Η επική ποίηση ανήκει σε εκείνα τα λογοτεχνικά είδη που ασυναίσθητα συνδέουμε σχεδόν πάντα με ένα απώτερο παρελθόν, γεμάτο ήρωες, θεούς, μυθικά τέρατα και υπεράνθρωπες περιπέτειες, που ενέπνευσαν απλούς ανθρώπους αλλά και ολόκληρους λαούς ανά τους αιώνες. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις “αθεράπευτα ρομαντικών” ποιητών που επιμένουν όχι μόνο να αναζητούν, αλλά και να εκφράζουν ένα επικό πνεύμα μέσα στη σαφώς αντι-επική εποχή μας. Παρακάτω συγκεντρώσαμε -σε τυχαία σειρά- ελάχιστα και απλώς ενδεικτικά παραδείγματα σύγχρονων επών, που αξίζουν τη προσοχή κάθε λάτρη της μεγάλης φόρμας στη Ποίηση που επιζητούν προτάσεις πρόσφατες σε σχέση με ανάλογα έργα της αρχαιότητας ή του μεσαίωνα.
1. Lord Byron, Δον Ζουάν (1819-1824)
Ο γνωστός ποιητής, ένας από τους διασημότερους και δημοφιλέστερους της εποχής του, μάς παρέδωσε, ανάμεσα στα άλλα, μικρότερα έργα του, το αριστούργημά του που, πέρα από την λογοτεχνική αξία του, χαρακτηρίζεται από μία ιδιαιτερότητα: αποτελεί μια παρωδία του είδους του, σε μια εποχή που αυτό ήκμαζε. Η επική ποίηση των αρχών του 19ου αιώνα, όταν πολλοί ποιητές προσπαθούσαν να μιμηθούν αντίστοιχα έργα της αρχαιότητας ή του μεσαίωνα, ενέπνευσε στον μεγάλο φιλέλληνα ένα έργο ελαφρώς βασισμένο στον γνωστό ισπανικό θρύλο. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρακολουθούμε την ιστορία ενός όλως ανεστραμμένου, συνεσταλμένου Δον Ζουάν και τις περιπέτειές του από την Ισπανία στην Ελλάδα και από τη Ρωσία στην Αγγλία, σε μια παρέλαση προσώπων και καταστάσεων που σατιρίζουν ανελέητα την εποχή του ποιητή. Ο Byron ξεκίνησε να συνθέτει το ποίημά του στη Βενετία και, παρά τη κριτική που δέχτηκαν τα πρώτα άσματα του έργου για ανηθικότητα, το συνέχισε μέχρι να τον διακόψει ο τραγικός θάνατός του στο Μεσολόγγι.
2. Ezra Pound, Τα Κάντο (1915-1969)
Αν και φαινομενικά ξεφεύγουν πολύ από την επική ποίηση όπως αυτή ορίζεται κατά βάση, τα Cantos αποτελούν ίσως το σημαντικότερο σύγχρονο έργο του είδους. Το 1915, ο εκπατρισμένος Αμερικανός ποιητής, ήδη περιβόητος στους λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου και του Παρισιού, αρχίζει να δουλεύει πάνω σε ένα “χρυσελεφάντινο ποίημα”, ένα σύγχρονο έπος στο οποίο φιλοδοξεί να διοχετεύσει όλες του τις δημιουργικές δυνάμεις για το υπόλοιπο της ζωής του. Μέσα από την ιδιότυπη “ιδεογραμμική μέθοδό” του, εργάστηκε για μισό και πλέον αιώνα πάνω στα περίπου 120 άσματα, που συνδυάζουν ζητήματα της επικαιρότητας, πολυποίκιλες και εξαντλητικές πολιτισμικές, φιλοσοφικές και λοιπές αναφορές, αποσπάσματα σε διάφορες γλώσσες και μοναδικές λυρικές εξάρσεις. Η προσπάθεια του ποιητή να συμπυκνώσει σε ένα “νέο ιερό βιβλίο” όχι μόνο τη κατακερματισμένη εποχή του, αλλά κι ολόκληρη την Ιστορία, σαγηνεύει παρά την επισκίασή της από τη συμπόρευσή του με τον ιταλικό φασισμό και τη μεταπολεμική απογοήτευσή του που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του ημιτελούς -εντέλει- Έργου ως “αποτυχία”.
3. J.R.R. Tolkien, Η πτώση του Αρθούρου (1930-1934)
Προτού συλλάβει την ιδέα του Χόμπιτ και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και αφοσιωθεί στον εμπλουτισμό του φανταστικού του κόσμου, ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας επέκτεινε τα ενδιαφέροντα των φιλολογικών του μελετών, συνθέτοντας μεγάλα ποιητικά έργα εμπνευσμένα από μεσαιωνικούς θρύλους, παραδόσεις ή επικές αφηγήσεις, όπως Ο θρύλος του Ζίγκουρντ και της Γκούντρουν (μια ακόμα εκδοχή της ίδιας ιστορίας που ενέπνευσε στον Richard Wagner το Δαχτυλίδι των Νίμπελουνγκ). Ανάμεσά τους ξεχωρίζει, όμως, το ξαναγράψιμο ενός ακόμα γνωστότερου μύθου: Η Πτώση του Αρθούρου. Αρχόμενος από τις σχετικές λαϊκές αφηγήσεις της πατρίδας του, αλλά και τις λογοτεχνικές εκδοχές τους από μεσαιωνικούς και νεότερους συγγραφείς, ο Tolkien ξεκίνησε το 1930 να συνθέτει ένα επικό ποίημα στο οποίο, εκτός από τον βασιλιά του Κάμελοτ, εμφανίζονται και άλλα βασικά πρόσωπα της σχετικής φιλολογίας, όπως η Γκουίνεβιρ και ο Λάνσελοτ. Ωστόσο, μετά από 4 χρόνια και περίπου 500 στίχους, ο συγγραφέας παράτησε το έργο και λίγο αργότερα άρχισε να δουλεύει το Χόμπιτ. Αν και, 20 έτη μετά, σκέφτηκε να καταπιαστεί ξανά με το έπος του, τελικά έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε μόνο μετά τον θάνατό του.
4. Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσεια (1924-1938)
Μοναδική στα “ελληνικά δεδομένα” είναι εδώ η περίπτωση του Καζαντζάκη, ο οποίος αφότου ταλαντεύτηκε μεταξύ πολυποίκιλων φιλοσοφιών, θρησκειών, κοσμοθεωριών και ιδεολογιών, τις οποίες (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) αφομοίωσε και συνδύασε, αποφάσισε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 να αφοσιωθεί σε ένα τεράστιο σε έκταση και σημασία magnum opus. Επιλέγοντας ως περσόνα τον Οδυσσέα, που από νωρίς φαίνεται πως τον είχε γοητεύσει, ξεκίνησε τη σύνθεση της επικής συνέχειας της ομηρικής Οδύσσειας, έργου που μετά από 14 χρόνια και 7 διαδοχικές “γραφές”, κατέληξε να αποτελείται από 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους, αποτελώντας κατά τον δημιουργό του “το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής”. Μέσα από την εξιστόρηση των νέων περιπετειών του Οδυσσέα, μετά την δεύτερη φυγή του από την Ιθάκη, ο Κρητικός λογοτέχνης παρουσιάζει για άλλη μία φορά τους προβληματισμούς και τις ιδέες που τον απασχόλησαν σε όλο το έργο του και που καθόρισαν την ιδιαιτερότητά του.