γενικότερα κάποια μοναδικά στοιχεία της Ελλάδας, αλλά αυτό είναι και μέρος της ομορφιάς του να φεύγεις από τον τόπο σου υποθέτω, έστω για λίγο, το να σου λείψει, να τον επαναπροσδιορίσεις, να τον εκτιμήσεις ξανά.
Έχοντας σπουδές σε φωνητική, υποκριτική και μουσικολογία, ποια μορφή τέχνης σε συναρπάζει περισσότερο;
Για χρόνια με προβλημάτιζε αυτό το δίλημμα, ποια από τις δυο τέχνες ήθελα περισσότερο να ακολουθήσω, αφού όποτε επικεντρώθηκα περισσότερο σε μια από τις δύο, πάντα μου έλειπε η άλλη. Πρόσφατα έδωσα την απάντηση στον εαυτό μου ότι είναι η συνομιλία μεταξύ της μουσικής και της δραματικής τέχνης αυτή που με γοητεύει περισσότερο. Δε θα μπορούσα να φανταστώ μια άρρυθμη, χωρίς μουσικότητα παράσταση, ούτε μια μουσική εκτέλεση χωρίς δραματικό περιεχόμενο και αυτό είναι ακριβώς που αγαπώ και στις δυο, πως η μια δε μπορεί να είναι ολοκληρωμένη χωρίς την άλλη. Συνεπώς η εξάσκηση των εκφραστικών μου μέσων και των αντιληπτικών ικανοτήτων και η διεύρυνση των οριζόντων μου στην κάθε μια τέχνη, εμπλουτίζει και αποκωδικοποιεί στοιχεία και για την άλλη. Πιστεύω πως όσο ζω θα κάνω μουσική, θα παρατηρώ ανθρώπινες συμπεριφορές αποδίδοντας τα χαρακτηριστικά τους σε ρόλους, θα βομβαρδίζομαι από σκέψεις για το πως μπορεί να εκφραστεί μουσικά μια ιδέα ή να αναπαρασταθεί σκηνικά ένα κείμενο και ποιο ηχοτοπίο μπορεί να το απογειώσει αισθητικά.
Μίλησε μου για τις σπουδές σου στη σκηνοθεσία. Πως προέκυψε το πανεπιστήμιο του Ληρ στη ζωή σου;
Το θέατρο είναι κομμάτι της ζωής μου από τα πιο τρυφερά παιδικά μου χρόνια. Ξεκίνησα όπως κάθε παιδί που γοητεύεται από την τέχνη του θεάτρου να συμμετέχω ανελλιπώς κάθε χρονιά στις σχολικές παραστάσεις και κατέληξα να σπουδάσω υποκριτική στα 21 μου. Έκτοτε, όλο και περισσότερο με ενδιέφεραν οι συσχετισμοί μεταξύ ανθρώπων και καταστάσεων, το πως η ζωή, οι εμπειρίες και οι αλληλεπιδράσεις μας με κάθε τι γύρω μας μας σημαδεύει, μας καθορίζει και πολλές φορές ακόμα και ασυνείδητα μας ορίζει. Όλη αυτή η μακροσκοπική παρατήρηση της αλληλεξάρτησης διαφορετικών ζωών με συνάρπαζε μονίμως και όσο εμβάθυνα σε αυτή, τόσο περισσότερο ήθελα να καταλάβω κάθε συνθετικό στοιχείο μιας οποιασδήποτε «μεγάλης εικόνας».
Σταδιακά άρχισα να ονειρεύομαι θεατρικές σκηνές, έβλεπα ατμοσφαιρικές εικόνες ως ολοκληρωμένα μέρη μιας παράστασης, σκηνικά, κοστούμια, υποκριτική προσέγγιση και πάντα μια πολύ συγκεκριμένη σκηνοθετική γραμμή. Εξέλαβα αυτά τα όνειρα ως ένα μήνυμα από το υποσυνείδητό μου ότι η κατεύθυνση της σύνθεσης μιας ολόκληρης θεατρικής παράστασης είναι μία τέχνη που αν και ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία της θεατρικής τέχνης την οποία είχα σπουδάσει, ήταν ένας καινούριος κόσμος για μένα, εφόσον ένας ιδανικός σκηνοθέτης για μένα καλείται πέρα από το να δημιουργήσει νέους κόσμους, να εμπνεύσει τους ηθοποιούς που συνεργάζεται, να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ του γραπτού κειμένου και της σκηνικής απόδοσης, να βρει τρόπους ώστε να καταφέρει να εμφυσήσει τα νοήματά του στο κοινό. Κάπως έτσι λοιπόν άρχισα να σκέφτομαι την σκηνοθεσία ως ένα στόχο που θα εμπλούτιζε τη ζωή μου και προσωπικά ως ένα μαγικό ταξίδι, αλλά και καλλιτεχνικά, ως μία εξερεύνηση που θα μπόλιαζε τις γνώσεις μου με καινούργια κλωνάρια, που θα έφερναν με τη σειρά τους φρέσκους και διαφορετικούς καρπούς.
Το πάθος μου αυτό να διευρύνω την συνείδησή μου προς την κατεύθυνση της σκηνοθεσίας με οδήγησε στην Ιρλανδία που με γοήτευε ανέκαθεν και να αναζητήσω το μπόλι από ανθρώπους που μπορούν ακαδημαϊκά και πρακτικά να μου το προσφέρουν.
Λίγες μέρες πριν ανέβηκε η πρώτη παράσταση που σκηνοθετείς, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε θέατρο του Δουβλίνου. Πως βίωσες αυτήν την εμπειρία;
Η παράσταση αυτή πραγματοποιήθηκε με πάρα πολλές δυσκολίες, περιορισμένο προϋπολογισμό και ξεκίνησε ως η ανάγκη μου να κάνω θέατρο εδώ και ταυτόχρονα ως σκηνοθετική εμπειρία που θα ενίσχυε την αίτηση μου σε ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα σκηνοθεσίας θεάτρου. Παρόλο που η πρόκληση ήταν μεγάλη, η αποδοχή όσων παρακολούθησαν την παράσταση αλλά και ο τρόπος που εμείς που ανήκαμε στο δημιουργικό της κομμάτι νιώσαμε να πλουτίζουμε μέσα απ’ αυτήν, ήταν για μένα η μεγαλύτερη ανταμοιβή και ένα πράσινο φως για το μέλλον μου στη σκηνοθεσία.
Πόσο σύγχρονη θα μπορούσε να είναι η ιστορία της Αντιγόνης στην κοινωνία μας; Όσο σύγχρονα, υπερκόσμια, πανανθρώπινα και υπερκόσμια, διαχρονικά είναι τα νοήματα σε αυτό το τεράστιο κείμενο. Η ιστορία της Αντιγόνης εκφράζει έναν ολόκληρο φιλοσοφικό στοχασμό, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα διλήμματα του ανθρώπου, τη θέση του στο σύμπαν του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, πως θα μπορούσε λοιπόν να μην είναι παντού και πάντοτε άμεση απάντηση στα βαθύτερα αυτά ανθρώπινα ερωτήματα; Όσο υπάρχουν άνθρωποι πιστεύω θα τους κυβερνά ένας κραδασμός στο βίωμα τεράστιων έργων όπως η Αντιγόνη. Το μεγάλο στοίχημα όμως είναι η απόδοση των έργων αυτών, να γίνει με τρόπο που ανάλογα με τους εκάστοτε κοινωνικούς κώδικες να καταφέρει να φτάσει και να κατακλύσει τον θεατή.
Πως ένιωσες όταν έπεσε η αυλαία;
Το συναίσθημα που με κυρίευσε ήταν μία βαθιά ικανοποίηση για το γεγονός ότι καταφέραμε και φέραμε σε πέρας αυτή την προσπάθεια, αλλά και λόγω του τρανταχτού χειροκροτήματος που λάβαμε από το κοινό. Ταυτόχρονα ένιωσα ότι έβλεπα αυτό το πράσινο φως που ανέφερα προηγουμένως, σαν καλωσόρισμα στον κόσμο της σκηνοθεσίας αφού επίσημα, μόλις είχε ολοκληρωθεί η πρώτη μου σκηνοθετική δημιουργία.
Σκοπεύεις να ταξιδέψεις πόλεις ή χώρες με την «Αντιγόνη»;
Θα ήταν για εμένα, όπως πιστεύω και για τους ηθοποιούς της παράστασης μία πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία να ταξιδέψουμε με το έργο μας εκτός Ιρλανδίας, αυτό βέβαια για να είμαι ειλικρινής δεν είναι στα άμεσά μας σχέδια, υπάρχει παρ´ όλα αυτά επαφή με εταιρίες παραγωγής για περαιτέρω παραστάσεις. Ελπίζω λοιπόν μία τέτοια περιοδεία να είναι μέρος των σχεδίων μας σύντομα.
Τι άλλο να περιμένουμε από εσένα;
Ωραία ερώτηση! Θα σου πω λοιπόν τι περιμένω εγώ από τον εαυτό μου. Προσωπικά να γίνομαι όλο και αρτιότερη και ουσιαστικότερη ως καλλιτέχνης, να αποκτήσω δύναμη να παραέξω καλλιτεχνικό έργο με ένα και μόνο σκοπό: Να καταφέρω να βάλω το δικό μου λιθαράκι ώστε να ο κόσμος να γίνει περισσότερο αλληλέγγυος και συνειδητός όσο νωρίτερα γίνεται. Αυτό στο οποίο θα καταλήξω λοιπόν είναι να περιμένετε να με δείτε να εργάζομαι με όσες δυνάμεις κατέχω προς το σκοπό αυτό.