Η πολυσυζητημένη σειρά The Bear που έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 2022 στην πλατφόρμα της Disney Plus, ανανεώθηκε πρόσφατα για 2η σεζόν, και είναι πλέον διαθέσιμη και στην Ελλάδα. Μια ιστορία για «γερά στομάχια» και πανκ διάθεση, που θα σε κερδίσει από τα πρώτα κιόλας λεπτά.
The Bear: Η ιστορία μιας αρκούδας
(Ήχος αναμμένης εστίας γκαζιού) Ένας νεαρός άντρας διασχίζει με αργό βήμα την άδεια γέφυρα στο κέντρο του Σικάγο. Τα φώτα της γέφυρας είναι όλα στραμμένα πάνω του, η πόλη κοιμάται. Ο άντρας πλησιάζει ένα μεγάλο μεταλλικό κλουβί τοποθετημένο στο μέσον της γέφυρας. Ανοίγει χωρίς κανέναν δισταγμό τη σιδερένια πόρτα. Από το εσωτερικό του κλουβιού ακούγεται ένα έντονο γρύλισμα. Η πηγή άγνωστη. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα μια μεγάλη αρκούδα ξεπροβάλλει από το κλουβί, και κατευθύνεται προς το μέρος του. Ο νεαρός άντρας φαίνεται έτοιμος και αποφασισμένος να την αντιμετωπίσει, φαίνεται να του είναι οικεία αυτή η μορφή. «I know» εκφέρει με έναν καθησυχαστικό τόνο. Η αρκούδα ανοίγει διάπλατα το στόμα της και βγάζει έναv τελευταίο βρυχηθμό πριν τη θανατηφόρα επίθεση.
Η σκηνή μεταβάλλεται ταχύτατα σε ένα εσωτερικό πλάνο μιας κουζίνας. Φαίνεται ο νεαρός άντρας να έχει ξυπνήσει έντρομος από έναν τρομερό εφιάλτη. Τα jump-cuts της εικόνας, και ο γρήγορος ρυθμός της μουσικής του σουηδικού punk συγκροτήματος Refused, μάς προσγειώνουν στην πραγματικότητα του νεαρού σεφ Carmen (Carmy) Berzatto (Jeremy Allen White, ο Lip Gallagher του Shameless).

Ο Carmy, ένας ταλαντούχος σεφ σε ένα από τα πιο δημοφιλή παγκοσμίως fine dining εστιατόρια της Νέας Υόρκης, αποφασίζει ξαφνικά να παραιτηθεί για να επιστρέψει στη γενέτειρα του, στο Σικάγο. Αναλαμβάνοντας μαζί με τον ξάδερφό του, Richie (Ebon Moss-Bachrach), τη διεύθυνση της οικογενειακής τους επιχείρησης, που κληρονόμησε από τον μεγαλύτερο αδερφό του, Michael (Jon Bernthal, ο Shane του Walking Dead), μετά τον ξαφνικό του θάνατο. Το «Original Beef of Chicagoland», ή αλλιώς «The Beef» είναι ένα τοπικό ιταλικό σαντουιτσάδικο στο κέντρο του Σικάγο. Ένα μέρος, που έρχεται σε αντίθεση με την εως τώρα εμπειρία που είχε ο Carmy όσον αφορά την οργάνωση και τη σύνθεση της κουζίνας και του προσωπικού ενός εστιατορίου. Έτσι, ο Carmy καλείται να εξημερώσει και να καταχωνιάσει προσωρινά την αρκούδα που φωλιάζει μέσα του, για να μπορέσει να σώσει το αναρχικό και ετοιμόρροπο κατάστρωμα του πλοίου του από την απόλυτη διάλυση.
Το προσωπικό της κουζίνας του “Τhe Bear” αποτελείται από τον συγκρουσιακό ξάδερφο του Carmy, Richie (Ebon Moss-Bachrach), την ήρεμη δύναμη της ομάδας Sydney (Ayo Edebiri), την πεισματάρα Tina (Liza Colón-Zayas), και τον Marcus (Lionel Boyce), έναν αρτοποιό που έχει ως στόχο ζωής να φτιάξει το τέλειο ντόνατ.
Carmy vs Sydney
Στο “The Bear” η ροή της πλοκής και η εξέλιξη του βασικού πρωταγωνιστή αποτελούν μια αντεστραμμένη μορφή της κλασικής αφήγησης και απεικόνισης της ζωής ενός επιτυχημένου σεφ. Θα περίμενε κανείς μια ανέλιξη, από την αποτυχία, την βρώμα και τη δυσχέρεια, στην επιτυχία, την αναγνώριση και τη διάκριση. Παρ’ όλα αυτά, ο δημιουργός της σειράς επιλέγει μια φαινομενικά κατηφορική πορεία για τον πρωταγωνιστή του. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η πορεία αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τις φιλοδοξίες και την μαχητική στάση της συμπρωταγωνίστριάς του, Sydney (Ayo Edebiri). Μέσα στην πτώση υπάρχει και μία άνοδος, η οποία, κατά έναν περίεργο λόγο, μέσα στο χαοτικό και θορυβώδες κλίμα της κουζίνας του Beef, δημιουργεί μια καθησυχαστική ισορροπία και αισιοδοξία. Δεν θα έρθει σήμερα μάλλον η απόλυτη καταστροφή.
Μια κουζίνα μέσα από δυο οπτικές γωνίες. Από το πρώτο κιόλας επεισόδιο του Bear, όπου ο Carmy ζει το δικό του δράμα, στην προσπάθειά του να ξεχρεώσει τα χρέη του αδερφού του και της επιχείρησης, πουλώντας την συλλογή των vintage τζιν του και μαζεύοντας τα ξεχασμένα κέρματα από τις δυσλειτουργικές arcade παιχνιδομηχανές του μαγαζιού, μας συστήνεται η συμπρωταγωνίστριά του, Sydney. Μια νέα και ανερχόμενη σεφ γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες, η οποία αποφασίζει να ακολουθήσει το είδωλό της, τον Carmy, στο ταξίδι της μαγερικής, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα φτιάχνει σάντουιτς για το υπόλοιπο της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας.
Ο Carmy από τη μία, περνώντας αθόρυβα τη δική του προσωπική ψυχική οδύνη, μετά το θάνατο του αδερφού του, αλλά και μετά από την καθημερινή και βάρβαρη καταπίεση που έχει υποστεί στο παρελθόν μέσα από την επαγγελματική του εμπειρία, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να φέρει την οργάνωση στην κουζίνα της οικογενειακής επιχείρησης. Η πάλη όμως με το ψυχικό φορτίο που κουβαλάει καθημερινά, τον κρατάει συνέχεια πίσω, και παρ’ όλη την προσπάθεια που καταβάλλει για να ορθοποδήσει η επιχείρηση, στο τέλος τίποτα δεν ευδοκιμεί. Ό,τι προσπαθεί να χτίσει, καταρρέει το επόμενο λεπτό.
H Sydney από την άλλη, λειτουργεί ως η φωνή της λογικής και της νεανικής αισιοδοξίας, μέσα στην καθημερινή βαρβαρότητα της κουζίνας και την πάλη για επιβίωση. Οι προσπάθειές της, για να στηρίξει το έργο και την προσπάθεια του Carmy, είναι συνεχείς. Όμως, λόγω της απειρίας της, παρασύρεται και αυτή πολλές φορές από τον βούρκο της αγριότητας. Παρ’ όλες τις φιλοδοξίες της, η τοξική ρουφήχτρα που επικρατεί στην κουζίνα τελικά την ρουφάει και την παρασέρνει στα άδυτα της βαρβαρότητας και του χάους.

Η πολύ επιτυχημένη σκηνοθετική απόφαση του Christopher Storer να αφιερωθεί ένα ολόκληρο επεισόδιο στην οπτική γωνία της Sydney, ενώ μέχρι τώρα γνωρίζαμε μόνο την οπτική του Carmy, μας βοηθάει να διακρίνουμε όχι μόνο τους λόγους που ωθούν τους δύο χαρακτήρες να κάνουν κάποιες συγκεκριμένες επιλογές, αλλά λειτουργεί και ως οδηγός για να κατανοήσουμε τον ψυχισμό των δύο ρόλων, και κυρίως του Carmy. Η αθώα, και ίσως, νεανική οπτική της Sydney έρχεται επικουρικά να τονίσει την οπτική του Carmy και τον ψυχολογικό πόλεμο που περνάει.
Έτσι, ένας από τους βασικούς στόχους της σειράς είναι να προβάλει το θέμα της ψυχικής ασθένειας και της τοξικότητας που βασιλεύει στον χώρο της γαστρονομίας, και που αναγκαστικά «αποθορυβοποιείται» λόγω της καταπιεστικής φύσης του επαγγέλματος. Ο Carmy θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως είναι η εξαιρετικά ακριβής ενσάρκωση αυτής της πολύ τοξικής πραγματικότητας. Ο πρώτος που αποφάσισε να οδηγήσει στο φως της δημοσιότητας αυτήν την σκληρή πλευρά του χώρου της γαστρονομίας, και ενδεχομένως ένας από τους εμπνευστές αυτής της σειράς, ήταν ο πολυβραβευμένος σεφ Anthony Bourdain.
«Gastronomy is the science of pain» (Bourdain, 1999)
Μέσα από ένα πολύ ειλικρινές αρθρό του, που εκδόθηκε στο περιοδικό New Yorker το 1999, και μέσα από το βιβλίο του «Kitchen Confidential», ο Bourdain καταφέρνει να προκαλέσει μία μικρή επανάσταση ευαισθητοποίησης γύρω από το θέμα της εξάρτησης και των ψυχικών ασθενειών στον χώρο των εστιατορίων. Ο Bourdain είχε αναφερθεί πολλές φορές στον απροσάρμοστο και μοναχικό χαρακτήρα του μάγειρα, που εντείνεται και εδραιώνεται μέσα στο υπερ-τοξικό και κλειστοφοβικό περιβάλλον της κουζίνας, με αποτέλεσμα να τον αποξενώνει από την καθημερινότητα. Είναι μια εξάρτηση… μια εξάρτηση, σε αυτόν τον φαύλο κύκλο του «πόνου», όπως αποκαλεί ο ίδιος την γαστρονομία.
Η σειρά γενικότερα μοιάζει να αποτελεί μια ωδή στο έργο του Bourdain και στο βιβλίο του «Kitchen Confidential». Από τις αναφορές του στη διαφθορά, την πολυπολιτισμικότητα του προσωπικού μιας κουζίνας, την αναρχία, μέχρι τις ζωηρές μυρωδιές του καψαλισμένου κρέατος, του βραστού ψαριού, τους ήχους της φλόγας και του ατμού. Όλα αυτά τα ζωηρά στοιχεία που συνθέτουν μια κουζίνα, όπως ισχυρίζεται ο Bourdain, έχουν την τιμητική τους στη σειρά του σκηνοθέτη και παραγωγού Christopher Storer που, με τον αυθορμητισμό του και την απλότητα του, και σε συνεργασία με την απίστευτη δεξιοτεχνία του διευθυντή φωτογραφίας Andrew Wehde, αποδίδει μια ιδιαίτερα προσωπική ιστορία με ένα πολύ ρεαλιστικό και άμεσο ύφος.
Επίλογος
Παρ’ όλο το χάος και τη δραματουργική απεικόνιση της fine dining κουζίνας, από το “the Bear” δεν λείπουν φυσικά οι κωμικές στιγμές και τα πειράγματα μεταξύ των έντονων αυτών προσωπικοτήτων της ομάδας. Στο τέλος της ημέρας όλοι έχουν έναν κοινό στόχο, να συνεχίσουν να προσφέρουν την χαρά και την αγάπη μέσα από τη δημιουργική τέχνη της γαστρονομίας.