
Ένα από τα καλύτερα έργα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι αποτελεί η αυτοβιογραφία του, ένα ενιαίο έργο το οποίο, όμως, χωρίζεται σε τρία μικρότερα, παίρνοντας τη μορφή τριλογίας. Σε αυτό το άρθρο θα ρίξουμε μια σύντομη μα περιεκτική ματιά στο πρώτο κομμάτι της βιογραφίας του που δεν είναι άλλο από την αφήγηση των πρώτων χρόνων της ζωής του, ένα γλαφυρό και αποκαλυπτικό κείμενο που φέρει τον απλό τίτλο “Τα παιδικά μου χρόνια”. Καθώς το επίθετο Γκόρκι δεν είναι άλλο παρά παρατσούκλι, η έννοια του οποίου σημαίνει κυριολεκτικά πικρός, από αυτό και μόνο μπορούμε να λάβουμε μια μικρή δόση του πως ένιωθε ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα του, μα κυρίως της πίκρας μέσα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, η οποία τον σημάδεψε ανελέητα από την παιδική του ζωή μέχρι και τον ενήλικο του βίο.
Το βιβλίο ξεκινάει από τη στιγμή που ο πεντάχρονος Γκόρκι έχει ήδη χάσει τον πατέρα του. Καθώς η μητέρα του δεν μπορεί να τα βγάλει εύκολα πέρα, αναγκάζεται να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι όπου μια ζωντανή καθημερινή κόλαση περιμένει τον μικρό Αλιόσα (το πραγματικό του όνομα). Ο μόνος ο οποίος αποφασίζει για τα πάντα εκεί μέσα είναι ο παππούς του, ένας δεσποτικός τύραννος που όχι μόνο ελέγχει την οικογένεια με μεγάλη αυστηρότητα, μα δεν διστάζει να χτυπάει τους πάντες, μερικές φορές μάλιστα μέχρι το σημείο της λιποθυμίας. Από την οργή του δεν πρόκειται να ξεγλιστρήσει ούτε ο μικρός Γκόρκι, ο οποίος μάλιστα εξαιτίας του ατίθασου και άτακτου ταπεραμέντου του βρίσκεται συχνά στο στόχαστρο του. Παρά τη βαναυσότητα και την πρωτόγονη αγριότητα του όμως, ο παππούς αυτός δεν είναι ότι χειρότερο υπάρχει μέσα στο σπίτι. Ο Γκόρκι, παρόλο που δε διστάζει να δηλώσει ανοιχτά το μίσος του προς αυτή την πατριαρχική φιγούρα με την παράλογη οργή εναντίον όλων, παραδέχεται την εξυπνάδα του και ορισμένες φορές μάλιστα εκδηλώνει και θαυμασμό ή συμπάθεια για το πρόσωπο του παππού του. Αντιθέτως, δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τους δύο θείους του, δυο ανεγκέφαλους μέθυσους, που συνδυάζουν την ωμή βία του πατέρα τους με όλα τα πιθανά αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, στοιχεία που τους οδηγούν συχνά στην διάπραξη άσχημων πράξεων και γεγονότων.
Στην αντίπερα όχθη, ο μοναδικός άνθρωπος που εμπνέει αγάπη, συντροφικότητα και εμπιστοσύνη στο μικρό Γκόρκι είναι η γιαγιά του, μια ευγενική και τρυφερή γυναίκα με καλή καρδιά, μια αφηγήτρια ιστοριών γεμάτων από ενδιαφέρον τις οποίες εξιστορεί συνεχώς στον αγαπημένο της εγγονό. Η γυναίκα αυτή αποτελεί σύμβολο ηρωισμού για τον εγγονό της, ο οποίος θαυμάζει τόσο τις ψυχικές όσο και τις σωματικές αντοχές και δυνάμεις της που δεν λυγίζουν ποτέ, παρά το γεμάτο σκοτάδια περιβάλλον που την περιστοιχίζει, παρά τους ξυλοδαρμούς και τις προσβολές που συχνά πυκνά δέχεται. Η καλόψυχη γιαγιά έδωσε μάλιστα σημαντικά ερεθίσματα στον Γκόρκι, τόσο ως προς την αγάπη της για τη λογοτεχνία, όσο και για τη συμπόνοια της προς τους αδικημένους και τους κατατρεγμένους της ζωής.
Με παρόμοιο θαυμασμό αντικρίζει και τη μητέρα του, η οποία όμως τους παρατάει για μεγάλο χρονικό διάστημα, εγκαταλείποντας τον μικρό Αλιόσα στο πατρικό της. Όταν αυτή επιστρέφει ο Γκόρκι δε χάνει ούτε την αγάπη του για αυτήν, ούτε και τη σημασία που δίνει στο πρόσωπο της. Είναι μια αρκετά ανεξάρτητη γυναίκα που δεν δέχεται να υποταχτεί στον πατέρα της και μάλιστα ο κακότροπος αυτός γέρος δείχνει να τη φοβάται, σημάδια που δεν γίνεται παρά να εντυπωσιάσουν τον Αλιόσα. Όμως και αυτή έχει αρκετά ελαττώματα. Στην προσπάθεια της να μορφώσει το γιο της, εκείνος βλέπει την στενομυαλιά της και από την πιεστική και λανθασμένη μέθοδο που ακολουθεί, εκείνος σιγά σιγά οδηγείται στο να αποστραφεί εντελώς το σχολείο και οτιδήποτε σχετικό με αυτό και να ακολουθήσει μια έμφυτη ροπή προς την αλήτικη ζωή. Ο γάμος της με έναν κατά δέκα χρόνια νεότερο άντρα τον οποίο ο μικρός Αλιόσα δεν αργεί να αντιπαθήσει ολοκληρωτικά, έρχεται για να προσθέσει άλλο ένα αρνητικό γνώρισμα στη γεμάτη σκοτάδια και καταπίεση ζωή που βιώνει.
Η μεγάλη όμως σημασία του έργου δεν έγκειται στο προσωπικό περιβάλλον του συγγραφέα, αλλά μάλλον στην πανομοιότυπη ζωή που ζούνε όλοι οι φτωχοί χωρικοί της Ρωσίας την περίοδο εκείνη. Μέσα από την δική του προσωπική εμπειρία ο νεαρός Γκόρκι έρχεται στην συνειδητοποίηση της ασχήμιας που βιώνει η πλειοψηφία των φτωχών συμπατριωτών του και από τα δικά του βιώματα οδηγείται στο να αντιληφθεί και να αγκαλιάσει με τη σκέψη του καθολικά κοινωνικά προβλήματα, αρρώστιες της κοινωνίας που ταλαιπωρούν όχι μόνο αυτόν και την οικογένεια του, μα ολόκληρη τη χώρα από άκρη σε άκρη και που μόνο τυχαίες δεν είναι οι αιτίες τους.
Το βιβλίο είναι διαποτισμένο από έντονη φτώχεια και τρομακτική βαρβαρότητα, γεμάτο από την αληθινή και καθημερινή ζωή, τη γεμάτη από έντονες δυσκολίες, αδικίες και αγωνίες, του μέσου Ρώσου των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Βίαιοι πατριάρχες που διοικούν το σπιτικό τους με βασικό μέσο τον ξυλοδαρμό, χτυπώντας ανελέητα τόσο τις γυναίκες τους όσο και τα παιδιά τους, αδέρφια που δεν διστάζουν να φτάσουν στο σημείο να σκοτωθούν μεταξύ τους για να διαχωρίσουν μια κληρονομιά, αγραμματοσύνη και άγνοια που συσκοτίζει τα ανθρώπινα μυαλά ρίχνοντας τα στο βούρκο των προκαταλήψεων, πείνα και αρρώστιες που οδηγούν άδοξα και σε σύντομο χρονικό διάστημα στο θάνατο τα θύματα τους. Και παρόλαυτα, όλες αυτές οι αντιξοότητες αποτελούν ακριβώς τη δύναμη που είναι ικανή να παράξει νέους ανθρώπους, γεμάτους από καινούριες αντιλήψεις και ευαισθησίες, ικανούς όχι μόνο να διαφέρουν από το περιβάλλον τους, μα να αντισταθούν σε αυτό και να το αλλάξουν σταδιακά και με τον καιρό, μεταμορφώνοντας το σε μια καλύτερη έκδοση του.
Όπως αναρωτιέται και ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο:
“Όταν θυμάμαι τις μολυβένιες τούτες αθλιότητες της άγριας ρούσικης ζωής, στιγμές στιγμές αναρωτιέμαι: αξίζει, τάχα, να μιλάει κανείς για αυτήν; Και με καινούργια πεποίθηση απαντώ στον εαυτό μου, πως αξίζει. Γιατί, αυτή η ζωντανή, αισχρή αλήθεια, δεν ψόφησε, υπάρχει και σήμερα. Είναι μια αλήθεια, που πρέπει να την ξέρεις ως τις ρίζες της, ώστε να την ξεπατώσεις, μαζί με τις ρίζες της, από τη μνήμη, από τη ψυχή του ανθρώπου, απ’ όλη τη ζωή μας, τη βαριά και ντροπιασμένη.”
Και καταλήγει:
“Κάνει κατάπληξη η ζωή μας, όχι μόνο γιατί έχει μέσα της ένα παχύ και γόνιμο στρώμα, από κάθε λογής κοπριά κτηνωδίας, μα γιατί, μέσα από το στρώμα αυτό, φυτρώνει θριαμβευτικά το φωτεινό, το γερό και το δημιουργικό, φυτρώνει το αγαθό, το ανθρώπινο, δίνοντας φτερά στην ακατανίκητη ελπίδα, για την αναγέννηση μας, σε μια ζωή φωτεινή κι ανθρώπινη.”
