Βρισκόμαστε στο Αφγανιστάν ή σε κάποιο άλλο χωριό της Ανατολής. Σκηνικό λιτό: ένα δωμάτιο σχεδόν άδειο, μικρό και ρημαγμένο από τις βόμβες. Στον γαλάζιο τοίχο κρέμεται η φωτογραφία ενός άντρα με μουστάκι. Στο παράθυρο ανεμίζουν κουρτίνες με σχέδια αποδημητικών πουλιών. Και πάνω σε βελούδινο μαξιλάρι ανοιχτό ένα βιβλίο, το Κοράνι.
Με ένα κομποσκοίνι στο χέρι η γυναίκα ψιθυρίζει ένα από τα ενενήντα εννιά ονόματα του Αλλάχ, ένα κάθε μέρα. Επαναλαμβάνει ακούραστα σαν προσευχή «Αλ-Καχάρ[1]» και «Αλ-Ουαχάμπ[2]» με την ελπίδα ότι η πίστη της θα επαναφέρει στη ζωή τον σύζυγό της που κείτεται πλάι της. Ήταν πολεμιστής, ήρωας. Λίγο καιρό πριν, πολεμούσε με τους συντρόφους του για χάρη της Τζιχάντ[3]. Όμως, όταν μία σφαίρα καρφώθηκε στον αυχένα του, έπεσε σε κώμα. Αναίσθητος, εντελώς ανήμπορος να κουνηθεί ή να μιλήσει βρίσκεται απλώς εκεί, σαν πέτρα.
Βαριά σιωπή ή σκονισμένη αδράνεια;
Η γυναίκα είναι παντρεμένη μαζί του εδώ και δέκα χρόνια. Όμως, στην πραγματικότητα, ο άντρας αυτός της είναι εντελώς άγνωστος. Έλειπε, συνεχώς, στον πόλεμο, δεν ήταν παρών ούτε στην τελετή του γάμου τους. Κι εκείνη ζούσε με τους γονείς του μέχρι να επιστρέψει. Δεν επιτρεπόταν σε μία παντρεμένη γυναίκα να βγαίνει έξω, να βλέπει τις παιδικές της φίλες ή την μητέρα της. Ήταν δικό του κτήμα ακόμα κι αν δεν είχαν γνωριστεί ποτέ.
Αλλά ακόμα και όταν γύρισε πίσω, τρία χρόνια αργότερα, δεν της έριξε ούτε ένα βλέμμα, δεν της είπε ούτε μία λέξη. Για ‘κείνον ήταν απλώς μία ανταμοιβή για τη νίκη του και τίποτα περισσότερο. Η γυναίκα όμως προσπάθησε να τον αγαπήσει. Έτσι έπρεπε, εξάλλου, να κάνει. Και σιγά-σιγά άρχισε να συνηθίζει αυτή τη βαριά σιωπή, αυτή την παρουσία που ήταν και δεν ήταν στο χώρο. Αυτόν τον άντρα που δεν τη φίλησε ποτέ. Από υπέρμετρη περηφάνια ή από παντελή άγνοια για το τι θα πει αγάπη.
Σενγκέ Σαμπούρ
Και καθώς σκεφτόταν όλα αυτά τα χρόνια του γάμου της, η γυναίκα άρχισε να του εξομολογείται τις σκέψεις της, τα φυλαγμένα μυστικά της, τα καταπιεσμένα της συναισθήματα. Στην αρχή ευχόταν να μπορούσε να την ακούσει παρόλη την κωματώδη κατάστασή του. Να μπορούσε έστω και λίγο να την καταλάβει. Αλλά όσο οι εκμυστηρεύσεις κορυφώνονταν, εκείνη ήλπιζε να παρέμενε έτσι πετρωμένος. Εξάλλου είχε μετατραπεί σε σενγκέ σαμπούρ, είχε γίνει μία ολόδική της «πέτρα της υπομονής».
Σενγκέ Σαμπούρ είναι μία μαύρη πέτρα που με βάση την Περσική μυθολογία είναι πολύτιμη και έχει μαγικές ιδιότητες. Την βάζεις μπροστά σου και της εξομολογείσαι όλα τα βάσανά σου. Και όταν πια έχει απορροφήσει όλα τα τραύματα της ψυχής σου τότε γίνεται θρύψαλα. Κι εσύ λυτρώνεσαι, απελευθερώνεσαι.
Μία οικουμενική εξομολόγηση των γυναικών της Ανατολής
Το βιβλίο του Ατίκ Ραχίμι είναι καταγγελτικό. Μέσα από την ηρωίδα του δίνει φωνή στις γυναίκες της Ανατολής. Εκείνη λέει στον σύζυγό της όσα καμία δεν τολμά να πει. Μιλάει για τον φόβο, για τα ανεκπλήρωτα όνειρα, για τη ζωή της. Μια ζωή γεμάτη ταπεινώσεις. Και για το σώμα της που από τότε που γεννήθηκε ήταν κτήμα κάποιου άντρα.
Με φόντο τον πόλεμο που καταστρέφει τα πάντα, με τις φωνές των παιδιών που δεν σταματούν να παίζουν στο δρόμο και τον θρησκευτικό φανατισμό που επισκιάζει τα πάντα, ακούμε τους λυγμούς της γυναίκας. Μιλάει, προσεύχεται και ανοίγει την ψυχή της.
Ένα μυθιστόρημα αργό στον ρυθμό της ανάσας του ετοιμοθάνατου άντρα. Μία γραφή κοφτερή, θαρραλέα όπως η φωνή της γυναίκας. Και ένα τέλος διφορούμενο, ίσως λυτρωτικό ή ίσως κάτι σαν καταδίκη, που όμως προκαλεί τη δική του έκρηξη.
«Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορούν όλοι να έχουν πρόσβαση στην ευτυχία, είτε πρόκειται για την πραγματική ζωή είτε για κάποια ιστορία. Η ευτυχία των μεν προκαλεί τη δυστυχία των άλλων. Αυτό είναι θλιβερό, αλλά έτσι είναι».
Το βιβλίο «Η πέτρα της υπομονής» του Ατίκ Ραχίμι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και μπορείς να το βρεις εδώ.
*Βραβείο Goncourt, 2008
*Ομώνυμη Κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία του Ατίκ Ραχίμι, 2012
[1] Προσφώνηση στον Αλλάχ που σημαίνει Κυρίαρχος των πάντων ή Παντοκράτορας καθώς και Ακαταμάχητος, Νικηφόρος.
[2] Προσφώνηση στον Αλλάχ που δηλώνει τον Γενναιόδωρο Δωρητή, τον Ευεργέτη.
[3] Ο όρος αποδίδεται στη μουσουλμανική θρησκευτική υποχρέωση για τη διάδοση της ισλαμικής πίστης ή θρησκείας, ακόμα και με ιερό πόλεμο.