
Ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, Ζαν Ζενέ, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1910 και μεγάλωσε, εγκαταλελειμμένος από την πόρνη μητέρα του, με θετούς γονείς στην επαρχιακή πόλη, Αλληγνί-εν-Μορβάν. Αν και οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήταν εξαιρετικές, ο Ζενέ είχε από μικρός τάσεις φυγής και στράφηκε από νωρίς στην κλοπή και άλλες μικροαπατεωνιές. Όταν η θετή μητέρα του πέθανε, η επιμέλεια του Ζενέ ανατέθηκε σε ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ζευγάρι, αλλά, όντας πλέον έφηβος, δεν έμεινε μαζί τους για πολύ. Ο Ζενέ στράφηκε στην πορνεία για να κερδίζει τα προς το ζην, που σε συνδυασμό με τις κλοπές, σύντομα τον οδήγησαν στη φυλακή. Ατιμασμένος στα μάτια του στρατού (καθώς τον έπιασαν μια μέρα να συνουσιάζεται με έναν άλλο στρατιώτη), αλλά και της καλής κοινωνίας, λόγω της επαιτείας και της πορνείας, ο Ζενέ έζησε σαν σεσημασμένος εγκληματίας και τα ημι-αυτοβιογραφικά βιβλία του, «Η Παναγία των Λουλουδιών» (1944) και το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» (1949), τον έκαναν γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, για ακριβώς αυτούς τους λόγους. Η βιογραφία του Ζαν Πωλ Σαρτρ, ενός από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του τολμηρού συγγραφέα, «Άγιος Ζενέ» (1952), ανάγει τη σκληρή ζωή του συγγραφέα, με τις υπαρξιακές επιπλοκές της, στο βίο ενός Αγίου. Ο Ζενέ, θαυμάστηκε επίσης από γίγαντες της καλλιτεχνικής σκηνής, όπως τον Πάμπλο Πικάσο και το Ζαν Κοκτώ, τόσο για τις ημι-αυτοβιογραφίες του, όσο και για τα επιτυχημένα θεατρικά έργα του, «Οι Δούλες» (1947), «Το Μπαλκόνι» (1956) και «Οι Νέγροι» (1958).

Σε αντίθεση με την πρώτη ημι-αυτοβιογραφία του Ζενέ, «Η Παναγία των Λουλουδιών», που είναι μυθοποιημένη σε μεγαλύτερο βαθμό, το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» είναι πιο ρεαλιστικό και έτσι η απήχηση που είχε στο αναγνωστικό κοινό ήταν μεγαλύτερη. Το πρώτο βιβλίο έχει σήμερα καλτ φήμη, χάρη στους κεντρικούς χαρακτήρες του, Ντιβάιν και Ντάρλινγκ, μία τραβεστί και τον νταβατζή της αντίστοιχα, που επηρέασαν τόσο τον Άντι Γουόρχολ και τον Τζακ Σμιθ, όσο και τον Τζον Γουότερς και τον πρωταγωνιστή στις περισσότερες ταινίες του, Χάρις Γκλεν Μίλστεντ, γνωστότερο ως Ντιβάιν. Το «Ημερολόγιο», από την άλλη, εξιστορεί τις προσωπικές εμπειρίες του Ζενέ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον κεντρικό χαρακτήρα να έχει εισχωρήσει στα βρώμικα κυκλώματα της πορνείας, σε βαθμό που ταξιδεύει με ρίσκο της ζωής του από χώρα σε χώρα (στο χρονικό διάστημα που καλύπτει το βιβλίο, ο Ζενέ επισκέπτεται την Ισπανία, την Ιταλία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, τη Ναζιστική Γερμανία και το Βέλγιο), χωρίς σχεδόν να λαμβάνει υπόψη του πως ο πόλεμος είναι σε συνεχή εξέλιξη και σε κανένα μέρος της Ευρώπης δεν μπορεί κανείς να είναι εκατό τοις εκατό ασφαλής.

Δείτε ολόκληρη την ταινία «Un Chant d’Amour» (1950) στο YouTube:
https://www.youtube.com/watch?v=YB-09I6abHM
Η εμμονή, ουσιαστικά, του Ζενέ με την πορνεία και το αντρικό σώμα, είναι κάτι που εξελίχθηκε ενόσω βρισκόταν στη φυλακή και τόσο η «Παναγία των Λουλουδιών» , όσο και η μικρού μήκους ταινία του, «Un Chant d’Amour» (1950), που κυκλοφόρησε στην Αμερική μέσω του Anthology Film Archives του Τζόνας Μίκας, πραγματεύονται αυτό το θέμα και αποτέλεσαν αντικείμενα αυνανισμού, πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο, όπως ήταν, για παράδειγμα και οι «120 Μέρες των Σοδόμων» (1785) του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» αναφέρεται στις ερωτικές περιπέτειες του πρωταγωνιστή με πολύ «ευγενικότερο» τρόπο και συχνά πραγματεύεται το θέμα του έρωτα, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκείνη όπου ο χαρακτήρας διατίθεται να βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο για να ευχαριστήσει τον Στιλιτάνο, ένα Σέρβο, μονόχειρα εγκληματία (που αποδεικνύεται πως είναι έμπορος ναρκωτικών) στον οποίο έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Προς το τέλος του βιβλίου, οι ερωτικές σκηνές που μένουν στη μνήμη είναι αφενός εκείνη του Ζενέ με ένα νεαρό Ναζί, που φανερώνει μία άγνωστη πτυχή της πραγματικότητας των Γερμανών στρατιωτών της εποχής, και αφετέρου εκείνη όπου ο χαρακτήρας βάζει συμβολικά το άνθος ενός τριαντάφυλλου στα οπίσθιά του, ετοιμαζόμενος να συνευρεθεί με ένα πελάτη, τον οποίο καταλήγει τελικά να ληστέψει, απειλώντας τον με όπλο.

Πάντα τολμηρή και ποτέ με υπεκφυγές, η λογοτεχνία του Ζενέ, αν και σε κάποιο βαθμό μυθοποιημένη (όπως, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ήταν και η ιστορία της τραγικής ζωή του) παρέμενε πάντα αληθινή και προσπαθούσε με ποιητικό τρόπο να περιγράψει τα γεγονότα. Η ζωή στη φυλακή, στο έγκλημα, την επαιτεία και την πορνεία ήταν μια δύσκολη και καταθλιπτική ζωή. Για τον Ζενέ, όμως, που είχε θέσει ως στόχο της ζωής του να ζήσει μια ύπαρξη, όπου οι αξίες της καθωσπρέπει κοινωνίας ήταν πλήρως ανεστραμμένες (η προδοσία, η κλοπή και η ομοφυλοφιλία ήταν οι ύψιστες αξίες για εκείνον, ενώ ο φόνος ήταν το τελευταίο βήμα πριν την «αγιότητα», την οποία προσπαθούσε με την ιδιαίτερη προσέγγισή του να φτάσει), μία τέτοια πραγματικότητα διέθετε μια μποέμ ομορφιά. Οι πεποιθήσεις του Ζενέ δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα παρθενογένεσης. Στη φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε μπορεί κανείς να βρει όλες αυτές τις τολμηρές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένης της «επαναξιολόγησης όλων των αξιών».

Το έργο του Γάλλου συγγραφέα βρήκε τη θέση του στη λογοτεχνία του Παραλόγου, κυρίως χάρη στα πασίγνωστα πλέον θεατρικά του, και χρησιμοποιήθηκε ως φιλοσοφικό παράδειγμα για μια σειρά από υπαρξιακά ερωτήματα που ο Σαρτρ θέτει στο μνημειώδες έργο του, «Το Είναι και το Μηδέν» (1943). Η επιρροή του Ζενέ ήταν τεράστια και επάνω στη Μπιτ γενιά της δεκαετίας του 1950, στην Αμερική και ιδίως στο έργο του ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τα πειραματικά έργα του Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ. Οι δύο λογοτέχνες, μάλιστα, έσπευσαν να γνωρίσουν τον λογοτεχνικό τους ήρωα, ακόμη κι αν εκείνος ήξερε ελάχιστα Αγγλικά και εκείνοι μόνο τα στοιχειώδη στα Γαλλικά, και οι τρεις τους παρευρέθηκαν σε συλλαλητήρια ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ στο Σικάγο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο Ζενέ συνέχισε τον πολιτικό ακτιβισμό του στην Αμερική, ακλουθώντας σε συλλαλητήρια τους Μαύρους Πάνθηρες, μία επαναστατική οργάνωση που μαχόταν για τα δικαιώματα των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κοντά στο τέλος της ζωής του, το 1982, ο Ζενέ έγραψε για τη σφαγή των Παλαιστίνιων στον καταυλισμό της Σατίλα, στη Βυρηττό, λίγες ώρες μετά την εισβολή των Χριστιανών Λιβανέζων Φαλαγγιτών, κάτι το οποίο είδε με τα μάτια του. Χτυπημένος τελικά από καρκίνο, ο Ζενέ πέθανε το 1986 στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Παρίσι, σε ηλικία 76 ετών. Με την περιπετειώδη ζωή του έδειξε στον κόσμο πως μια ζωή χαρακτηριζόμενη από ελευθερία είναι μεν δύσκολη, αλλά τελικά εφικτή και ο δρόμος της οδηγεί σε μία μορφή «αγιότητας».
Δείτε την τελευταία συνέντευξη του Ζαν Ζενέ για το BBC στο YouTube: