Βιβλία που γίνονται σενάρια, λέξεις που γίνονται εικόνες και πολλές πολλές λήψεις, μουσικές και ερμηνείες… όταν τα βιβλία συναντούν μικρή και μεγάλη οθόνη έρχονται σειρές και ταινίες να διαδεχτούν σελίδες, δίνοντάς τους σάρκα και όψη. Πολλές φορές τέτοιες επιχειρήσεις απογοητεύουν εξαιτίας της άτοπης προσέγγισης της ιστορίας και των προσώπων της (σκηνογραφικά ή σκηνοθετικά), ωστόσο, άλλες χαρίζουν διαμαντάκια στην κασετίνα του σινεμά και της τηλεόρασης. Μιλώντας για τα ελληνικά πράγματα, ανοίγοντας αυτή την κασετίνα βρίσκει κανείς αναπάντεχα ωραίες παραγωγές. Αναλυτικότερα :
Το 2013 ο Παντελής Βούλγαρης μεταφέρει στην οθόνη του κινηματογράφου το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη “Μικρά Αγγλία”. Ύστερα από μια εύστοχη αναπροσαρμογή του βιβλίου με πύκνωση της πλοκής για λόγους οικονομίας χρόνου και δράσης, προκύπτει μια ταινία άρτιας παραγωγής και θεάματος μα αυτό είναι το λιγότερο. Με φόντο την προπολεμική Άνδρο ζωντανεύουν αβίαστα οι ζωές των ηρώων, οι μοίρες των ερώτων, τα ανθρώπινα και τα ακαθόριστα της ζωής. Η εξαιρετική ηθοποιία έρχεται να ολοκληρώσει την ευφυΐα της σκηνοθεσίας και την νοσταλγική διάθεση του Βούλγαρη. Παρότι οι ταινίες εποχής κινδυνεύουν να γίνουν γραφικές ή μονόχνοτες, η συγκεκριμένη διατηρεί μια αυθεντικότητα σαν να είναι γυρισμένη ακριβώς σε εκείνη την χρονική διατομή, και γι’ αυτό άλλωστε γνώρισε τεράστια απήχηση από τον κόσμο.
Κάτι από την υπόθεση ταινίας-βιβλίου:Στην Άνδρο της δεκαετίας του ’30, η Μίνα, σύζυγος ναυτικού που λείπει διαρκώς σε ταξίδια, παντρεύει την κόρη της Όρσα με τον νεαρό καπετάνιο και πλοιοκτήτη Νίκο Βατοκούζη και όχι με τον ορφανό υποπλοίαρχο Σπύρο Μαλταμπέ με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Όταν όμως ο τελευταίος γίνει περιζήτητος καπετάνιος, θα παντρευτεί τη μικρότερη κόρη της Μίνας, τη Μόσχα, αναστατώνοντας έτσι επικίνδυνα την οικογενειακή καθημερινότητα.
Ακόμα μία ταινία εποχής, αυτή τη φόρα στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι το “Ουζερί Τσιτσάνη”. Μία ταινία που σε συνεπαίρνει μόνο και μόνο από τα soundracks, με την μουσική του Τσιτσάνη να επεμβαίνει σαν αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης για να την αναχαιτίσει παράλληλα, κερδίζοντας σε ακαριαία! Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο που πλαισιώνει την υπόθεση, χωρίς να εξετάσει κανείς με την πρώτη ματιά πιθανά ατοπήματα της σκηνοθεσίας του Μανούσου Μανουσάκη, αυτό που αγγίζει είναι η ιδέα της ταινίας. Πάλι ένας αδύνατος έρωτας μεταξύ ενός χριστιανού και μίας Εβραίας και πάλι η απροσπέλαστη μοίρα και πάλι και πάλι και πάλι… κεντρικές ιδέες που έχουν αποδοθεί πολλές φορές σε ταινίες με μια βασική διαφορά : στο “Ουζερί Τσιτσάνη” τα πάντα βρίσκονται σε μια ακαταμάχητη συνάρτηση με τη μουσική η οποία ντύνει και εξηγεί κάθε σκηνή με έναν τρόπο που ξεπερνά ηθοποιία ή σκηνοθεσία, αφήνοντας την τελευταία γεύση από το όλο θέαμα.
Κάτι από την υπόθεση ταινίας-βιβλίου: Στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη του 1942 ο Γιώργος δουλεύει μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Τσιτσάνη σε ένα δικό τους ουζερί. Θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί την Εστρέα, ο έρωτας μεταξύ ενός χριστιανού και μιας Εβραίας
, όμως, είναι απαγορευμένος με κάθε τρόπο. Κι ενώ οι ναζί κλιμακώνουν τις διώξεις τους, οι δυο νέοι θα ζητήσουν τη βοήθεια του διάσημου συνθέτη για να μπορέσουν να ξεφύγουν.
Και τώρα μια ται
νία που ανήκει σε εκείνη την κατηγορία που σε απογοητεύει : “Η Ρόζα της Σμύρνης” (ή “Ισμαήλ και Ρόζα” όπως είναι ο ακριβής τίτλος του βιβλίου). Μελόδραμα μέχρι σημείο ανοησίας ξεφεύγοντας από το βιβλίο, και με μια κακή αναδρομική επένδυση στη σκηνοθεσία χωρίς να αγγίζει την εποχή στο βαθμό που περιμένει κανείς, αφήνει τον θεατή αν όχι ενοχλημένο… αδιάφορο!
Κάτι από την υπόθεση ταινίας-βιβλίου:Στην Αθήνα του 1987 ο Δημήτρης ετοιμάζει μια έκθεση πάνω στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης και, ψάχνοντας, ανακαλύπτει σε ένα τούρκικο παλιατζίδικο ένα ματωμένο νυφικό. Αναζητώντας την ιστορία του, καταλήγει στη Ρόζα, μια γηραιά κυρία που ζει με την εγγονή της και δεν θέλει να μοιραστεί με κανέναν το παρελθόν της.
Περνώντας στην τηλεόραση και σε μία από τις λίγες φορές που συναντάμε αξιόλογη σειρά, έχουμε να κάνουμε με μία σειρά που καλύτερη δεν γίνεται. “Το 10” του Μ.Καραγάτση που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γνώρισε μια
άλλη μορφή ολοκλήρωση με την τολμηρή και ταυτόχρονα εύστοχη επέμβαση που του χάρισε φωνή και εικόνα. Διαβάζοντας το βιβλίο σχηματίζει κανείς μια δική του εκδοχή του “10”, ωστόσο, είναι δύσκολο να αντισταθείς στις αβίαστες σκηνές της σειράς, την αγωνία που διατηρείται με μια λεπτότητα και μεταφέρεται καρτερικά από κάθε ήρωα που κουβαλά τις δικές του σκέψεις. Όλες αυτές οι σκέψεις, με τις χαριτωμένες αναμενόμενες ανατροπές και τους τόσο ξεχωριστούς, ιδιόμορφους χαρακτήρες της φτωχογειτονιάς αυτής, με την αμεσότητα της εικόνας και την σπιρτάδα του λόγου του Καραγάτση που δεν χάνεται, αποτυπώνονται στην σειρά με συστολή και διακριτικότητα απέναντι στο ίδιο το βιβλίο και τον δημιουργό του.
Είδος: Κοινωνική
Παραγωγός: Κώστας Λαμπρόπουλος, Γιώργος Κυριάκος, Χάρης Παντουβάς
Σκηνοθεσία: Πηγή Δημητρακοπούλου
Σενάριο: Σταύρος Καλαφατίδης, Μαίρη Ζαφειροπούλου, Γιώργος Κρητικός
Συγγραφέας: Μ. Καραγάτσης
Μουσική σύνθεση: Ελένη Καραϊνδρου
Όταν η Διδώ Σωτηρίου έγραφε τα “Ματωμένα Χώματα” σίγουρα δεν υπήρχαν βλέψεις να γίνει σειρά. Πολλούς μπορεί να τους ξενέρωνε κιόλας μια τέτοια προοπτική μέχρι τη στιγμή που συνέβη όντως. Μία ταχύρυθμη μεταφορά στην παραδείσια Μικρά Ασία- πριν την καταστροφή- φέρνει τον θεατή μπροστά σε μια αληθοφανέστατη της ζωής και της συμβίωσης Ελλήνων-Τούρκων, σε μια εξαιρετική ηθοποιία από κάθε άποψη ντυμένη με ευφάνταστα σκηνικά και κοστούμια που ξεπερνούσαν ολοκληρωτικά την χρονική απόσταση με την εποχή. Για τη συγκεκριμένη σειρά δεν αρκεί καμία περιγραφή να χωρέσει το εύρος και την ποιότητα τόσο της
παραγωγής όσο της σκηνοθεσίας και την ηθοποιίας, αλλά και την μουσική επένδυση.
Περίληψη: Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα “Τάγματα Εργασίας” της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: “Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις”. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: “Θηρίο είν’ ο άνθρωπος!”.