Η Μαργκερίτ Ντυράς γεννήθηκε το 1914 και έζησε τα νεανικά και εφηβικά της χρόνια στη Ινδοκίνα, την περιοχή, δηλαδή, όπου σήμερα βρίσκεται το Βιετνάμ. Μυθιστοριογράφος, θεατρική συγγραφέας, σεναριογράφος, δοκιμιογράφος και πειραματική σκηνοθέτις, η Ντυράς είναι ευρέως γνωστή για τη συγγραφή του σεναρίου μιας από τις πρώτες ταινίες του Γαλλικού Νέου Κύματος (Nouvelle Vague), «Χιροσίμα, αγάπη μου» (1959), τη σκηνοθεσία της οποίας επιμελήθηκε ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης, Αλέν Ρενέ. Τόσο οι πειραματικές, avant–garde ταινίες της (βλ., «India Song» (1975), «Le Camion» (1977), κλπ.), όσο και τα μυθιστορήματά της, εστίασαν στην εμπειρία του να μεγαλώνει κανείς σε μία αποικία, ανήκοντας φυλετικά στο έθνος των αποικιστών, και εξέτασαν την παρεξηγημένη έννοια του «προνομίου» και την υποτιθέμενη ντροπή ή ενοχή την οποία θα πρέπει να νοιώθει όποιος έτυχε να γεννηθεί κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το πιο γνωστό, αλλά και προσωπικό βιβλίο της Ντυράς επάνω στο θέμα (καθώς εξιστορεί μια αυτοβιογραφική εμπειρία της συγγραφέα), είναι ο «Εραστής», που κυκλοφόρησε μόλις το 1984. Σε αυτό το βιβλίο, η 15χρονη, ανώνυμη πρωταγωνίστρια γνωρίζει και ερωτεύεται έναν 27χρονο άνδρα, γιό ενός πλούσιου Κινεζο-βιετναμέζου επιχειρηματία, κατά την επιστροφή της από διακοπές στην πόλη Σα Ντεκ στο δημόσιο οικοτροφείο της Σαϊγκόν. Η διαφορά ηλικίας, αλλά και ο φυλετικός και ταξικός διαχωρισμός μεταξύ των δύο εραστών, καταδικάζουν τελικά τη σχέση τους, η οποία πρόκειται να σημαδέψει τη συγγραφέα για το υπόλοιπο της ζωής της.
Αν και ο «Εραστής» διασκευάστηκε ξεχωριστά σε ταινία για τη μεγάλη οθόνη το 1992 από τον Ζαν-Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστές τη Τζέιν Μαρτς και τον Τόνι Λιούνγκ, η ιστορία μοιάζει με εκείνη κάμποσων άλλων μυθιστορημάτων της Ντυράς, που πραγματεύονται την «παράνομη» σχέση μεταξύ μιας νέας Ευρωπαίας και ενός πλούσιου Ασιάτη, αλλά και με το βραβευμένο σενάριό της για το «Χιροσίμα, αγάπη μου» (1959). Η ταινία του Ρενέ, που ανήκει στο Γαλλικό Νέο Κύμα της δεκαετίας του 1960, έχει ως πρωταγωνιστές την Εμανουέλ Ριβά και τον Είτζι Οκάντα, οι οποίοι έχουν αντίστοιχες εθνικότητες με τους χαρακτήρες του μεταγενέστερου βιβλίου της και είναι επίσης εραστές. Με τον τίτλο της στα Ιαπωνικά να σημαίνει, «Η εικοσιτετράωρη σχέση», η ταινία του Ρενέ και της Ντυράς εξετάζει το κόστος ενός πολέμου (και πόσο μάλλον ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος), τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο. Όπως συνήθιζε να κάνει και σε άλλες ταινίες του, έτσι και εδώ ο Ρενέ διανθίζει την ταινία με στοκ υλικό από την επόμενη ημέρα ύστερα από βομβαρδισμούς και αιματηρές συγκρούσεις, ούτως ώστε να μας μεταφέρει τη φρικτή ατμόσφαιρα του πεδίου της μάχης. Η σχέση μεταξύ των δύο εραστών, αν και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, φαίνεται να έχει και μια αλληγορική σημασία, συμβολίζοντας τη ρευστή σχέση μεταξύ «κατεκτημένου» και «κατακτητή» και το πόσο εύκολα, ανά πάσα στιγμή, οι ρόλοι αυτοί μπορούν να αντιστραφούν.
Η Ντυράς φαίνεται να δίσταζε να μιλήσει για την παράνομη σχέση της με τον ανώνυμο (στο βιβλίο, τουλάχιστον) άνδρα, όσο εκείνος βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Αυτή η παλιά ιστορία που διηγείται στον «Εραστή» γράφτηκε όταν η ίδια ήταν πια 70 χρονών, 55 χρόνια δηλαδή αφότου τον γνώρισε. Αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη σχέση της συγγραφέα με τον Λίο (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του εραστή της), υπάρχουν και στα βιβλία της, «Φράγμα στον Ειρηνικό» (1950) και «Ο εραστής της Βόρειας Κίνας» (1991). Ο «Εραστής» είναι μάλλον το πιο ολοκληρωμένο από τα μυθιστορήματά της και έτσι από όταν εκδόθηκε στα Γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο, «Les Éditions de Minuit» το 1984, έχει μεταφραστεί σε 43 γλώσσες ανά τον κόσμο και έχει βραβευτεί με το Prix Goncourt της χρονιάς που κυκλοφόρησε. Πολλές λίστες με τα «καλύτερα βιβλία όλων των εποχών» συμπεριλαμβάνουν τον «Εραστή» ανάμεσα στους τίτλους τους.
Η Ντυράς διαλέγει να πει μία προσωπική και γεμάτη ειλικρίνεια ιστορία αναφορικά με τις εμπειρίες της στην Ινδοκίνα του 1929. Το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο και το γενικότερο κλίμα της αποικιοκρατίας φανερώνονται μόνο μέσα από τα λεγόμενα και τις πράξεις των χαρακτήρων. Έτσι η 15χρονη πρωταγωνίστρια δεν μιλάει για την κοινωνική ανισότητα μεταξύ κατακτητών και κατεκτημένων, ούτε για τα «προνόμια» που απολαμβάνει ως λευκή Ευρωπαία. Αντιθέτως, όπως βλέπουμε ανήκει σε μία μονογονεϊκή οικογένεια, οικονομικά βεβαρημένη μετά το θάνατο του πατέρα της και αν και η πρωταγωνίστρια δεν το αναγνωρίζει ποτέ πλήρως, η επιλογή της να συνάψει σχέση με το γόνο μίας εύπορης ασιατικής οικογένειας είναι μία βιοποριστική λύση για εκείνη που «παλεύει» να ξεφύγει από τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ο ταξισμός, παρόλα αυτά, έρχεται να ματαιώσει το σχέδιο αυτό της νεαρής κοπέλας, όταν ο πλούσιος πατέρας του εραστή της «πατάει πόδι» και καταφέρνει να τους κάνει να σπάσουν τον αρραβώνα τους. Η κοινωνική κατακραυγή απέναντι σε μια σχέση με τη δική τους διαφορά ηλικίας διαφαίνεται από τις περιγραφές του κοινωνικού περίγυρου της κοπέλας από την Ντυράς.
Πολύπλευρο, αλλά ταυτόχρονα σύντομο και λιτό, το μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντυράς αποτελεί σίγουρα το magnum opus της συγγραφέα, με θέμα την ιστορία που της άλλαξε τη ζωή. Αν και δεν δίστασε ποτέ να πειραματιστεί, κυρίως με αφηγηματικές τεχνικές και χαρακτήρες, η Ντυράς επέστρεψε πολλές φορές σε αυτό τον παλιό, εμμονικό έρωτα, που έμεινε ανεκπλήρωτος. Στην παράδοση των αισθηματικών μυθιστορημάτων με αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο «Εραστής» βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, ως ένα έργο που εκφράζει με σπάνια ειλικρίνεια αυτή τη γλυκόπικρη εμπειρία.