
Την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου, παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Μικρό Χορν την πρεμιέρα μιας αλληγορικής ιστορίας, μιας «καταδικασμένης» οικογένειας, του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μιας οικογένειας «καταδικασμένης» να κουβαλάει το παρελθόν στις πλάτες του παρόντος. Άραγε πόσο βαρύ φορτίο είναι το παρελθόν; Πόσο εύκολα μπορεί να λυτρωθεί ο άνθρωπος από τα δεσμά μιας αδίστακτης ιστορίας; Άραγε, η άγνοια των γεγονότων τον λυτρώνει ή η γνώση μιας λαβωμένης ιστορίας τον καθορίζει αέναα;
Ο βραβευμένος σκηνοθέτης με «Κάρολος Κούν», Χρήστος Σουγάρης, σεβάστηκε και τίμησε το πολυδιάστατο έργο του κορυφαίου νεοέλληνα συγγραφέα, στο σύνολο του. Ένα έργο διαμάντι της Νεοελληνικής δραματουργίας, βαθιά πολιτικοποιημένο μέσα από τον ποιητικό λόγο και τις αλληγορίες, αντικατοπτρίζει τον σύγχρονο ελλαδικό τόπο. Το έργο γράφτηκε το 1990 και αναμφισβήτητα παραμένει διαχρονικό, αναδεικνύοντας την παροντική ελληνική πραγματικότητα, η οποία ασφυκτιά από το «αιμόφυρτο» παρελθόν της.
Ένα περίτεχνο ξύλινο σπιτάκι ξεδιπλώνεται, ως μοναδικό σκηνικό, μπροστά στα μάτια των θεατών. Το σκηνικό αυτό, το οποίο επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, αποτέλεσε ένα κομψοτέχνημα επί σκηνής. Ένα ευφυές ξύλινο δημιούργημα με τις μινιατούρες του, τα τσαγιερό του, τις μικροσκοπικές αντίκες του, σε διαστάσεις σχεδόν ανθρώπινης αναλογίας, έκλεψε την παράσταση για το έργο «Ο δρόμος περνά από μέσα» του Καμπανέλλη.
Στην ξύλινη αυτή κατασκευή, ενυπήρχε μέσα της μία εγκοπή, όπου οι ηθοποιοί είχαν την δυνατότητα να ερμηνεύουν τα λόγια τους, ακόμα και πίσω από την μπαλκονόπορτα του ένδοξου νεοκλασικού. Επί της ουσίας, το σπίτι έμοιαζε να είχε πνοή σα να ήταν ένας ζωντανός οργανισμός. Ένα σπίτι, όπου τα φώτα στους μικροσκοπικούς ορόφους, ανάλογα με την έξαρση ή την κλιμάκωση της πλοκής, άναβαν ή έσβηναν. Η παραπάνω σκηνογραφική επιλογή, σίγουρα υπήρξε ιδανική για τα δεδομένα και τις ανάγκες του θεατρικού έργου.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών γέννησαν μοναδικά συναισθήματα στους θεατές. Όχι μόνο τους προβλημάτισαν στον ύψιστο βαθμό, αλλά και τους συγκίνησαν. Καθώς, το γεγονός ότι παρακολουθήσαμε ένα βαθύ κοινωνικό δράμα, δεν θεωρήθηκε «εμπόδιο», ώστε να λείψει το κωμικό στοιχείο και η χιουμοριστική διάθεση των χαρακτήρων. Η κινησιολογία και το σαρκαστικό ύφος των ηθοποιών -ιδίως της Ρούλας Πατεράκη- προκάλεσαν, στις ανάλογες σκηνές, πηγαίο γέλιο. Επίσης, οι ερμηνείες των Πέρη Μιχαηλίδη, Πάρι Θωμόπουλου, Κωνσταντίνα Κλαψινού και Αλέξανδρο Βάρθη, υπήρξαν εξίσου δυνατές επί σκηνής. Αναμφισβήτητα λοιπόν, μία κωμική νότα μέσα σ ‘ένα δραματικό έργο, διατηρεί το ενδιαφέρον του θεατή και δίνει άλλον αέρα στην παράσταση. Μία παράσταση αριστούργημα.