Η σύγχρονη τουρκική κοινωνία ασφυκτιά υπό την εξουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η συσσωρευμένη οργή των κοινωνικών στρωμάτων που διαφωνούσαν με τις κυβερνητικές πολιτικές εξερράγη το 2013. Τα τότε γεγονότα συγκλόνισαν την παγκόσμια κοινότητα και έδωσαν το έναυσμα για μία μεγάλη πολιτική αλλαγή. Γιατί, όμως, αυτή δε συνέβη τελικά; Γιατί σήμερα εν έτει 2017 ο Ερντογάν είναι πιο ισχυρός από ποτέ; Μία προσπάθεια ανάλυσης των όσων έχουν διαδραματιστεί αυτά τα τέσσερα χρόνια θα ήταν, ενδεχομένως, ένας οδηγός προς την εύρεση των απαντήσεων.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ 2013
Το καλοκαίρι του 2013 στην ιστορική πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης και στο διπλανό πάρκο Γκεζί, πλήθος διαδηλωτών εναντιώθηκε στο «αυταρχικό» καθεστώς, που σύμφωνα με τους ίδιους είχε επιβάλλει ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η πρόταση του Ερντογάν να «αναπλάσει» την πλατεία Ταξίμ και να εγκαταστήσει ένα εμπορικό κέντρο στη θέση του πάρκου Γκεζί πυροδότησε αντιδράσεις στην άμαθη από συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, σύγχρονη κοινωνία της Τουρκίας.
Στην αρχή, οι άνθρωποι που βρέθηκαν στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν τόνιζαν την επιβάρυνση που θα επέφερε η πρόταση αυτή στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Επομένως, οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν με οικολογική χροιά. Κανείς, ωστόσο, δεν ανέμενε την έκταση που θα λάμβανε το «κίνημα» της πλατείας Ταξίμ, αμέσως μετά την επέμβαση της αστυνομίας και τη βίαιη καταστολή των διαδηλωτών.
Μέρα με τη μέρα, η πλατεία «υποδεχόταν» ολοένα και περισσότερους πολίτες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην πολιτική που εφάρμοζε η τουρκική κυβέρνηση. Πιο συγκεκριμένα, ο «αυταρχισμός» και η προσπάθεια «εξισλαμισμού» της χώρας εκ μέρους της κυβέρνησης κυριάρχησαν στα συνθήματα των διαδηλωτών. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως σε αυτές τις πολυάριθμες συγκεντρώσεις έλαβαν μέρος άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων και κοινωνικών τάξεων.
Ο πρωθυπουργός της χώρας απαίτησε τη λήξη των διαδηλώσεων. Η άρνηση των πολιτών είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου αστυνομική παρουσία στην πλατεία. Οι νεκροί, οι τραυματίες και οι συλληφθέντες στιγμάτισαν τις διαμαρτυρίες του καλοκαιριού του 2013.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Η ΤΟΥΡΚΙΑ
Οι ταραχές που συνέβησαν το 2013 ανέδειξαν σε σημαντικό βαθμό την αγανάκτηση μεγάλου τμήματος πολιτών της Τουρκίας για τα πολιτικά πεπραγμένα της κυβέρνησης. Η λέξη «αυταρχισμός» εμφανίστηκε στα χείλη των διαδηλωτών σε τέτοια συχνότητα που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αμελητέα. Ο όρος είναι ιδιαιτέρως «βαρύς» και αντανακλά αν μη τι άλλο το πως αντιλαμβάνονται οι πολίτες τις δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος.
Ο Χουσεϊν Μπαγκσί, διδάκτωρ στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Άγκυρας σημειώνει ότι η ατυχής σκέψη του Ερντογάν ήταν πως θα μπορούσε να επιβάλλει στο λαό της Τουρκίας τη μουσουλμανική νοοτροπία στην καθημερινή τους ζωή. Αναμφίβολα, η Τουρκία διαθέτει βαρυσήμαντη θρησκευτική παράδοση και αρκετοί πολίτες – η πλειονότητα των οποίων είναι ψηφοφόροι του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης – έχουν προσαρμόσει το βίο τους στην ισλαμική πίστη. Ωστόσο, ο Μπαγκσί τονίζει πως το τελευταίο πράγμα που περιμένουν οι Τούρκοι από τον πολιτικό τους ηγέτη είναι να ορίζει τον καλό και αντίστοιχα τον κακό μουσουλμάνο.*
Στο ίδιο πλαίσιο, τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της πολιτικής Ερντογάν επισημαίνει σε άρθρο του, στο περιοδικό Foreign Policy, ο Steven A. Cook. Ο αρθρογράφος τονίζει πως τη δεκαετία 2002 – 2012 η τουρκική οικονομία άνθισε και συνάμα το συντριπτικό ποσοστό των Τούρκων (87%) μετείχε ενεργά των εκλογικών διαδικασιών. Παρά την οικονομική και πολιτική «ανάπτυξη», το τουρκικό κράτος, όμως, δεν εκμεταλλεύτηκε την ευνοϊκή συγκυρία και προτίμησε να αναλωθεί σε τακτικές που θα εξασφάλιζαν τη διατήρηση της εξουσίας.
Η τουρκική κυβερνητική πολιτική ταυτίστηκε με τον ισλαμικό συντηρητισμό και σχεδίασε τη στρατηγική της πάνω σε αυτόν. Υπό αυτό το πρίσμα, οι μεγάλες εκλογικές νίκες που σημείωσε η παράταξη του Ερντογάν δεν μπορούν να επισκιάσουν τις επικριτικές φωνές απέναντι στο καθεστώς. Έχουν, ωστόσο τη δυνατότητα να αποτελούν το βασικότερο επιχείρημα της κυβέρνησης όταν προκύπτουν μαζικές διαμαρτυρίες σε πρακτικές της. Δημοσιογράφοι που διαφωνούν, επιχειρήσεις που είναι τροχοπέδη στις επιθυμίες της κυβέρνησης, τα social media που οργανώνουν τους διαδηλωτές, όλα δέχονται τα επιθετικά «βέλη» της κυβέρνησης. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο φυσικό επακόλουθο είναι η επικράτηση των φορέων εκείνων που βρίσκονται υπό την αιγίδα του Ερντογάν.
Η μετάβαση της Τουρκίας από μια χώρα με φιλοευρωπαϊκές βλέψεις σε ένα κράτος μονοκομματικό πλήττει, όπως είναι αντιληπτό, τη δημοκρατία. Η δημοκρατία δε συνίσταται μονάχα τη διεξαγωγή εκλογών αλλά κυρίως την ελευθερία της έκφρασης και της λήψης αποφάσεων. Η καταδίκη της αντίθετης άποψης αναδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο πως ο Ερντογάν απέτυχε να πραγματοποιήσει όσα είχε υποσχεθεί στο ξεκίνημα της διακυβέρνησης του στη χώρα.
Ο Ερντογάν, επομένως, φαίνεται να καταρρίπτει τις αρχικές εγγυήσεις του κόμματος και να χαράζει μία συντηρητική πολιτική, η οποία καθίσταται πρόδηλη και στο Κουρδικό ζήτημα. Διεξοδικότερα, «η αδυναμία του κυβερνώντος κόμματος να επιλύσει το Κουρδικό οφείλεται εν πολλοίς στο φόβο υιοθέτησης μίας υπερβολικά φιλελεύθερης πολιτικής στο ζήτημα, η οποία ενδεχομένως θα υποβάθμιζε την υποστήριξη που λαμβάνει το κόμμα ανάμεσα στην ισχυρή εθνικιστική κοινότητα», επισημαίνει ο Hakan Yavuz στο βιβλίο του με τίτλο: “Secularism and Muslim Democracy in Turkey”. Κατά συνέπεια, διαφαίνεται η άρρηκτη σύνδεση της εξουσίας του Ερντογάν με την προαναφερθείσα κοινότητα.
Επομένως, φαίνεται πως όλος αυτός ο αναβρασμός πίσω από τα γεγονότα του 2013 αναζητούσε την αφορμή να ξεσπάσει. Ο καταπιεσμένος λαός της Τουρκίας είδε τις διαμαρτυρίες εκείνου του καλοκαιριού ως την καλύτερη ευκαιρία να εκφράσει την επιθυμία του για πολιτικές αλλαγές. Ο Ερντογάν συνειδητοποίησε άμεσα πως η κατάσταση ενδεχόμενα να ξέφευγε από τα χέρια του. Αποφάσισε, λοιπόν, ένα χρόνο μετά τις αναταραχές και αφού πρώτα αντιμετώπισε ξανά ισχυρές αντιτιθέμενες φωνές – τις οποίες κατέπνιξε η αστυνομική βία, ενώ σημειώθηκαν και συλλήψεις ξένων ανταποκριτών – να διεκδικήσει την προεδρία της Τουρκίας.
Τον Αύγουστο του 2014, ο Ερντογάν εξελέγη Πρόεδρος της Τουρκίας διαδεχόμενος τον Αμπντουλάχ Γκιούλ. Η άνεση της επικράτησής του μεγιστοποίησε την πολιτική «ηγεμονία» του. «Εκλεκτός» του για τη θέση του πρωθυπουργού, ο επί χρόνια συνεργάτης του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Αχμέτ Νταβούτογλου.
Το κίνημα του 2013 έδειχνε να έχει σιγήσει μπροστά στην απόλυτη κυριαρχία του πολιτικού ηγέτη της χώρας. Πιθανότατα, η ευρεία αποδοχή του Ερντογάν και συγχρόνως η αποτυχία του κινήματος να οδηγήσει σε ραγδαίες μεταβολές του υπάρχοντος συστήματος αποθάρρυναν τους διαδηλωτές. Η εκλογική αποτυχία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης τον Ιούνιο του 2015 να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και η ταυτόχρονη ραγδαία αύξηση των ποσοστών του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (για πολλούς φιλοκουρδικό κόμμα) ήταν μία ήττα που δε στοίχισε αρκετά στον Ερντογάν. Στον ίδιο βαθμό, η βία των σωμάτων ασφαλείας έναντι των διαδηλωτών, ενδεχομένως, φόβισαν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Άλλωστε, το καθεστώς Ερντογάν είχε απαγορεύσει τις μαζικές συγκεντρώσεις στην πλατεία Ταξίμ μετά το 2013.
Το μέτρο της απαγόρευσης της πρόσβασης στην Ταξίμ και η συνεπακόλουθη τακτική της αστυνομίας ενισχύουν τον «αυταρχισμό» που προσδίδεται στον Ερντογάν. Ο ίδιος είτε ως πρωθυπουργός είτε ως πρόεδρος μοιάζει να θέλει τη διαγραφή από τη μνήμη των ανθρώπων, των αναταραχών του παρελθόντος. Οποιαδήποτε σύνδεση με το παρελθόν συνεπάγεται αυτόματα και την αμφισβήτηση εκ μέρους των πολιτών της πολιτικής του αυτοδυναμίας, της ισχύος που διαθέτει να διαμορφώνει όπως ο ίδιος επιθυμεί την πραγματικότητα της τωρινής Τουρκίας. Ίσως, αυτός να είναι και ένας βασικός λόγος καθίζησης των συζητήσεων με την Ευρώπη.
Το ρήγμα στην πολύχρονη σχέση του Ερντογάν με τον Νταβούτογλου έρχεται να επιβεβαιώσει την ανωτέρω οπτική. Η κόντρα, μάλιστα μεταξύ των δύο ανδρών προέκυψε λίγους μήνες μετά τη συντριπτική νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2015. Υποστηρίζεται η άποψη πως πέρα από τις διαφωνίες των δύο αντρών σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αποπομπή του Νταβούτογλου από το πρωθυπουργικό αξίωμα ανοίγει το δρόμο στον Ερντογάν για συνταγματικές αναθεωρήσεις με άμεσο σκοπό τη διεύρυνση των εξουσιών του Προέδρου. Βέβαια, αν δεν υπάρξει επίσημη πολιτική απόφαση τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο.
ΤΙ ΜΕΛΛΕΙ ΓΕΝΕΣΘΑΙ
Η ισχυρή φυσιογνωμία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του δημιούργησε την πεποίθηση πως μπορεί εκτός από πολιτικός ηγέτης να ωθήσει με τις πράξεις του την κοινωνία σε μία «θρησκευτική ανάταση». Η υπόδειξη του καλού μουσουλμάνου μπορεί να είχε απήχηση στα ισλαμικά και συντηρητικά στρώματα των ψηφοφόρων του, αλλά ταυτόχρονα εξόργισε μία πλειάδα πολιτών, που έβλεπαν να περιορίζεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερίας της έκφρασης και συνάμα να περιθωριοποιούνται μία σειρά από δεσμεύσεις για «εκδημοκρατικοποίηση» της Τουρκίας.
Το κίνημα της πλατείας Ταξίμ και του πάρκου Γκεζί συνένωσε εκατοντάδες χιλιάδες φωνές με κίνητρο την αποκοπή από τα «δεσμά» του αυταρχισμού και του ισλαμοσυντηρισμού, εννοιών που στιγμάτισαν την τουρκική κυβερνητική πολιτική. Ο θυμός – για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων – και η αγωνία – για τη μεγάλη πολιτική αλλαγή – στα πρόσωπα των διαδηλωτών χαρακτήρισαν τις απανταχού συγκεντρώσεις.
Η επιθυμία του Ερντογάν να ανακόψει κάθε απόπειρα ενθύμησης των διαμαρτυριών του 2013 είναι ενδεικτική της δυσαρέσκειας και κατ΄επέκταση της ανησυχίας που είχε αισθανθεί αντικρίζοντας τη δημοφιλία του κινήματος. Η αναγόρευσή του σε πρόεδρο και η συγκέντρωση της πλειοψηφίας των εξουσιών πάνω του, θα διευκόλυνε την επιδίωξή του για απόλυτη κατίσχυση στη χώρα με απότοκο την υποβάθμιση των αντικρουόμενων φωνών.
Δίχως αμφιβολία, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα απασχοληθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν κληθούν να γράψουν για την Τουρκία από το καλοκαίρι του 2013 και ύστερα. Το τι και το πως θα γραφεί η ιστορία είναι ακόμη άγνωστο, μιας και η θητεία του Τούρκου πολιτικού στην ηγεσία του κράτους, πιθανολογείται πως θα δρομολογήσει κι άλλες αντιδράσεις. Εξ’ άλλου, κάθε δράση προκαλεί και μια αντίδραση ακόμη και στην ασυνήθιστη από διαμαρτυρίες σύγχρονη τουρκική κοινωνία.
*Η δήλωση του Χουσείν Μπαγκσί είχε δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Αυγή στο πλαίσιο συνέντευξής του.